Γιώργος Κρεασίδης
▸ Η «ισχυρή Ελλάδα» του κεφαλαίου κατέρρευσε στην κρίση του 2008
Οταν πριν 20 χρόνια ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης έκανε την πρώτη ανάληψη ευρώ από ΑΤΜ, λίγοι φαντάζονταν τις καταστροφικές συνέπειες. Παρά το γεγονός μάλιστα ότι μαζί με το ευρώ ήρθε ένα κύμα αυξήσεων στα βασικά είδη κατανάλωσης. Το παράδειγμα με το μπουκαλάκι νερό που από 50 δραχμές, δηλαδή 15 λεπτά, ανέβηκε στα 50 λεπτά, είναι ίσως το πιο γνωστό, αλλά όχι το μόνο. Σε ρεπορτάζ των Νέων, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ακρίβεια και παράπονα έφερε το ευρώ» (13.7.2002), αναφέρεται ότι το λάδι είχε αυξηθεί 5-8%, τα γαλακτοκομικά 3-9%, τα ζυμαρικά 6-7%, τα απορρυπαντικά 3-6%, τα αναψυκτικά 5-7% και τα ποτά 4-10%. Παράλληλα το 82% των επιχειρήσεων προχώρησαν σε ανατιμήσεις ακολουθώντας τις αυξήσεις τιμών από τους προμηθευτές τους.
Μια ολόκληρη προπαγανδιστική μηχανή είχε στηθεί για πειστούν τα λαϊκά στρώματα ότι η ένταξη στην ευρωζώνη θα είναι απαρχή για καλύτερες μέρες. Το ισχυρό νόμισμα με την εγγύηση της συμμετοχής των δυνατών οικονομιών της Ευρώπης θα ήταν μοχλός ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας. Οι δρακόντειοι όροι για την ένταξη και την παραμονή στο ευρώ θα διασφάλιζαν το νοικοκύρεμα των δημόσιων οικονομικών και του χρέους. Το πέρασμα της ευθύνης για τη νομισματική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τους τεχνοκράτες της, θα απάλλασσε το νόμισμα από τους πολιτικούς τυχοδιωκτισμούς και τις υποτιμήσεις. Τα ευρωπαϊκά κονδύλια από τα «πακέτα» και τις επιδοτήσεις θα γέμιζαν την αγορά ρευστό και θα ανέβαζαν τους μισθούς. Έμοιαζε ρεαλιστικός ο θεμέλιος μύθος της κοινωνικής σύγκλισης, που έσπευσαν να υιοθετήσουν ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ σπέρνοντας αυταπάτες ότι το ευρώ θα φέρει μαζί και… μεροκάματα Γερμανίας. Το αποκορύφωμα για τον μύθο της «ισχυρής Ελλάδας» του ευρώ ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004, τόσο σαν μια φιέστα διεθνών διαστάσεων όσο και σαν διαδικασία τροφοδότησης της οικονομικής ζωής με τα μεγάλα έργα και τις υπηρεσίες και βέβαια αχαλίνωτης λεηλασίας του εργατικού μόχθου και των δημόσιων οικονομικών από το κεφάλαιο.
Από τις πρώτες μέρες ήρθαν ανατιμήσεις, αλλά τα πιο δύσκολα αφορούσαν τις σκληρές υποχρεώσεις
Οι ανατιμήσεις και η μεγέθυνση της ελαστικής εργασίας σε πρωτόγνωρα για την ελληνική κοινωνία επίπεδα αντισταθμίζονταν με τον εύκολο τραπεζικό δανεισμό και την απασχόληση, που έμμεσα ή άμεσα επιδοτούνταν από την ΕΕ.
Ο μεγάλος κερδισμένος ήταν όμως ο κόσμος του κεφαλαίου. Το νέο νόμισμα δεν ήταν απλά μια επιλογή που αφορούσε τη δημοσιονομική πολιτική. Η συμμετοχή στην Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση (ΟΝΕ), που ξεκινά με την ολέθρια Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, ως προϋπόθεση για το ευρώ, προέβλεπε μια κολοσσιαία κοινωνική αντιμεταρρύθμιση. Αυτήν περιέγραφε το «πρόγραμμα σύγκλισης» που υιοθέτησε στον δρόμο για την ΟΝΕ η κυβέρνηση του Μητσοτάκη πατέρα το 1992 και αποτέλεσε οδηγό και για τις κυβερνήσεις Α. Παπανδρέου και Κ. Σημίτη του ΠΑΣΟΚ που ακολούθησαν. Το ΝΑΡ στην επεξεργασία του «Πρόγραμμα σύγκλισης: αυταπάτες και θύματα» διαπίστωνε τον Δεκέμβρη του 1992 πως αυτό «συνθέτει μια εκστρατεία παρατεταμένης λεηλασίας και συντριβής των λαϊκών δικαιωμάτων και ελευθεριών «χωρίς ανάσα» και «χωρίς αναισθητικό» (εξουθενωτική λιτότητα, φορολογική καταλήστευση, εξευτελισμός των κοινωνικών παροχών, έκρηξη ανεργίας, αμόκ ιδιωτικοποιήσεων) και ενίσχυσης της οικονομικής και πολιτικής ηγεμονίας του πολυεθνικού κεφαλαίου (ελληνικού και δυτικοευρωπαϊκού) απέναντι στην εργατική τάξη αλλά και τα μεσαία στρώματα και τις πιο «αδύναμες» μερίδες της αστικής τάξης».
Όταν τα φώτα των Ολυμπιακών έσβησαν, η ανάπτυξη του ευρώ είχε αφήσει πίσω της μια κακοπληρωμένη και ανασφαλή εργατική τάξη, τη φτωχομεσαία αγροτιά σε πορεία εξαφάνισης, τους μικρομεσαίους να αντικρύζουν το φάσμα του λουκέτου, μια κοινωνία δεμένη από τα χρέη σε δάνεια και πιστωτικές. Η κρίση το 2008 και τα τρία μνημόνια που ακολούθησαν μεγάλωσαν στον υπερθετικό τις διαστάσεις των συνεπειών της συμμετοχής στο ευρώ. Παράλληλα το 2011 το «Σύμφωνο για το Ευρώ Plus» επικαιροποίησε τους στόχους των αναδιαρθρώσεων, όπως το πέρασμα στο Σύνταγμα των δημοσιονομικών κανόνων, η δέσμευση στην ελαστική εργασία, οι χαμηλοί μισθοί, η κατάργηση των συμβάσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις κ.ο.κ.
Οι εξελίξεις έβαλαν σε αξεπέραστη κρίση τη «νέα μεγάλη ιδέα», όπως χαρακτηρίστηκε η συμμετοχή σε ΕΕ και ευρώ. Το «Μένουμε Ευρώπη» ήταν ένα από τα ιδεολογήματα που γνώρισε ανεπανόρθωτη ήττα στο δημοψήφισμα του 2015, καθώς η αποδοχή των μνημονίων ζητήθηκε για να εξασφαλιστεί η παραμονή στο ευρώ. Έχει αντικατασταθεί πια από το νεοσυντηρητικό «πατρίς-θρησκεία-επιχειρηματικότητα» που εκπροσωπεί βασικά η ΝΔ, εξ ου και οι χαμηλοί τόνοι στην φετινή 20η επέτειο του ευρώ.
Έξω από ευρώ-ΕΕ, ρήξη με αστική κυριαρχία
Η αντίθεση στην αντιλαϊκή πολιτική της τελευταίας δεκαετίας συνδέθηκε με μια αναζωπύρωση της αντιΕΕ στάσης σε επίπεδα της δεκαετίας του 1970. Το σύνθημα της αποδέσμευσης από Ευρωπαϊκή Ένωση και ευρώ έδινε στρατηγικό βάθος σε συνδυασμό με την πάλη για κατάργηση των μνημονίων και διαγραφή του χρέους, το πλαίσιο δηλαδή της αστικής «διεξόδου» από την κρίση. Ουσιαστικά έμπαινε ο στόχος για μια συνολικότερη ρήξη με την αστική κυριαρχία. Η συμμετοχή στην ΕΕ είναι για την άρχουσα τάξη ζωτικής σημασίας, αν και ανισότιμη, συμμαχία με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο.
Δυνάμεις της Αριστεράς (ΛΑΕ, συριζογενή σχήματα και προσωπικότητες) προσπάθησαν να περιγράψουν ένα ενδιάμεσο στάδιο της εξόδου μόνο από το ευρώ. Βλέποντας περιοριστικά το ευρώ μόνο σαν εμπόδιο για μια δημοσιονομική πολιτική σε εθνικό επίπεδο, πρόβαλλαν τη λογική ενός «σχεδίου Β» για την αποχώρηση από αυτό, σαν προϋπόθεση για μια φιλολαϊκή πολιτική. Άμεσα και χωρίς τον δύσκολο στόχο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής, με μια συνεπή κυβέρνηση με δημοκρατικά, πατριωτικά, προοδευτικά χαρακτηριστικά. Υποτιμούσε αυτή η αντίληψη το σύνολο των σχέσεων και των αναδιαρθρώσεων που σηματοδοτούσε η ευρωζώνη. Καθόλου τυχαία, στην κρίση του 2013 η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ στην Κύπρο κράτησε στο συρτάρι το αντίστοιχο «σχέδιο Β» και προχώρησε σε μνημόνιο.
Ανάλογα και η αντίληψη του ΚΚΕ στο όνομα της ιδεολογικής καθαρότητας μεταφέρει την αποδέσμευση σε συνθήκες προχωρημένης κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, τη στιγμή που η παραμονή στην ΕΕ διασφαλίζει ακριβώς το αντίθετο. Κατέληγε έτσι στις κρίσιμες στιγμές να αποξενώνεται από τις αντιΕΕ διαθέσεις, να τις βαφτίζει αστικό ευρωσκεπτικισμό και την έξοδο από το ευρώ «καταστροφή», αν γίνει πριν τον σοσιαλισμό.