Σάντρα Μοντέιρο (*)
Η απόλυτη πλειοψηφία των Σοσιαλιστών και η επόμενη ημέρα
Η επαναλαμβανόμενη αφήγηση από δημοσιογράφους, σχολιαστές και «παράγοντες» που έδιναν συνεντεύξεις δεν ξέφυγε καμία στιγμή από το σενάριο που αποσκοπούσε να εγγυηθεί μια κυβέρνηση όσο δυνατόν
πιο δεξιά: Ενοχοποίηση της Αριστεράς, θυματοποίησή της για τις εκλογές, αιτήματα για σταθερές ή απόλυτες πλειοψηφίες, κίνητρα για κεντρώο συνασπισμό, κυβέρνηση με οποιαδήποτε κόμματα της Δεξιάς.
Στις κοινοβουλευτικές εκλογές της 30ης Ιανουαρίου, ο φόβος ότι θα έχουμε ακόμα λιγότερα υπερέβη τη θέληση να έχουμε λίγα περισσότερα. Σε αυτή τη χώρα των χαμηλών μισθών και συντάξεων, όπου η φτώχεια αυξάνεται και η πανδημία βασανίζει, είναι πολύ ζωντανή η μνήμη των χρόνων της Τρόικα και της διακυβέρνησης της συνασπισμένης δεξιάς. Πολλά χρόνια, το να ξυπνάς και να ενημερώνεσαι σήμαινε να μαθαίνεις για μία ακόμη περικοπή εισοδημάτων, σήμαινε να χάνεις τη δουλειά σου ή τις μέρες άδειας ή διακοπών, σήμαινε να μεταναστεύεις για να μην παραιτηθείς. Εκείνα τα χρόνια δεν είναι απλώς μια ανάμνηση: Είναι ένα τραύμα που αναβιώνει σε όλα όσα χάθηκαν και δεν ξανάγιναν ποτέ όπως ήταν (μισθοί, αγοραστική δύναμη, συμβόλαια εργασίας, οικογενειακές σχέσεις). Η πανδημία ήρθε μόνο για να προσθέσει περισσότερες δυσκολίες, κινδύνους και κούραση. Ανέβασε τον πήχη του φόβου, κάνοντας περισσότερο παρούσα την αρρώστια και τον θάνατο, ενώ τον ενίσχυσε μεταξύ των πιο απομονωμένων, όσων είχαν πιο περιορισμένη κοινωνικότητα και πληροφόρηση.
Ήταν μέσα σε αυτό το πρόσφορο έδαφος που διαμορφώθηκε και ο φόβος για την εκλογική νίκη της Δεξιάς και της ακροδεξιάς. Επί τρεις μήνες, ο δημόσιος χώρος και ο χώρος των ΜΜΕ ήταν η σκηνή όπου επαναλαμβάνονταν οι ίδιες ιδέες, με κάποιες παραλλαγές. Επιδιώκοντας να στείλει σε μια παρένθεση της ιστορίας μια κυβερνητική λύση που στηρίχθηκε από την Αριστερά, η κυρίαρχη αφήγηση απαξίωσε όσα αυτή βελτίωσε στην πραγματική ζωή πολλών ανθρώπων και αποσιώπησε τον ειδικό ρόλο κάθε κόμματος σε αυτή τη βελτίωση. Στα πολιτικά κόμματα στα αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) απέδωσε τον ρόλο των αναλώσιμων, εξορίζοντας από τον χώρο του εφικτού τις προτάσεις –πολύ μετριοπαθείς, το παραδεχόμαστε– στις οποίες αυτά επέμειναν.
Η επαναλαμβανόμενη αφήγηση από δημοσιογράφους, σχολιαστές και άτομα που έδιναν συνεντεύξεις δεν ξέφυγε καμία στιγμή από το σενάριο που αποσκοπούσε να εγγυηθεί μια κυβέρνηση όσο το δυνατόν πιο δεξιά: Ενοχοποίηση της Αριστεράς, θυματοποίησή της για τις εκλογές, αιτήματα για σταθερές ή απόλυτες πλειοψηφίες, κίνητρα για κεντρώο συνασπισμό, κυβέρνηση με οποιαδήποτε κόμματα της Δεξιάς. Κάπως έτσι, οι δημοσκοπήσεις και η συντριπτική πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης κατασκεύασαν μια εικόνα ανόδου της Δεξιάς, δίπλα στη νίκη του Κόστα, στη βάση μιας υποτιθέμενης «θέλησης για αλλαγή».
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Η απόλυτη πλειοψηφία του Σοσιαλιστικού Κόμματος έγινε δυνατή μόνο με τις ψήφους ενάντια στη λιτότητα που αναζήτησε στα αριστερά του (στο Μπλόκο της Αριστεράς και το Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα που τιμωρήθηκαν πολύ) και στην αποχή. Η ήττα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος άφησε απογοητευμένο μεγάλο τμήμα του μιντιακού συστήματος. Ακόμα και σε ένα σκηνικό μεγάλης αύξησης του αριθμού των ψηφισάντων, το Σέγκα αύξησε πολύ τους βουλευτές, το οποίο είναι πραγματικά ανησυχητικό, αλλά έχασε 111.214 ψήφους σε σχέση με τις προεδρικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2021. Το Σέγκα και η Φιλελεύθερη Πρωτοβουλία μαζί είχαν μόνο 0,5% περισσότερες ψήφους από όσες είχε το Κόμμα του Κοινωνικού Δημοκρατικού Κέντρου – Λαϊκό Κόμμα (CDS-PP) στις βουλευτικές εκλογές του 2011 [ιστορικό κόμμα της Δεξιάς που για πρώτη φορά δεν εξέλεξε κανένα βουλευτή].
Η μάχη για τους όρους ζωής των λαϊκών τάξεων θα είναι επίσης μάχη για τη δημοκρατία και θα συνεχιστεί
Η νέα κυβέρνηση, που τώρα δεν χρειάζεται να συνομιλήσει και πολύ περισσότερο να διαπραγματευτεί με τα κόμματα στα αριστερά της, αναλαμβάνει τα καθήκοντά της σε ένα πλαίσιο ριζοσπαστικοποίησης των δυνάμεων της Δεξιάς (νεοφιλελεύθερων και ακροφιλελεύθερων) και μικρότερου κοινοβουλευτικού βάρους των δυνάμεων στα αριστερά της. Είναι βέβαιο ότι αυτές οι τελευταίες μπορούν σύντομα, με τη χαλάρωση της κατάστασης της πανδημίας, να επωφεληθούν από τις καλύτερες συνθήκες κινητοποίησης για τους συνδικαλιστικούς και εργατικούς αγώνες. Χωρίς αυτό τίποτα δεν θα επιτευχθεί ως προς την κοινωνική δικαιοσύνη. Αλλά, από την άλλη πλευρά, η νέα ευρωπαϊκή και διεθνής συγκυρία δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό. Ζούμε σε μία χώρα στην οποία καταγράφονται κάποιες από τις μεγαλύτερες ανισότητες της Ευρώπης και το φαινόμενο εντείνεται (5% των Πορτογάλων συγκεντρώνουν το 42% του πλούτου), όπου η τιμή της στέγης δεν σταματάει να ανεβαίνει (η αγορά σπιτιού κοστίζει 50% περισσότερο από όσο πέντε χρόνια πριν) και όπου οι μισθοί και οι συντάξεις εξακολουθούν να χάνουν την αγοραστική τους δύναμη. Μια χώρα στην οποία οι μεσαίες τάξεις μπορούν ακόμα να θεωρούν ότι το μεγαλύτερο κακό είναι οι νέες περικοπές λιτότητας, αλλά περίπου το 20% του πληθυσμού συνεχίζει να ζει στη μεγαλύτερη φτώχεια και δυστυχία.
Στις 17 Δεκεμβρίου 2021, το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής αποκάλυπτε ότι τον προηγούμενο χρόνο το 18,4% του πληθυσμού βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας. Κάπου 1,9 εκατομμύριο άνθρωποι ζούσαν με λιγότερα από 554 ευρώ το μήνα, 228 χιλιάδες περισσότεροι από το 2019 — μια αύξηση ρεκόρ που αντιστρέφει τη βελτίωση που διαπιστώθηκε από το 2015. Μεγαλύτερες επίπτωσεις εμφανίζονται στις γυναίκες και μεταξύ αυτών στις άνω των 65 ετών. Μεταξύ των εργαζόμενων, το ποσοστό εκείνων που απειλούνται με φτώχεια επίσης αυξήθηκε, όντας τώρα στο 11,2%, το υψηλότερο ποσοστό εντός της δεκαετίας. Συνολικά, το ποσοστό της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού έφτασε στο 22,4% του πληθυσμού, δηλαδή αφορά πάνω από 2,3 εκατομμύρια ανθρώπους. Τα πιο αδύναμα τμήματα του πληθυσμού αποτελούν ένα τεράστιο μέρος του πορτογαλικού λαού και το 2022 ξεκινάει με σαφώς χειρότερες προϋποθέσεις για την επίλυση των προβλημάτων τους.
Οι νέες απειλές λιτότητας θα είναι, για άλλη μία φορά, συγχωροχάρτι για τη συνέχιση αυτών των κύκλων φτώχειας, για την ιδιωτικοποίηση και για την ανισότητα. Αλλά η μάχη για τους όρους ζωής των λαϊκών τάξεων θα είναι επίσης η μάχη για τη δημοκρατία.