Γιώργος Μιχαηλίδης
«Εχετε υπάρξει μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας στη Σοβιετική Ένωση ως μαθήτρια; Ζητήσατε ποτέ να διαγραφείτε;». «Κάνατε διπλωματική εργασία με θέμα τις οικονομικές θεωρίες του Μαρξ και τη θεωρία της επανάστασης στο Κεφάλαιο, στο πανεπιστήμιο της Μόσχας;». «Να σας αποκαλούμε “καθηγήτρια’’ ή μήπως “συντρόφισσα’’;». «Χρησιμοποιείτε τον όρο “ριζοσπαστικές’’ για να περιγράψετε τις ιδέες σας;». «Έχετε γίνει μέλος σε ομάδες στο facebook με θέμα τον μαρξισμό;».
Αυτές ήταν μερικές από τις ερωτήσεις που τέθηκαν από γερουσιαστές προς την ακαδημαϊκό Σάουλε Ομάροβα, με καταγωγή από το Καζακστάν, την οποία η κυβέρνηση Μπάιντεν πρότεινε για την ανώτατη εποπτική και ρυθμιστική θέση του τραπεζικού και νομισματικού συστήματος. Η Ομάροβα, φυσικά, δεν είναι μια κομμουνίστρια. Όπως διευκρίνισε η ίδια: «Δεν υποστηρίζω αυτή την ιδεολογία, η μισή οικογένειά μου έχει διωχθεί από το σταλινικό καθεστώς. Ήρθα σε αυτή τη χώρα. Είμαι περήφανη που είμαι Αμερικανίδα».
Ανησύχησε ωστόσο τόσο πολύ think-tanks και ΜΜΕ, ώστε να κυκλοφορήσουν άρθρα με τίτλους όπως: «Μία ρυθμίστρια του τραπεζικού συστήματος που μισεί τις τράπεζες» και «Μην αφήσετε τη συντρόφισσα Ομάροβα να ρυθμίσει τον τραπεζικό τομέα». Το… αμάρτημά της ήταν ότι είχε απλά καταθέσει κάποιες ιδέες μεγαλύτερου ελέγχου επί του τραπεζικού τομέα από ένα κεντρικό ομοσπονδιακό σύστημα.
Ως υπέρμαχος της «πράσινης ανάπτυξης» είχε επίσης υποστηρίξει ότι οι τράπεζες πρέπει να αποστερήσουν πόρους από τις εταιρείες που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ώστε να αναγκαστούν να χρεοκοπήσουν. Τέλος, είχε τοποθετηθεί λέγοντας πως τα κρυπτονομίσματα και τα block chains αποτελούν απειλή για την εθνική οικονομία. Έτσι, η καθηγήτρια της νομικής σχολής του πανεπιστήμιου Cornell, που έτυχε να έχει γεννηθεί στη Σοβιετική Ένωση, είδε δημοσιογράφους να ψάχνουν το παρελθόν της, ζητώντας δηλώσεις από την παλιά δασκάλα της, να ανασύρονται σχολικές φωτογραφίες από την παιδική της ηλικία και tweets ή δηλώσεις με υπόνοια αναγνώρισης κάποιων θετικών πραγμάτων στην ΕΣΣΔ — όπως ότι, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, εκεί δεν υπήρχε μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων.
Εν τέλει, η Ομάροβα αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την υποψηφιότητα για τη θέση. Αν για μία ακαδημαϊκό που ζει τριάντα χρόνια στις ΗΠΑ, μία ελαφριά κόκκινη σκιά στο βιογραφικό της ήταν αρκετή για να αμφισβητηθεί ο πατριωτισμός κι η αξιοπιστία της, αντιλαμβανόμαστε τα όρια της ελευθερίας της αμερικανικής «ανοιχτής κοινωνίας»…