Βασίλης Τσιράκης
Η πιο δημοφιλής ταινία στην ιστορία του Netflix με 152 εκατομμύρια ώρες θέασης από τη δεύτερη εβδομάδα προβολής της, δέχεται έντονη κριτική από τα συστημικά ΜΜΕ.
«Ηθελα το κοινό να προβληματιστεί με τη μεγαλύτερη απειλή της ανθρωπότητας, καθώς θα γελούσε», δήλωσε ο σκηνοθέτης του Μην Κοιτάτε Πάνω
(Don’t Look Up) Άνταμ Μακ Κέι, αιτιολογώντας την –με αρκετό ρίσκο είναι αλήθεια– επιλογή του να διακωμωδήσει και όχι να τραγικοποιή-
σει τη σημερινή πραγματικότητα, επιλογή που δικαιώθηκε από το τελικό αποτέλεσμα. Με αυτόν τον τρόπο, ο Άνταμ Μακ Κέι απέφυγε το κίνδυνο του μελοδράματος, με δεδομένο πως ένα τραγικό θέμα, όπως η καταστροφή του πλανήτη, από τη φύση του έχει την τάση να εξωθεί προς τη συναισθηματική ταύτιση των θεατών με τους ήρωες και την παράλυσή τους κάτω από την κυριαρχία του φόβου του θανάτου, φέρνοντας έτσι σε δεύτερη μοίρα το βασικό μήνυμα της ταινίας.
Έτσι, από την αρχή ακόμα, το σενάριο θέλει τους δύο επιστήμονες (την υποψήφια διδάκτορα Κέιτ και τον καθηγητή της, Δρ. Μίντι) που ανακάλυψαν την επερχόμενη πτώση του κομήτη στη Γη, μετά την απόρριψή τους από την πρόεδρο της Αμερικής, να απευθύνονται σε μια τηλεοπτική εκπομπή lifestyle, στο τέλος της οποίας γελοιοποιούνται και γίνονται τροφή για την ανθρωποφαγία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Πολύ σύντομα, όμως, το γεγονός θα γίνει αποδεκτό από τους επιστήμονες (υπάρχει αντικειμενική αλήθεια και είναι πάντα μία, όσο κι αν αυτή εξελίσσεται στον χρόνο), αλλά αμέσως μετά θα ξεσπάσει μια έντονη διαμάχη για τον τρόπο αντιμετώπισης της απειλής, θέτοντας το ζήτημα του προσανατολισμού της επιστήμης αλλά και του τρόπου αξιοποίησης των επιτευγμάτων της. Έτσι, απέναντι στην πρόταση για εκτροπή με πυραύλους της πορείας του κομήτη, το μεγάλο κεφάλαιο, συνεπικουρούμενο από νομπελίστες επιστήμονες, προτείνει τον βομβαρδισμό και διαμελισμό του, ώστε να αξιοποιηθούν τα αποτελούμενα από πολύτιμα υλικά, κομμάτια του που θα πέσουν στη Γη.
Μια εξαιρετικά επίκαιρη πολιτική σάτιρα για τη διαπλοκή επιστημόνων-πολιτικής και εξουσίας-κεφαλαίου- ΜΜΕ
Εδώ η ταινία παίρνει ξεκάθαρη θέση καταγγέλλοντας τις σχέσεις επιστημόνων-πολιτικής και εξουσίας-κεφαλαίου-ΜΜΕ, κόντρα στην ιδεαλιστική αντίληψη για μια επιστήμη ουδέτερη έξω και πάνω από τις κοινωνικές αντιθέσεις, αποφεύγοντας ωστόσο την απλούστευση, από τη μια η καθαρή επιστήμη και από την άλλη η βρόμικη πολιτική και η διαπλοκή της με το μεγάλο κεφάλαιο. Έτσι, η πρόεδρος των ΗΠΑ παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να θυμίζει τον Τραμπ, ο μεγιστάνας των νέων τεχνολογιών μοιάζει να είναι ένα υβρίδιο Ίλον Μασκ, Τζορτζ Σόρος και Στιβ Τζομπς, η φιγούρα του απόστρατου αξιωματικού θυμίζει τις φιγούρες των καταληψιών του Λευκού Οίκου, οι αρνητές του κομήτη τους αρνητές της πανδημίας, τα επεισόδια των διαδηλωτών τις κατά καιρούς συγκρούσεις ακτιβιστών με την αστυνομία και, τέλος, η παρέα των νεαρών που προσεγγίζουν τη μεταπτυχιακή φοιτήτρια, αποτελεί ένα μίγμα ατομισμού, παραβατικότητας, περιθωρίου, θρησκοληψίας αλλά και κοινωνικής και οικολογικής ευαισθησίας, σημείο κι αυτό των μεταμοντέρνων καιρών μας.
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημάνουμε τρία γεγονότα:
– Το ότι ο απόστρατος προσφέρεται εθελοντικά να θυσιάσει τη ζωή του για το καλό της ανθρωπότητας, αποδεικνύοντας τη βαθιά πίστη και τον φανατισμό των κάθε λογής ανορθολογιστών στις απόψεις τους.
– Το ότι οι εργάτες γονείς της Κέιτ, όντας υπέρ της αξιοποίησης των υλικών του κομήτη (θυμίζοντας έντονα τη στάση των εργατών της «Ελληνικός Χρυσός» στη Χαλκιδική), της κλείνουν την πόρτα, όταν αυτή επιστρέφει σπίτι της.
– Το ότι οι δυο επιστήμονες επιλέγουν να περάσουν τις τελευταίες στιγμές τους με τους δικούς τους ανθρώπους σε ένα κοινό γεύμα στο τέλος του οποίου καταφεύγουν στην προσευχή, παρά την ομολογία τους πως δεν έχουν σχέση με τη θρησκεία, ίσως από την ανάγκη μιας συλλογικής τελετουργίας μπροστά στον θάνατο.
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε πως ο Μακ Κέι, αξιοποιώντας ένα πυκνό σενάριο γεμάτο έξυπνες ατάκες και χρησιμοποιώντας εύκολους στην πρόσληψή τους σκηνοθετικούς κώδικες, με γρήγορη εναλλαγή πλάνων στο μοντάζ, απευθύνεται στο πλατύ κοινό, περιγράφοντας με εύπεπτο τρόπο τη σημερινή πραγματικότητα. Υπηρετεί έτσι με τιμιότητα τον σκοπό του να προκρίνει το πολιτικό σχόλιο μέσα από τη σάτιρα και να καταγγείλει τα κακώς κείμενα, προσφέροντας τροφή για σκέψη ταυτόχρονα με την ψυχαγωγία. Ταυτόχρονα, όμως, δεν αναζητεί τα αίτια, δεν υπονοεί,
δεν εμβαθύνει και τελικά δεν τολμά να μιλήσει για έναν άλλο κόσμο, θεωρώντας τον ίσως ουτοπία, παρότι η ιστορία έχει δείξει πως η ανθρώπινη κατάσταση μπορεί να υποτάσσεται εύκολα σε κανονικές συνθήκες αλλά μπορεί και να επαναστατεί ως το τέλος, όταν τίθεται το δίλημμα ζωής και θανάτου