Γεράσιμος Λιβιτσάνος
▸ Πλήρες αδιέξοδο μετά τον ευτελισμό του «επιτελικού κράτους» στο χιόνι
«Με το μπαρδόν» και το θέμα θεωρείται λήξαν. Με αυτό το πνεύμα η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετώπισε τη χαοτικού μεγέθους ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού, ώστε να αντιμετωπίσει στοιχειωδώς τις επιπτώσεις της τελευταίας κακοκαιρίας. Αυτές που περισσότερο από κάθε άλλον «πλήρωσαν» με τεράστια ταλαιπωρία οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα.
Η τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο υπουργικό Συμβούλιο της περασμένης Τετάρτης, κατέδειξε την πρόθεση της κυβέρνησης να «τελειώνει» με αυτό το …δυσάρεστο ζήτημα. Μια και καθόλου δεν βοηθά τον επικοινωνιακό της σχεδιασμό, ιδίως σε μια άτυπη προεκλογική περίοδο.
Γιατί ο Μητσοτάκης διάλεξε την συγνώμη της υποκρισίας
Έτσι ο Κ.Μητσοτάκης εμφανίστηκε να ζητά «μία προσωπική και ειλικρινή συγγνώμη», ενώ τις αμέσως επόμενες ώρες στο διαδίκτυο και στα φιλοκυβερνητικά sites εμφανίστηκε μία πλούσια αρθρογραφία σχετικά με τη …μεγάλη αξία των πρωθυπουργών που ξέρουν να ζητούν συγνώμη. Παράλληλα, «προσπέρασε» τις κραυγαλέες κυβερνητικές ευθύνες παραπέμποντας στον …μεσογειακό χαρακτήρα της χώρας αφού «οι υποδομές μιας μεσογειακής χώρας δεν είναι πάντα προσαρμοσμένες σε συνθήκες έντονων χιονοπτώσεων» και στα προβλήματα του κρατικού μηχανισμού, επισημαίνοντας πως δεν βρίσκεται «στο σημείο ετοιμότητας που απαιτούν φαινόμενα τόσο μεγάλης ένταση». Ισχυρισμός που στηρίχθηκε επίσης από φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ που δήλωναν ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα που χρονίζουν από την «περίοδο του Καποδίστρια». Επίσης, επέμεινε στις ευθύνες της εταιρίας της Αττικής Οδού, δίχως όμως να αμφισβητεί σε καμία περίπτωση την ανάθεση τέτοιων υπηρεσιών σε ιδιώτες.
Στη πραγματικότητα, αυτό που συνέβη είναι πως το Μέγαρο Μαξίμου βρέθηκε σε πλήρες αδιέξοδο. Αντιμετώπισε μια κραυγαλέα περίπτωση κατάρρευσης του αφηγήματος της περί «επιτελικού κράτους» και «αρίστων» διαχειριστών της εξουσίας. Δίχως ο πρωθυπουργός –που έχει πρεσβεύσει τα παραπάνω– να μπορεί να βρει μία πολιτική διέξοδο. Δηλαδή κάποιο πολιτικό πρόσωπο να «θυσιάσει». Έτσι ώστε ακολουθήσει το τρίπτυχο «Ακραία φαινόμενα-ατομική ευθύνη-αλλαγή υπουργού», το οποίο εφάρμοσε στις πυρκαγιές του Αυγούστου, διώχνοντας τον Μ.Χρυσοχοίδη αλλά και στην πανδημία με την αλλαγή του Βασίλη Κικίλια και του Νίκου Χαρδαλιά.
Πιο συγκεκριμένα, ο Κ.Μητσοτάκης δεν μπορούσε να αποπέμψει τον Χρήστο Στυλιανίδη αφού είναι προσωπική του επιλογή και «υπουργική μεταγραφή» από την Κύπρο που ήρθε με «τυμπανοκρουσίες». Έτσι δήλωσε ότι συνεχίζει να τον στηρίζει. Δεν ήταν δυνατόν να θέσει εκτός κυβέρνησης τον Κωνσταντίνο Αχ. Καραμανλή για προφανείς λόγους εσωκομματικών ισορροπιών. Επίσης έκρινε πως δεν μπορεί να «πειράξει» την ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, γιατί αυτό θα σήμαινε αλλαγή δύο υπουργών μέσα σε ένα 6μηνο.
Με αυτή τη λογική, ο σχεδιασμός που προκρίθηκε ήταν το … «γράψε λάθος, πάμε παρακάτω». Σε συνδυασμό με την τόνωση του πρωθυπουργικού προφίλ μέσω των διαρροών ότι με παρέμβαση Μητσοτάκη θα δοθούν οι αποζημιώσεις των 2.000 ευρώ. Μια λογική «αφ υψηλού» αντιμετώπισης αφού συνίσταται στο «δώσε τους κάτι, να πάψουν να γκρινιάζουν».
Συνολικά η τακτική που ακολούθησε η κυβέρνηση βασίστηκε αποκλειστικά και μόνον στην επικοινωνιακή διαχείριση του προβλήματος. Αφενός γιατί δεν βρίσκεται στις προθέσεις της η αναζήτηση λύσεων που να σχετίζονται με τη δημιουργία ενός κρατικού μηχανισμού που θα υπηρετήσει τις λαϊκές ανάγκες. Αφ’ ετέρου γιατί η κριτική που ασκήθηκε τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και από το Κίνημα Αλλαγής δεν ήταν από αυτή την οπτική αλλά εστιάστηκε αποκλειστικά στην καταγγελία των διαχειριστικών ανεπαρκειών της κυβέρνησης.