Μαριάννα Τζιαντζή
Αλλιώς τον περιμέναμε τον 21ο αιώνα, αλλιώς μας βρήκε. Η πανδημία, υπό νεοφιλελεύθερη διαχείριση, τα κάνει όλα ακόμα πιο δύσκολα και όταν η απομόνωση συνδυάζεται με την παγωνιά, ζούμε σαν εξόριστοι, κλεισμένοι στο πειθαρχείο του ίδιου μας του σπιτιού.
Μερικές φορές νομίζει κανείς ότι δεν ζει στον 21ο αιώνα αλλά σε κάποια μακρινή σκοτεινή εποχή. Όπως συμβαίνει με τις μέρες της παγωνιάς και της πανδημίας. Άνθρωποι που αποφεύγουν τις μετακινήσεις και τις κοινωνικές επαφές, που σπάνια βγαίνουν από το σπίτι τους και, όταν βρίσκονται στο σπίτι τους, τουρτουρίζουν σαν να βρίσκονται σε μια ανεμοδαρμένη στάση και περιμένουν ένα λεωφορείο που έρχεται με εξωφρενική καθυστέρηση.
Μιλώ γι’ αυτούς που φέτος δεν άναψαν καλοριφέρ ή κάποιο ηλεκτρικό θερμαντικό σώμα ή το έκαναν μόνο τις ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Aυτοί, οι μονίμως ξεπαγιασμένοι, δεν είναι ορατοί, δεν τους μετρούν οι στατιστικές, όμως υπάρχουν. Οι περισσότεροι είναι άνεργοι, χαμηλόμισθοι, χαμηλοσυνταξιούχοι. Για ορισμένους τα πράγματα είναι χειρότερα, π.χ. για τους άστεγους ή τους πρόσφυγες των καμπ, όμως εδώ μιλάμε για εκείνους που κάποτε γνώρισαν καλύτερες, πιο ανθρώπινες μέρες και τώρα διαπιστώνουν ότι ζουν χειρότερα και από τους γονείς τους και από τους παππούδες τους.
Για να καταπολεμήσουν το κρύο, περνούν τις περισσότερες ώρες στο κρεβάτι ή στον καναπέ, κουκουλωμένοι. Άλλοι κυκλοφορούν μες στο σπίτι φορώντας τη λεγόμενη «μπλούζα πάπλωμα» ή «μπλούζα κουβέρτα», ένα ρούχο βγαλμένο θαρρείς από ένα εικονογραφημένο μεσαιωνικό έπος ή από το Game of Thrones. Πρόκειται για ένα σακί με κουκούλα και μανίκια, καμωμένο από μαλακό και ζεστό συνθετικό ύφασμα, ίδιο νούμερο και σχήμα για άντρες και γυναίκες. Ζεσταίνει αλλά και ταυτόχρονα καθηλώνει, δεν επιτρέπει λεπτές κινήσεις, είναι σαν να φοράς μια αποκριάτικη στολή ουρακοτάγκου.
Σύμφωνα με την πρόγνωση του δελτίου καιρού για το Σαββατοκύριακο, όταν θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές ο ήλιος θα λάμπει, όμως μεσοβδόμαδα, που πρέπει να παραδοθεί το κείμενο, το κρύο είναι τσουχτερό και η ανάμνηση της χιονοκαταιγίδας Ελπίδα ή του ανώνυμου «αεροχειμάρρου» είναι νωπή. Συγχωρέστε μου, λοιπόν, τις αναφορές στις πολικές θερμοκρασίες, που όμως τείνουν να χαρακτηρίζουν όχι μόνο τον καιρό αλλά και την ψυχή μας. Και ο άνθρωπος από «πολιτικό ζώο» τείνει να γίνει ζώο «πολικό», που νοιάζεται πάνω απ’ όλα για την επιβίωσή του.
Στην οθόνη του υπολογιστή μας πέφτουν διαφημίσεις για θαυματουργές συσκευές σε μέγεθος σπιρτόκουτου που ζεσταίνουν το δωμάτιο, ενώ στο YouTube παρέχονται οδηγίες για αυτοσχέδια θερμαντικά σώματα που θα κάνουν το κρύο παρελθόν. Συχνά οι παράπλευρες απώλειες της πρωτόγονης θέρμανσης είναι πυρκαγιές και θάνατοι, από μαγκάλι, από ξεχαρβαλωμένες ξυλόσομπες, από βραχυκύκλωμα.
Οι ξεπαγιασμένοι κάτοικοι της πόλης έχουν επιλογές: ποια ταινία ή σειρά θα δουν στην τηλεόραση ή στο τάμπλετ τους, πόση ώρα θα μιλήσουν στο τηλέφωνο, γιατί οι διά ζώσης προσωπικές επαφές είναι απαγορευμένες ή κοστίζουν. Περνούν πολλές ώρες στα μέσα κοινωνικής αποδικτύωσης· όπως θα ταίριαζε ίσως να τα ονομάσουμε. Το ψηφιακό σύμπαν γίνεται το σύμπαν τους ή το γκέτο τους.
Όλα γύρω μας κραυγάζουν ότι ζούμε στον 21ο αιώνα και, ταυτόχρονα, όλα μοιάζουν να το διαψεύδουν. Πρόοδος δεν είναι να αλλάζεις κάθε χρόνο κινητό, αποκτώντας ένα ακόμα πιο σμαρτ, αλλά και να μην κρυώνεις, να μπορείς να αγοράζεις ένα κιλό μήλα χωρίς να σε πανικοβάλλει η τιμή τους, να μην φοβάσαι να μπεις στο τρένο ή το τρόλεϊ. Ημικατάκοιτοι, ημικλινήρεις, περιμένουμε να βγει ο ήλιος, να ζεστάνει τα κατεψυγμένα ντουβάρια του σπιτιού — εφόσον το σπίτι το χτυπά κάποιες ώρες της ημέρας ο ήλιος.
Αλλιώς τον περιμέναμε τον 21ο αιώνα, αλλιώς μας βρήκε. Η πανδημία, υπό νεοφιλελεύθερη διαχείριση, τα κάνει όλα ακόμα πιο δύσκολα και όταν η απομόνωση συνδυάζεται με την παγωνιά, ζούμε σαν εξόριστοι, ζούμε στο πειθαρχείο του ίδιου μας του σπιτιού.
Σε μια συνέντευξη που είχε δώσει το 2006, η Μαριανίνα Κριεζή, που πριν λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή, είχε πει: «Αυτή η χώρα δεν εκφράζεται ελεύθερα πια. Δεν κατεβαίνει στους δρόμους. Την εμποδίζουν τα καγκελάκια του Αβραμόπουλου. Την συγκρατούν στο πεζοδρόμιο». Από τότε τα καγκελάκια προχώρησαν, μπήκαν στα σπίτια μας, εμφυτεύτηκαν, καρφώθηκαν μέσα μας.
«Μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό». Παρομοίως, μόνο ο λαός μπορεί «να γυρίσει το παιχνίδι»· όχι το εκλογικό, όπως το εννοούσε ο δήμαρχος Σπάρτης στο περιβόητο βίντεο, αλλά το παιχνίδι της ζωής, μιας ζωής όπου οι άνθρωποι δεν θα κρυώνουν, δεν θα πεινούν, δεν θα τους παγώνει ο φόβος της αρρώστιας, της βίας και της ανεργίας. Και ίσως τότε ο 21ος αιώνας να μην είναι ο αιώνας του τρόμου και του πολέμου, του κοινωνικού, του υγειονομικού και του κυριολεκτικού.