Βασίλης Τσιράκης
Το ντεμπούτο του Ιρανού σκηνοθέτη Αχμάντ Μπαχραμί για το κλείσιμο μιας βιοτεχνίας, είναι μια ελεγεία για την εργατική τάξη και αποτελεί την έκπληξη της χρονιάς.
Σε μια απομακρυσμένη και υποβαθμισμένη περιοχή λειτουργεί μια παραδοσιακή βιοτεχνία κατασκευής τούβλων, όπου εργάζονται τέσσερις οικογένειες, εκ των οποίων η μία είναι μονογονεική, μια γυναίκα που μεγαλώνει μόνη το παιδί της.
Ο επιστάτης Λοτφολά έχει περάσει όλη τη ζωή του στη βιοτεχνία και αποτελεί πια το μάτι και το αυτί του ιδιοκτήτη, υπακούοντας τυφλά στις εντολές του. Κάποια μέρα ο Λοτφολά ενημερώνει τους εργάτες να μην επιστρέψουν στη δουλειά μετά το φαγητό, γιατί ο ιδιοκτήτης θέλει να τους μιλήσει. Στη συγκέντρωση ο ιδιοκτήτης τους ανακοινώνει πως αποφάσισε να κλείσει την βιοτεχνία, γιατί είναι πια ασύμφορη η συνέχιση της λειτουργίας της, και τους ενημερώνει πως δεν έχει να τους πληρώσει τα ουκ ολίγα χρωστούμενα μεροκάματα. Όμως οι εργάτες, απέναντι στη σκληρή στάση του αφεντικού τους, αντί να προκρίνουν τη συλλογική διεκδίκηση, δέχονται στωικά και αδιαμαρτύρητα την απόφασή του, πράγμα που έκαναν και παλιότερα, όταν δεν απαιτούσαν τα δεδουλευμένα, αποδεχόμενοι την απατηλή υπόσχεση του να εκπληρώσει προς τον καθένα τους κάποια του επιθυμία, που αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο τον καημό της κάθε οικογένειας.
Το αποτελούμενο από τούβλα και σκόνη σκηνικό, το άνυδρο ξερό τοπίο, οι πρόχειρα κατασκευασμένες σαν τρώγλες κάμαρες, μία για κάθε οικογένεια, σε συνδυασμό με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, συνθέτουν μια ατμόσφαιρα βαριά, καταθλιπτική και παρακμιακή, που θυμίζει έντονα αυτή της Αναπαράστασης του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο ταινιών το μεγάλο ειδικό βάρος και η εικαστική δύναμη του σκηνικού τοπίου, που διεισδύει στον ψυχικό κόσμο των ηρώων και αιτιολογεί τις συμπεριφορές τους.
Πρωτοποριακή σεναριακά η τετράκις επαναλαμβανόμενη σκηνή της ανακοίνωσης του κλεισίματος της βιοτεχνίας, της οποίας η επανάληψη –με τη σκηνοθετική μαεστρία του Μπαχραμί– δεν δημιουργεί δυσφορία στον θεατή, αλλά κρατά το ενδιαφέρον, περνώντας υποσυνείδητα το μήνυμα της ρουτινιάρικης και ισοπεδωτικής ζωής των εργατών. Ο Μπαχραμί με την οικονομία στην κίνηση της κάμερας, τα αργά τράβελιγκ και τα στατικά πλάνα με τις μεγάλες σε διάρκεια λήψεις, στοχεύει στη μονοτονία, για να μας μιλήσει για τους μηχανισμούς αλλοτρίωσης της εργασίας και σε ένα δεύτερο επίπεδο για το χρονικό ενός καταδικασμένου εξαρχής έρωτα.
Αν η Έρημη χώρα του Αχμάντ Μπαχραμί είναι ό,τι η Αναπαράσταση για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τότε έχουμε να κάνουμε με το ντεμπούτο ενός ακόμα πολύ μεγάλου ιρανού σκηνοθέτη. Η ταινία κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο τμήμα Orizzonti, καθώς και το Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Fipresci, στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Σημείωμα του σκηνοθέτη:
«Ο πατέρας μου δούλευε σαν εργάτης για 30 χρόνια. Έχω μεγαλώσει με εργάτες και ήθελα πάντα να κάνω μια ταινία γι’ αυτούς. Πιστεύω ότι η ζωή των εργατών είναι έτσι, ασπρόμαυρη. Όσον αφορά το κάδρο, οι χαρακτήρες φαίνονται πιο στριμωγμένοι σε αυτό το πλαίσιο, ένας άλλος τρόπος για να εκφράσω την καταπίεση που αισθάνονται. Παρ’ όλα αυτά, για να κάνω μια αναφορά στον αγαπημένο μου σκηνοθέτη, τον Μπέλα Ταρ, αν δεν είχα μεγάλη ελπίδα (για το μέλλον του κόσμου), δεν θα έκανα ταινίες».