Κατά την διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου, ουγγρικά συμμαχικά των ναζί στρατεύματα εισβάλουν σε κατεχόμενα από τους γερμανούς εδάφη της ΕΣΣΔ, με σκοπό την πάταξη Ρώσων παρτιζάνων. Με αφορμή μια ενέδρα σε ουγγρική περίπολο κοντά σε ένα μικρό χωριό, ο Ούγγρος διοικητής δίνει διαταγή να πυρποληθεί ως αντίποινα ο στάβλος του χωριού, μέσα στον οποίο βρίσκονται κλεισμένοι όλοι οι κάτοικοι. Η υπόθεση μοιάζει με τα δικά μας «Καλάβρυτα» και μας παραπέμπει στην ομώνυμη ταινία, με τη διαφορά πως εδώ ο καλός δεκανέας Σεμέτκα δεν είναι παρών στο γεγονός, ώστε να ανοίξει την πόρτα του στάβλου.
Η δύναμη της ταινίας βρίσκεται στη φωτογραφία της. Επιλέγοντας αποκλειστικά τα σκούρα γήινα χρώματα, μας δίνει με αριστουργηματικό τρόπο το σκηνικό του πολέμου μέσα στα πυκνά δάση από σημύδες και τη λάσπη που κυριαρχεί παντού, ενώ το φυσικό φως διεισδύει διακριτικά στα αργά σχετικά πλάνα, υπονοώντας χαραμάδες ανθρωπιάς και ζωής. Η σκηνοθεσία ακροβατεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και σε έναν ιδιότυπο εξπρεσιονισμό με πολλά κοντινά στα πρόσωπα, τα οποία συνοδεύονται με αλλαγή εστίασης από το φόντο στο προσκήνιο, παραπέμποντας στη σχέση ατομικού-
συλλογικού. Εκεί όμως που η ταινία υστερεί σημαντικά είναι κατά τη γνώμη μας το σενάριο, από το οποίο λείπουν οι αιχμές, οι κορυφώσεις και οι ανατροπές, καθιστώντας το επιδερμικό και ανιαρό. Έχοντας ως μοναδικό αφηγηματικό άξονα τον ανθρωπισμό του κεντρικού ήρωα, δεν μας εξηγεί την προέλευσή του, δεν εμβαθύνει, προσπαθώντας να μας πείσει πως απέναντι στη φρίκη του πόλεμου είναι δυνατό η λύτρωση να είναι ατομική.
Βασίλης Τσιράκης