Γεράσιμος Λιβιτσάνος
▸ Σε αδιέξοδο φαίνεται να βρίσκεται η κυβέρνηση για τη συνέχεια
Το βασικό ζήτημα που προβληματίζει το κυβερνητικό επιτελείο είναι πως δεν φαίνεται να «βγαίνει» ο βασικός σχεδιασμός με τον οποίο πορεύθηκε τα πρώτα δύο χρόνια διακυβέρνησής της η ΝΔ: Δηλαδή το σενάριο των δύο απανωτών εκλογικών αναμετρήσεων, που πρακτικά θα συνιστούσε το «κάψιμο της απλής αναλογικής» — του εκλογικού συστήματος που ψηφίστηκε το 2016 από τον ΣΥΡΙΖΑ και το οποίο διατηρεί το καλπονοθευτικό όριο του 3% για είσοδο στη βουλή.
Με αυτό το σχέδιο ως «μπούσουλα» η κυβέρνηση άλλαξε τον εκλογικό νόμο τον Ιανουάριο του 2020 με ένα σύστημα ενισχυμένης αναλογικής που προβλέπει όμως κλιμακωτό «μπόνους» εδρών για το πρώτο κόμμα. θυμίζουμε ότι με βάση τις συνταγματικές προβλέψεις, εφόσον ένας εκλογικός νόμος ψηφιστεί με λιγότερους από 200 βουλευτές ισχύει από την μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση, ενώ αν συγκεντρώσει τα 2/3 των βουλευτών, από τις επόμενες. Ο νόμος που πρότεινε η ΝΔ ψηφίστηκε μόνο από τους βουλευτές της και σύμφωνα με όσα προβλέπει, αν το πρώτο κόμμα πάρει πάνω από 25%, έχει «μπόνους» 20 εδρών και 1 έδρα για κάθε επιπλέον 0,5%. Δηλαδή, για να επιτευχθεί αυτοδυναμία χρειάζεται ένα ποσοστό της τάξης του 38%. Όμως το ποσοστό αυτό δεν φαίνεται πλέον εφικτό για τη Νέα Δημοκρατία. Οι άτυπες δημοσκοπήσεις που έχει στα χέρια του το Μαξίμου, δείχνουν ποσοστά που δεν ξεπερνούν το 34-35% στο πιο αισιόδοξο σενάριο. Αυτά, χωρίς να συνυπολογίσει κανείς τον αστάθμητο παράγοντα της χαλαρής ψήφου στις εκλογές με «απλή αναλογική». Έτσι, κάθε σενάριο για τον χρόνο της προσφυγής στις κάλπες είναι «ανοιχτό».
Ταυτόχρονα, η Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται εγκλωβισμένη πολιτικά στα αδιέξοδά των κεντρικών επιλογών της. Κυρίως στις δεσμεύσεις της απέναντι στο εγχώριο και ξένο κεφάλαιο, που είναι τόσο ισχυρές, ώστε να μην της επιτρέπουν να λειτουργήσει με τη λογική των στοιχειωδών προεκλογικών παροχών. Την ίδια στιγμή που η οικονομική ύφεση λόγω της πανδημίας και η ακρίβεια δημιουργούν δυσαρέσκεια στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, συμπεριλαμβανομένης της εκλογικής της βάσης. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου Γιάννη Οικονόμου σχετικά με το ενδεχόμενο να υπάρξει μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης. Επισήμανε ότι «δεν πρέπει να διακινδυνεύσουμε τη σταθερότητα της οικονομίας και την πορεία της χώρας, μια πορεία που μας επιτρέπει να προσελκύουμε επενδύσεις». Προσθέτοντας, μάλιστα, ότι «η σωστή εκτέλεση του Προϋπολογισμού είναι μια βασική προτεραιότητα της Κυβέρνησης, που δεν αφορά μόνο εμάς εδώ στη χώρα, αφορά και την οπτική του πώς βλέπουν τη χώρα και απ’ έξω».
Έτσι η κυβέρνηση αρκείται σε μέτρα που επιχειρούν να «μπετονάρουν» τον σκληρό πυρήνα των κοινωνικών στρωμάτων που ψηφίζουν ΝΔ, όπως η μείωση των φορολογικών συντελεστών για τη μεταβίβαση μεγάλης ακίνητης περιουσίας που πρόσφατα ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός.
Τέλος, στο κυβερνητικό επιτελείο υπήρξαν σκέψεις για νέα αλλαγή του εκλογικού νόμου, που όμως δεν φαίνεται τελικά να προκρίθηκε. Ενώ έχει καταγραφεί και έντονη φημολογία για την αναζήτηση διακομματικών λύσεων με τεχνοκράτη πρωθυπουργό. Ένα σενάριο που δεν φαίνεται να «προχωράει» για την ώρα.