Γιώργος Μουρμούρης
▸ Εγκληματικές κυβερνητικές ευθύνες που δεν κρύβονται!
Ηταν Πέμπτη 3 Ιανουαρίου, όταν ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης, σε μία από τις τακτικές του τηλεοπτικές εμφανίσεις προεξοφλούσε το τέλος της πανδημίας στις αρχές Φεβρουαρίου. «Σε ένα-ενάμισι μήνα η πανδημία θα έχει τελειώσει, ο τουρισμός θα πάει καταπληκτικά», δήλωνε στην εκπομπή του Γιώργου Παπαδάκη, παρουσιάζοντας μάλιστα τις… επιστημονικές του πηγές: «Ακολουθώ το μοντέλο που είδαμε στη Νότια Αφρική και το Ηνωμένο Βασίλειο, που είναι οι πρώτες που χτύπησε η Όμικρον. Και στις δύο η εικόνα είναι ακριβώς η ίδια. Ταχεία κορύφωση, ταχεία αποκλιμάκωση. Δεν βλέπω γιατί πρέπει να είμαστε εξαίρεση».
Έναν μήνα μετά, από την εξέλιξη της πανδημίας στην Ελλάδα δεν προκύπτει κάποια εξαίρεση αλλά, αντιθέτως, επαληθεύεται με τραγικό τρόπο η πολλάκις εξακριβωμένη διαπίστωση ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν ενδιαφέρεται ούτε «για τα μάτια του κόσμου» για τη δημόσια Υγεία, ενώ επιμένει ανά τακτά χρονικά διαστήματα να «σφυρίζει» τη λήξη της πανδημίας ως άλλοθι όχι μόνο για τη μη ενίσχυση, αλλά πλέον για την εικόνα ολικής κατάρρευσης που επικρατεί στο ΕΣΥ. Από τις 3 Ιανουαρίου έως τις 3 Φεβρουαρίου, το διάστημα δηλαδή που κατά τον Άδωνι Γεωργιάδη –αλλά και τη Μίνα Γκάγκα που στις 7 Ιανουαρίου συνιστούσε υπομονή «μια, δυο, τρεις εβδομάδες»– θα σήμαινε τη λήξη της πανδημίας, στη χώρα μας άφησαν την τελευταία τους πνοή από κορονοϊό 2.731 άνθρωποι, εκτοξεύοντας τον συνολικό αριθμό των νεκρών στους 23.721. Μία ολόκληρη πόλη στο μέγεθος της Κέρκυρας έχει σβηστεί από τον χάρτη μέσα σε δύο χρόνια, αποκλειστικά και μόνο από τον Sars-Cov-2.
Με το μακάβριο «κοντέρ» των θανάτων να παραμένει κολλημένο τις τελευταίες ημέρες κπάνω από τους 100 νεκρούς ημερησίως, το ερώτημα «γιατί φτάσαμε ως εδώ» επανέρχεται από διάφορες και διαφορετικές πλευρές, με κυβερνητικά στελέχη και διάφορους «τηλε-ειδικούς» να καταδεικνύουν ξανά ως υπεύθυνους για τον υψηλό αριθμό των θανάτων τους ίδιους τους νεκρούς. Γιατί μπορεί, πράγματι, σχεδόν 9 στους 10 ασθενείς με κορονοϊό που καταλήγουν να είναι ανεμβολίαστοι ή μερικώς εμβολιασμένοι, όμως αυτό αποτελεί μια διαπίστωση για την αξία του εμβολιασμού, όχι εξήγηση για τον εξαιρετικά υψηλό αριθμό των θανάτων, ιδίως μέσα στα νοσοκομεία. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι ένας στους δύο ανεμβολίαστους άνω των 60 ετών εξακολουθεί να αρνείται να εμβολιαστεί, όχι παρά αλλά και εξαιτίας του απαράδεκτου προστίμου των 100 ευρώ που έχει επιβληθεί.
Για τη «σφαγή» που συντελείται στα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας, εμπεριστατωμένα στοιχεία παρείχε δημοσίως από τα μέσα Νοεμβρίου (και στα κυβερνητικά κονκλάβια ήδη από τα τέλη Μαϊου) η μελέτη Λύτρα-Τσιόδρα, τα συμπεράσματα της οποίας κυβέρνηση και «τηλε-ειδικοί» έσπευσαν να υποβαθμίσουν, βοηθούμενοι και από τον ίδιο τον Σωτήρη Τσιόδρα, ο οποίος προχώρησε σε «διορθωτική» ερμηνεία της μελέτης που αποκάλυπτε ότι το 38,5% των θανάτων από κορονοϊό θα μπορούσε να αποφευχθεί αν είχε θωρακιστεί το ΕΣΥ.
Επιστημονικά τεκμηριωμένη η σύνδεση των ελλείψεων στο ΕΣΥ και του μακάβριου ρεκόρ θανάτων
Στις παραμέτρους που έθιγε η μελέτη των δύο επιστημόνων, πλέον προστίθεται με δραματικό τρόπο η σωματική και ψυχολογική κατάρρευση των υγειονομικών μετά από δυο χρόνια μάχης με τον κορονοϊό, χωρίς καμία κρατική στήριξη και ενίσχυση αλλά αντιθέτως με αναστολές εργασίας και εξαγγελθείσες απολύσεις. Οι κραυγές απελπισίας από γιατρούς και νοσηλευτές που βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, ολοένα και πληθαίνουν. Είναι ενδεικτικά τα λόγια με τα οποία ειδικευόμενοι γιατροί στην Α’ και Δ’ παθολογική κλινική του «Ευαγγελισμού» περιγράφουν, μέσω της ΟΕΝΓΕ, την κατάρρευση του μεγαλύτερου νοσοκομείου της χώρας: «Το τοπίο συμπληρώνουν οι τραγικές ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό με συχνά δύο νοσηλευτές για 40-50 ασθενείς. Μάλιστα πολλές φορές ιατρονοσηλευτικό προσωπικό που έχει διαγνωσθεί θετικό στην Covid-19 υποχρεώνεται να επιστρέψει στις πέντε ημέρες καραντίνας στην εργασία, χωρίς επαναληπτικό έλεγχο, ενισχύοντας τον κίνδυνο διασποράς σε ασθενείς και συναδέλφους. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ειδικευόμενοι στις παθολογικές κλινικές εργάζονται καθημερινά σε υπερεντατικούς ρυθμούς, σε καταστάσεις έντονης πίεσης, με ωράρια “όσο πάει”, ενώ συχνά καλούμαστε είτε να περικόψουμε τον ασφαλή αριθμό εφημερευόντων, είτε να εφημερεύσουμε πάνω από το όριο των 7 εφημεριών μηνιαίως».
Την ίδια εικόνα κατάρρευσης μεταφέρουν και 26 γιατροί, επιστημονικοί υπεύθυνοι Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ), σε επιστολή τους προς την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας, όπου μεταξύ άλλων κάνουν λόγο για μεθοδευμένη διάλυση των ΤΕΠ και της Επείγουσας Ιατρικής, με παράλληλη αποσάθρωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. «Η μάχη αυτή έχει κουράσει και έχει φθείρει. Έχει κουράσει όλους αυτούς που χωρίς καμία αναγνώριση κράτησαν το σύστημα όρθιο στο πρώτο κύμα απέναντι σε μια άγνωστη τότε νόσο, έναν “αόρατο εχθρό”. Που κλήθηκαν να καλύψουν κάθε πιθανή και απίθανη τρύπα ετών του ΕΣΥ με απίστευτα εξαντλητικά, απάνθρωπα και αντιεπιστημονικά ωράρια. Που θεωρούνται “πανίατροι”
για κάθε νόσο και κάθε ιατρική πράξη, ανάλογα με τις εκάστοτε τοπικές ανάγκες του κάθε νοσοκομείου», αναφέρουν, καταγγέλλοντας ότι «περίπου το ένα τρίτο του ιατρικού προσωπικού των Ελληνικών ΤΕΠ προ πανδημίας έχει μετακινηθεί ή παραιτηθεί μην αντέχοντας τις υπάρχουσες συνθήκες».
Σε αυτό το φόντο, η εξαγγελθείσα απόλυση, από την 1η Απριλίου, όσων υγειονομικών δεν έχουν εμβολιαστεί, αποτελεί αιτία πολέμου για τους εργαζόμενους που έχουν απομείνει στο καταρρέον ΕΣΥ. Μια μάχη που πρέπει να γίνει υπόθεση όλων των εργαζομένων.