Κώστας Δικαίος, Παναγιώτης Ξοπλίδης
Αντιθέσεις
Οι εκλογές στη Χιλή αποτύπωσαν τη δυναμική της νέας φάσης της λεγόμενης «ροζ παλίρροιας» στη Λατινική Αμερική. Στην Ελλάδα, η συζήτηση για αυτή προσαρμόζεται στα εγχώρια δεδομένα για να αιτιολογηθεί είτε μια στάση αποθέωσης του «προοδευτικού κυβερνητισμού» είτε απαξίωσης των «ρεφορμιστικών αυταπατών». Ωστόσο, η Λατινική Αμερική έχει μια εντελώς διαφορετική ιστορία και πολιτική παράδοση, ενώ το βάθος των αντιθέσεων του σύγχρονου καπιταλισμού έχει μέγεθος που δημιουργεί αλλεπάλληλα λαϊκά κινήματα και εξεγέρσεις. Ήταν το Caracazo το 1989, το Argentinazo το 2001 που άνοιξαν το δρόμο για πολύμορφες πολιτικές διεργασίες σε όλη την ήπειρο, ενώ σε Βολιβία, Εκουαδόρ, Περού ανατράπηκαν αστικές αντιλαϊκές κυβερνήσεις αναδεικνύοντας ότι καμιά πολιτική αλλαγή δεν μπορεί να γίνει χωρίς να αναπτυχθεί νωρίτερα μια μαζική, λαϊκή εξεγερτική τάση.
Όμως, το δεύτερο κύμα της «ροζ παλίρροιας» εμφανίζεται εξ αρχής λιγότερο ριζοσπαστικό. Ως αντίπαλό του δεν έχει πλέον τα φθαρμένα πολιτικά συστήματα του νεοφιλελευθερισμού αλλά μια δυναμική Ακροδεξιά φασιστικής απόκλισης, καθώς το αστικό μπλοκ εξουσίας κάθε χώρας φροντίζει να διαμορφώσει νέους όρους. Ακόμα δε κι αν ηττηθεί εκλογικά η Ακροδεξιά, το πολιτικό σκηνικό μετατοπίζεται σε αντιδραστική κατεύθυνση. Τα προγράμματα βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων είναι πλέον πιο δύσκολο να εφαρμοστούν, ενώ το διεθνές πλαίσιο δεν επιτρέπει ελιγμούς διαπραγμάτευσης.
Άλλωστε, ακόμα και στην προηγούμενη φάση της «παλίρροιας» η προοδευτική διαχείριση παρέμεινε παντού καπιταλιστική και συνοδεύτηκε από εκρηκτικά ποσοστά ανάπτυξης και κερδοφορίας για τμήματα του εγχώριου κεφαλαίου, σε συνεργασία με Κίνα-Ρωσία. Εκεί όπου η άνοδος ενός προοδευτικού προέδρου δεν ήταν προϊόν μιας λαϊκής εξέγερσης, όπως ο Ομπραδόρ στο Μεξικό, η ενσωμάτωση είναι τάχιστη, όπως μαρτυρούν οι νέες ζώνες εργασιακής ζούγκλας στα σύνορα με τις ΗΠΑ αλλά και στα «τείχη» σε βάρος των μεταναστών στα σύνορα με τις χώρες της Κεντρικής Αμερικής, στο όνομα της διαπραγμάτευσης εντός της NAFTA.
Στη Λατινική Αμερική παρατηρείται, πρώτα από όλα, μια συσπείρωση της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς μαζί με τους νεοφιλελεύθερους με στόχο να ενταθεί η επίθεση του κεφαλαίου σε βάρος των εργαζομένων της νεολαίας και των αυτόχθονων λαών. Αυτή η κίνηση οφείλεται σε οικονομικούς λόγους και κύρια στην αποτυχία της παγκοσμιοποίησης και τον εντεινόμενο προστατευτισμό των ιμπεριαλιστικών χωρών. Πρόκειται για δεδομένα που υπονόμευσαν μια περίοδο ανάπτυξης για την περιοχή, την ίδια στιγμή που η πανδημία και το χρέος ενέτειναν ακόμα περισσότερο την κρίση και την αδυναμία διαχείρισης της οικονομίας. Οι επιθέσεις του ιμπεριαλισμού στην Κούβα, τη Βενεζουέλα και τη Βολιβία, μαζί με την επικράτηση του Μπολσονάρου στη Βραζιλία και του Μάκρι στην Αργεντινή σηματοδότησαν αυτήν την πορεία.
Όμως υπάρχει και ένας άλλος λόγος που έκανε αναγκαία την εμφάνιση αυτής της ακροδεξιάς τάσης. Είναι η άνοδος σε όλες τις χώρες κινημάτων για τα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες. Στη Λατινική Αμερική, η ταξικότητα, ο αυταρχισμός, ο συντηρητικός καθολικισμός, το μίσος για τους φτωχούς, η περιφρόνηση για τους μαύρους και τους ινδιάνους, αποτελούν βασική πολιτική των αρχουσών τάξεων και είναι πολύ δύσκολο να κάνουν έστω και την παραμικρή παραχώρηση. Έτσι, στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις στην Χιλή ο ακροδεξιός Καστ κατάφερε να συσπειρώσει γύρω του όλη τη Δεξιά με μια ρητορική μίσους, αντικομμουνισμού και φοβικού ρατσισμού και να απειλήσει να πάρει την προεδρία παρά τα τεράστια κινήματα που έχουν αναπτυχθεί στη χώρα μετά την εξέγερση του Οκτώβρη του 2019 και τη διαδικασία της Συντακτικής Συνέλευσης για νέο Σύνταγμα. Με την ίδια ρητορική εκλέχτηκε ο τραπεζίτης-επιχειρηματίας Λάσο στο Εκουαδόρ, ενώ στην Αργεντινή το κόμμα των Περονιστών έχασε την πλειοψηφία στη Γερουσία μετά από 40 χρόνια και το ακροδεξιό κόμμα πήρε ένα εκατομμύριο ψήφους (όσο και το αντικαπιταλιστικό FIT-U) και κοντά στο 17% στο Μπουένος Άιρες.
Πρόκειται για μια αντίδραση που προκαλεί έντονη πόλωση αλλά αγγίζει πλέον και τα όριά της. Ο Μπολσονάρου αμφισβητείται τώρα ακόμα και από κομμάτια της Δεξιάς, κύρια λόγω της αποτυχίας στη διαχείριση της πανδημίας, ενώ ο Λάσο από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησής του βρίσκεται αντιμέτωπος με κατηγορίες για οικονομικά σκάνδαλα, αντιμετωπίζοντας ένα κοινοβούλιο που κυριαρχούν η κεντροαριστερά και οι αυτόχθονες με εξαιρετικές κινηματικές εμπειρίες.
Την ίδια στιγμή, ο λεγόμενος «προοδευτισμός» που περιλαμβάνει τη λατινοαμερικάνικη Κεντροαριστερά, μαζί με τις ειδικές μορφές του Τσαβισμού στη Βενεζουέλα και του Μοράλες στη Βολιβία, πέτυχαν για ένα διάστημα να διαχειριστούν την οικονομία, αυξάνοντας το ΑΕΠ, μειώνοντας τη φτώχεια κυρίως με πολιτικές επιδοματικών κοινωνικών παροχών, αυξάνοντας όμως τις κοινωνικές ανισότητες και την άνιση διανομή του πλούτου! Δεν ήρθε ποτέ σε άμεση σύγκρουση με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και έπαιξε πάντα τον ρόλο του αναχώματος στις εργατικές διεκδικήσεις. Ακόμα και στη Βενεζουέλα, στη νέα περίοδο του Μαδούρο δημιουργήθηκαν ισορροπίες που άφησαν εκτός όλους όσους δεν συμμερίζονται τη στροφή προς την ταξική συμφιλίωση και οικοδομήθηκε ένα αφήγημα εθνικής ενότητας, το οποίο συνοδεύτηκε από μια αυξανόμενη αυταρχική διολίσθηση της κυβέρνησης και από μια αυξανόμενη εξάρτηση από τον ρωσικό ιμπεριαλισμό και την Κίνα.
Τις ήττες του «προοδευτισμού» σε Βραζιλία, Βολιβία, Αργεντινή διαδέχθηκε η αδυναμία των νεοφιλελεύθερων λύσεων να πετύχουν σταθεροποίηση της οικονομίας, την ίδια στιγμή που η φτώχεια, η ανεργία και η πανδημία κάλπαζαν. Έτσι, φαίνεται ότι υπάρχει μια επανάκαμψή του σε διάφορες χώρες. Η Βραζιλία ετοιμάζεται να υποδεχτεί ξανά τον Λούλα, το Περού εξέλεξε τον «χωριάτη» Καστίγιο (συνεργαζόμενος με το μαοϊκό ΚΚ), αφού όμως υποσχέθηκε ότι θα σεβαστεί την ατομική ιδιοκτησία, δεν θα δεσμεύσει τις καταθέσεις, δεν θα απαγορεύσει τις εισαγωγές, δεν θα εθνικοποιήσει τη Κεντρική Τράπεζα και πολλά άλλα. Στη Χιλή ο σοσιαλιστής Μπόριτς, σε συνεργασία με το ΚΚ, έγινε πρόεδρος αλλά αφού έκανε παρόμοιες παραχωρήσεις προς τη μεριά των αρχουσών τάξεων και των ιμπεριαλιστών με αυτές του Καστίγιο. Στη Βολιβία, επίσης, το κόμμα του Μοράλες νίκησε τους δεξιούς πραξικοπηματίες στις εκλογές και επανήλθε στην εξουσία, σε μια πιο φιλελεύθερη όμως μορφή. Τέλος, στην Ονδούρα εκλέχτηκε επίσης μια κεντροαριστερή πρόεδρος, ενώ η Νικαράγουα, υπό τη δικτατορική πλέον κυβέρνηση του παλιού ηγέτη των Σαντινίστας, Ντανιέλ Ορτέγκα, απομακρύνεται όλο περισσότερο από τις ΗΠΑ πηγαίνοντας προς την Κίνα.
Το πιο σημαντικό, πάντως, είναι ότι στη Χιλή οι κινηματικές διαδικασίες δεν έχουν ενσωματωθεί πλήρως στα εκλογικά σχέδια του προοδευτισμού. Τα κινήματα που αναπτύχθηκαν περιλαμβάνουν μια τεράστια γκάμα αιτημάτων και διεκδικούν δικαιώματα που είναι αδύνατον να ενταχθούν σε ένα κεντροαριστερό πρόγραμμα και η ικανοποίησή τους απαιτεί μια αντικαπιταλιστική ρήξη. Αλλά και οι δομές του κινήματος υπερβαίνουν τα συνδικάτα και τις μορφές οργάνωσης που ελέγχει το ΚΚ και το Ευρύ Μέτωπο του Μπόριτς. Αφορούν συνελεύσεις γειτονιάς και τοπικές αυτοοργανωμένες δράσεις, στις οποίες συμμετέχουν από αναρχικοί και αυτόνομοι μέχρι οργανωμένα μέλη του ΚΚ και των φοιτητικών συλλόγων και ανένταχτοι αγωνιστές που αμφισβητούν τα παραδοσιακά κόμματα, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να καθοδηγηθεί το κίνημα στις επερχόμενες μάχες.
Τα πολύμορφα κινήματα είναι η ελπίδα όμως δεν έχουν καταφέρει να συγκροτήσουν ενιαίο πρόγραμμα και οργανωτική δομή
Το ίδιο συμβαίνει και στην Κολομβία, όπου η γενική απεργία τον Απρίλιο του 2021 δημιούργησε δομές νεολαίων που μάχονταν στα οδοφράγματα και στα σημεία αντίστασης που είχαν στήσει ενάντια στον στρατό, τα ελικόπτερα και τα τανκς του Ντούκε (ακροδεξιός) αντιμετωπίζοντας τη βία του καθεστώτος αλλά και την προσπάθεια υπονόμευσης από τον Γκουστάβο Πέτρο, ηγέτη της Κεντροαριστεράς, που εκμεταλλεύεται αυτή την κατάσταση για να καλέσει σε κοινωνική ειρήνη. Στους δρόμους, ωστόσο, οι νέοι που οργανώνονται για μια άνιση αντιπαράθεση δήλωσαν ότι προτιμούν να πεθάνουν από πυρά κατά τη διάρκεια των μαχών παρά να τους πάρει ο Covid και η πείνα. «Κατά τη διάρκεια της οργάνωσης των λαϊκών συνελεύσεων αποκτήσαμε μια γνώση που δεν πρόκειται ποτέ να χάσουμε. Αυτή τη στιγμή, ούτε διαπραγματευόμαστε ούτε αναγνωρίζουμε κανέναν φορέα ως διαπραγματευόμενο για λογαριασμό μας», δήλωσε χαρακτηριστικά ένας αγωνιστής στα σημεία αντίστασης.
Η ακροδεξιά επίθεση δεν μπορεί να δώσει λύσεις, ενώ ο προοδευτισμός ούτε θέλει ούτε μπορεί. Τα ελπιδοφόρα μηνύματα βρίσκονται στα κινήματα, που όμως δεν έχουν καταφέρει να συγκροτήσουν ένα ενιαίο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και μια οργανωτική μορφή που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τους μηχανισμούς καταστολής και ταυτόχρονα να επιβάλει μια άλλη διαχείριση οικονομίας και κοινωνίας.
Η «άλλη» Αριστερά που πάει κόντρα στη διαχείριση
Η Λατινική Αμερική παρουσιάζεται συνήθως ως σύνολο, ωστόσο οι ιδιομορφίες κάθε χώρας είναι σημαντικές και αποτυπώνονται και στην ποικιλόμορφη αριστερά. Τα ιστορικά Κομμουνιστικά Κόμματα, με την εξαίρεση του ΚΚ Χιλής που διατήρησε την ισχυρή επιρροή του, έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από τον πολιτικό χάρτη. Πλήρωσαν την προσκόλλησή τους στην ΕΣΣΔ και τις καιροσκοπικές επιλογές της («ανοχή» στη δικτατορία Βιντέλα στην Αργεντινή, μη στήριξη αντάρτικων κ.λπ), καθώς και την ατολμία εμπλοκής στους ένοπλους αγώνες.
Αναπτύχθηκαν έτσι άλλα ιστορικά ρεύματα, όπως ο τροτσκισμός και ο μαοϊσμός, ενώ ειδικό ρόλο είχε ο γκεβαρισμός και η έκρηξη των ένοπλων κινημάτων, τόσο των αγροτικών όσο και των αντάρτικων πόλης. Τις τελευταίες δεκαετίες, πολλές πρώην ένοπλες οργανώσεις μετασχηματίστηκαν σε πολιτικά κόμματα, συχνά σε αλληλοδιαπλοκή με μαοϊκά ή τροτσκιστικά ρεύματα. Παράλληλα, ιδεολογικά ρεύματα της Νέας Αριστεράς δεν έμειναν στο στάδιο ενός «ακαδημαϊκού θερμοκηπίου» αλλά κλήθηκαν να αναλάβουν ενεργό ρόλο στο πολιτικό πεδίο, αναδεικνύοντας και τα δικά τους όρια.
Σήμερα, η επιρροή αυτής της ιδιαίτερης παράδοσης είναι εμφανής και η παρουσία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είναι σημαντική. Στην Αργεντινή, το Μέτωπο της Αριστεράς και των Εργαζομένων, με υπόβαθρο την ιστορική παρουσία του τροτσκιστικού ρεύματος, κατάφερε να ενοποιήσει τον αντικαπιταλιστικό χώρο, πετυχαίνοντας και σημαντικά εκλογικά αποτελέσματα σε συνθήκες πόλωσης. Αυτή τη στιγμή είναι η μοναδική πολιτική δύναμη που αμφισβητεί τις συμφωνίες με το ΔΝΤ και την αποπληρωμή του χρέους της χώρας. Έχει, παράλληλα, απευθύνει ένα πρόγραμμα διεκδικήσεων που επικεντρώνεται στην ταξική διαπάλη, καθώς η προοδευτική διακυβέρνηση με τη μορφή του «κιρχνερισμού» ήταν μια περίοδος καπιταλιστικής ανάπτυξης με οικοδομική-κατασκευαστική «έκρηξη» και μεγάλα κέρδη για το εγχώριο κεφάλαιο.
Στη Χιλή, η επαναστατική Αριστερά συνδυάζει την παράδοση του αντάρτικου πόλης (MIR), τη μαοϊκή (Προλεταριακή Δράση) και την τροτσκιστική (PTR/Επαναστατικό Εργατικό Κόμμα) με την υποψηφιότητα του Πατριωτικού Μετώπου να τριπλασιάζει την απήχησή της με 1,46% στις πρόσφατες εκλογές. Η χιλιανή αντικαπιταλιστική Αριστερά κατάφερε να επικοινωνήσει με τις εξεγερτικές αναζητήσεις νεολαίας και εργαζομένων που ασφυκτιούν στα όρια των συμβιβασμών του Μπόριτς και τη διατήρηση της «κανονικότητας». Το αποτύπωμα των Τουπαμάρος είναι ισχυρό και στην Ουρουγουάη, με την παρουσία του μετώπου της Λαϊκής Ενότητας, ενώ στη Βενεζουέλα το Κομμουνιστικό Κόμμα μαζί με άλλες οργανώσεις προσπαθεί να εκφράσει τα φτωχότερα τμήματα του λαού που περιθωριοποιούνται ξανά από τα αδιέξοδα της μπολιβαριανής διαδικασίας τα τελευταία χρόνια.
Σε όλες τις λατινοαμερικάνικες χώρες, λοιπόν, υπάρχει και η Αριστερά πέρα από τα όρια της προοδευτικής διαχείρισης, της αναδίπλωσης και ενσωμάτωσης. Ακόμα και αν απουσιάζει σήμερα μια ισχυρή κομμουνιστική στρατηγική, υπάρχουν τα εύφλεκτα υλικά για να κλονιστεί η αστική κυριαρχία με προοπτική επαναστατικής ρήξης.