Κώστας Παπαγεωργίου
▸ Αφορά όλους τους δήμους που έχουν πάνω από 1.000 κατοίκους.
Το 2022 ήρθε με νέα χαράτσια! Πλάι στο αυξανόμενο κύμα ακρίβειας σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης, πλάι στην αύξηση της τιμής του ρεύματος και των καυσίμων, ένα νέο χαράτσι προστίθεται από την αρχή του χρόνου στα ήδη υπέρογκα δημοτικά τέλη και περιορίζει ακόμα περισσότερο το λαϊκό εισόδημα. Το νέο χαράτσι ονομάζεται «τέλος ταφής απορριμμάτων», επιβάλλεται για τα απορρίμματα που καταλήγουν στους ΧΥΤΑ και αφορά όλους τους δήμους που έχουν πάνω από 1.000 κατοίκους.
Βέβαια, το «τέλος ταφής» δεν είναι τόσο νέο. Είχε αρχικά προβλεφθεί με τον νόμο 4042/2012 και αντικαταστάθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ στο Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων του 2015 από την «περιβαλλοντική εισφορά». Τώρα, η ΝΔ επανήλθε και με διαδοχικές νομοθετικές παρεμβάσεις επανέφερε και το «τέλος ταφής» και την «περιβαλλοντική εισφορά» που είχε ανασταλεί για τα έτη 2020 και 2021.
Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της νέας φοροληστείας, ενδεικτική είναι η μελέτη του προϋπολογισμού εσόδων του Φορέα Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων στην Αττική. Τα νέα έσοδα που θα εισφέρουν από κοινού το «τέλος ταφής» και η «περιβαλλοντική εισφορά» για το έτος 2022 υπολογίζονται σε 68 εκατ. ευρώ! Το ποσό αυτό θα αυξάνεται κατά 5 ευρώ ανά τόνο, χρόνο με τον χρόνο. Για το 2022, το «τέλος ταφής» αρχίζει από τα 20 ευρώ ανά τόνο αποβλήτων που καταλήγουν στο ΧΥΤΑ Φυλής και ανέρχεται στα 55 ευρώ το 2027. Αντίστοιχα, η «περιβαλλοντική εισφορά» διαμορφώνεται, επίσης, στα 20 ευρώ ανά τόνο για το 2022 και καταλήγει στα 35 ευρώ το 2025, με τις ποσότητες των τιμολογούμενων απορριμμάτων να απομειώνονται ανάλογα με την πρόοδο των δράσεων ανακύκλωσης.
Πώς θα πληρωθούν όλα αυτά τα ποσά; Είτε με αύξηση των δημοτικών τελών, είτε εις βάρος των ήδη υποστελεχωμένων κοινωνικών υπηρεσιών των δήμων. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, δηλαδή, το βάρος θα πέσει στα λαϊκά νοικοκυριά. Χρησιμοποιώντας ως βασικό οικονομικό εργαλείο για τους δήμους την αρχή «πληρώνω όσο πετάω» μετακυλίουν στους κατοίκους το κόστος λειτουργίας των νέων κατασκευών-εργοστασίων διαχείρισης απορριμμάτων.
Ενώ με κάθε ευκαιρία διατυμπανίζουν ότι για τα απορρίμματα «οι ιδιώτες είναι η λύση» ξεχνούν ότι σήμερα που η ανακύκλωση έχει ανατεθεί σχεδόν αποκλειστικά σε εκείνους, ανακυκλώνεται λιγότερο από το 10% των απορριμμάτων! Διαχρονικά, όμως, κυβερνήσεις, περιφερειακές και δημοτικές αρχές επιχειρούν υποκριτικά να καταδείξουν ως υπεύθυνους τους πολίτες που δεν κάνουν ανακύκλωση.
Στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος, ΕΕ και κυβερνήσεις επιβάλλουν χαράτσια, χρεώνουν τη χρήση της πλαστικής σακούλας και νομοθετούν το τέλος επί παντός πλαστικού μικρο-υλικού που συνοδεύει το σερβίρισμα ελαφρών φαγητών, καφέδων και αναψυκτικών, εισάγουν το «τέλος ανακύκλωσης» για τα συσκευασμένα προϊόντα.
Μεταθέτουν την ευθύνη από τους πραγματικούς μεγαλοπαραγωγούς των απορριμμάτων και ταυτόχρονα μέσα από το «Πράσινο Ταμείο», τα ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης χρηματοδοτούν το καπιταλιστικό κέρδος σε μια πίτα που διαρκώς μεγαλώνει. Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Μεγάλες μονάδες επεξεργασίας σύμμεικτων αποβλήτων, προώθηση και ενίσχυση του καρκινογόνου μοντέλου της καύσης απορριμμάτων, ενώ στο τραπέζι μπαίνει και η συζήτηση για αυτοτελή εργοστάσια καύσης, πλήρη ιδιωτικοποίηση μέσω ΣΔΙΤ σε κάθε επίπεδο διαχείρισης απορριμμάτων — όλα αυτά πληρωμένα από την τσέπη μας!
Με τον τρόπο αυτό ενισχύουν το κεφάλαιο στη μεγάλη μπίζνα της διαχείρισης των απορριμμάτων. Άλλωστε, διαχρονικά όλες οι κυβερνήσεις, πιστές στην πολιτική της ΕΕ, αντιμετωπίζουν τη διαχείριση των απορριμμάτων με όρους οικονομικού κόστους-οφέλους. Επιδοτούν τις εταιρείες που αναλαμβάνουν έργα στον τομέα αυτό και ταυτόχρονα εξασφαλίζουν το επιχειρηματικό κέρδος με δεσμευτικά συμβόλαια και ρήτρες για εγγυημένες ποσότητες απορριμμάτων. Αντί να στοχεύουν στη μείωση του όγκου των απορριμμάτων, προτάσσουν το ιδιωτικό κέρδος.
Γι’ αυτό και αρνούνται ένα δημόσιο σύστημα διαλογής στην πηγή, με διακριτά ρεύματα για τα υλικά συσκευασίας και πραγματική ανακύκλωση, ανάκτηση, κομποστοποίηση, επαναχρησιμοποίηση. Ενώ απαξιώνουν τις δημόσιες υπηρεσίες καθαριότητας, μειώνοντας τη χρηματοδότηση και απαγορεύοντας τις προσλήψεις μόνιμου προσωπικού. Αρνούνται δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να προστατευτεί το περιβάλλον και η υγεία του λαού.