Αιμιλία Καραλή
Πώς να μην απαισιοδοξήσει, λοιπόν, κάποιος που αντιστέκεται σε αυτήν την κατάσταση; Ίσως όμως να είναι και αυτό το «αισιόδοξο» της υπόθεσης: το ότι μπορεί να την βλέπει και να μην την κοιτάει απλώς, το ότι μπορεί ακόμη να αντιστέκεται, έστω και χωρίς ελπίδα.
Χρόνια πριν, όταν ρωτήθηκε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος για τη μελαγχολία ή και την απαισιοδοξία που υπάρχει σε έργα του, απάντησε με τη φράση που υπάρχει στον τίτλο του άρθρου. Πώς θα μπορούσε να είναι αισιόδοξος, με την τρέχουσα στερεοτυπική σημασία της λέξης, ένας καλλιτέχνης στοχαστής όπως αυτός, για τα όσα έβλεπε και βίωνε στον τόπο του αλλά και στον κόσμο. Πόλεμοι, φτώχεια, εξορίες, προσφυγιά, μετανάστευση, εκμετάλλευση, ανισότητες, αδικία και μια εξουσία που όσο κι αν μεταμφιεζόταν με δημοκρατικούς μανδύες, παρέμενε σκληρή, κυνική και αλαζονική.
Δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τότε που ο σκηνοθέτης διατύπωσε αυτές του τις σκέψεις. Ή μάλλον, έχουν αλλάξει προς το χειρότερο. Κι αν φύγουμε από τα δικά μας, τα «γραικικά» και ρίξουμε μια απλή ματιά και στον υπόλοιπο κόσμο, θα δούμε πως η ανθρωπότητα βαδίζει με το βήμα του κάβουρα, όπως θα έλεγε και ο Ουμπέρτο Έκο: ταχύτατα προς τα πίσω, παραπαίοντας.
Διακηρύξεις δικαιωμάτων γίνονται κουρελόχαρτα, μεγάλες ιδέες για το δίκαιο και την ελευθερία, αν δεν αντιμετωπίζονται ως ματαιοπονία, χλευάζονται ως ρομαντικές κραυγές που δεν έχουν θέση σε έναν «σύγχρονο προβληματισμό». Το συλλογικό καλό που εμπεριέχει και προϋποθέτει την προσωπική ανάπτυξη προσπερνιέται από την επέλαση του ατομικού, του ιδιωτικού. Ιδιωτικοποίηση του νερού, του αέρα, των βουνών, του ηλεκτρισμού, των δασών, κάθε όντος που αναπνέει, ζει, υπάρχει σε τούτο τον πλανήτη. Κι αν θυμηθούμε ότι ιδιώτης σήμαινε ηλίθιος, ανόητος, στην πολιτική γλώσσα της δημοκρατίας των Αθηναίων, ζούμε την επέλαση της «ηλιθιοποίησης».
Μόνο που αυτή η ηλιθιοποίηση των κοινωνιών έχει καταστήσει την ύπαρξη της πλειονότητας και κυρίως των οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερων, σε όμηρο του συστήματος. Γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι είναι τα πιο εύκολα και πρόσφορα θύματα αυτής της ομη-
ρίας. Δεν είναι μόνο οι φόνοι, οι βιασμοί ή η εγκατάλειψη που υφίστανται. Είναι και ο κυνισμός που συνοδεύει αυτήν την απαξίωση της ζωής, η ανοχή και η συγκάλυψη των υπαίτιων. Και αυτοί δεν είναι μόνο οι φυσικοί αυτουργοί. Είναι ολόκληρο το πλαίσιο της καταπιεστικής και χυδαίας βίας των δομών, θεσμών και αξιών που τους εμπνέει και τους εμπεδώνει. Είναι η διαδικασία της ηλιθιοποίησης που εκπορεύεται από «ψηλά» και ριζώνει βαθιά, σαν πεπρωμένο, σαν ανάγκη, σαν παρελθόν, παρόν και μέλλον των ανθρώπων.
Πώς να μην απαισιοδοξήσει, λοιπόν, κάποιος που αντιστέκεται σε αυτήν την κατάσταση; Ίσως όμως να είναι και αυτό το «αισιόδοξο» της υπόθεσης: το ότι μπορεί να την βλέπει και να μην την κοιτάει απλώς, το ότι μπορεί ακόμη να αντιστέκεται, έστω και χωρίς ελπίδα, ομορφαίνοντας τον κόσμο, συνεχίζοντας την ιστορία του. Μας το έχει πει εξάλλου πριν από χρόνια ο Αντόνιο Γκράμσι: «Απαισιοδοξία της γνώσης, αισιοδοξία της βούλησης».
Σε ένα ποίημά του, ο Κώστας Καρυωτάκης, ένας κατ’ εξοχήν «απαισιόδοξος» ποιητής –σύμφωνα με ορισμένους «αισιόδοξους» επικριτές του– είχε γράψει: «χωρίς πίστη κι αγάπη, χωρίς έρμα/ εγίναμε το λάφυρο του ανέμου/ που αναστρέφει το πέλαγος». Λάφυρα του ανέμου, λοιπόν, όσοι δεν θερμαίνουν την ύπαρξή τους με μια βαθιά πίστη, όσοι δεν αγαπούν, όσοι δεν έχουν έρμα, ένα βάρος που δίνει σταθερότητα στο ταξίδι της ζωής τους. Το μεγάλο ερώτημα, βέβαια, είναι σε τι πιστεύουν, τι αγαπούν, ποια σταθερά έχουν και για πού ταξιδεύουν.
Την απάντηση που δίνουν όσοι έχουν αναλάβει, με ή χωρίς τη συναίνεσή μας, τη ζωή μας, την ξέρουμε, γιατί μας την δίνουν καθημερινά. Την ανταπάντηση την δίνουν καθημερινά οι ανυπότακτοι εκεί που ζουν, εργάζονται, δημιουργούν. Την δίνουν σκάβοντας τα λαγούμια τους, όπως εκείνος ο γεροτυφλοπόντικας της ιστορίας, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να εμφανιστούν… Ελπίζουμε ακόμη και σκάβουμε. Απαισιοδοξούμε αισιοδοξώντας.