Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Το τελευταίο διάστημα η ακροδεξιά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη εμφανίζεται ως υπερασπιστής των… δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών. Πόσο απατηλό είναι αυτό, ποια είναι η μήτρα και η πορεία του φασισμού και τι εκφράζει η παρέμβαση της νεοφιλελεύθερης ακροδεξιάς.
Ο φασισμός και η ακροδεξιά σε όλες τις εκφάνσεις είναι η πιο αντιδραστική πολιτική έκφραση του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Είναι η τρομοκρατική δικτατορία του κεφαλαίου, όταν καταλαμβάνει και διαχειρίζεται την εξουσία, αλλά και γενικότερα, όταν είναι εκτός εξουσίας ή όταν διαχειρίζεται την κυβερνητική εξουσία, χωρίς ανοιχτή δικτατορία, όπως συμβαίνει στα σύγχρονα αστικά κράτη. Αποτελεί τον πιο πιστό, δυναμικό και ακραίο εκφραστή του κεφαλαίου στο σύνολό του και όχι μόνον της πιο αντιδραστικής μερίδας του, όπως πρέσβευε η Τρίτη Διεθνής.
Αυτός ο ταξικός χαρακτήρας της ακροδεξιάς ισχύει από το 1919, όταν η σύγχρονη ακροδεξιά, με τη μορφή του φασισμού, εμφανίστηκε στην Ιταλία, όπου και κατέλαβε την εξουσία το 1922, για να εξαπλωθεί στη Γερμανία, όπου το 1933 εγκαθιδρύθηκε το ναζιστικό καθεστώς, αλλά και σε μία σειρά χωρών στην Ευρώπη, με αρκετές ιδιομορφίες, (Αυστρία, Πολωνία, Ουγγαρία, Ισπανία, Πορτογαλία),συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, όπου το 1936 εγκαθιδρύθηκε το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά, με την υποστήριξη μάλιστα των δύο μεγάλων αστικών κομμάτων.
Μετά την ήττα του φασισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ευρώπη επιβίωσαν δύο δικτατορίες, του Φράνκο στην Ισπανία και του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, στις οποίες προστέθηκε και το καθεστώς της Χούντας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα της 21ης Απριλίου του 1967 και το βραχύβιο καθεστώς του Σαμψών στην Κύπρο το 1974 μετά την ανατροπή του Μακάριου.
Μεταπολεμικά επιβίωσαν ή εμφανίστηκαν φασιστικές οργανώσεις στην Ευρώπη, χωρίς ισχυρή όμως πολιτική παρέμβαση, με εξαίρεση την Ιταλία, όπου η φασιστική Δεξιά καθοδηγούμενη από την CIA και το ΝΑΤΟ πραγματοποίησε σειρά πολύνεκρων τρομοκρατικών επιθέσεων, τις οποίες προσπάθησε να αποδώσει στην Αριστερά, ώστε να καλλιεργηθεί το έδαφος για την επιβολή δικτατορικού καθεστώτος. Το 1986 ιδρύθηκε και το νεοναζιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής, που στις εκλογές του 2012 πραγματοποίησε αξιοσημείωτη άνοδο (6,97%). Ωστόσο, οι νεοφασιστικές και νεοναζιστικές ομάδες, που χρησιμοποιούν ανοιχτά τη βία ως μέσο πολιτικής δράσης έχουν αποδυναμωθεί και διατηρούνται από το σύστημα ως ύστατη εφεδρεία σε συνθήκες επικίνδυνης όξυνσης της ταξικής πάλης.
Μετά το πέρασμα στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση από τα τέλη της δεκαετίας του ΄70 η αποθέωση της αγοράς και ο αντίστοιχος σε αυτήν ευρύτερος αυταρχισμός του κράτους (ολοκληρωτικός κοινοβουλευτισμός), σε συνδυασμό με την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αλλά και την καθίζηση του επαναστατικού κινήματος, ευνόησαν την ανάδυση μιας ακροδεξιάς πολιτικής, που δομικά είναι αναγκαία για το καπιταλιστικό σύστημα και αποτελεί αμάλγαμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού και στοιχείων νεοφασιστικής ρητορικής και πρακτικής. Σ΄ αυτόν τον εσμό χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι είναι ο Tραμπ, η Λεπέν, ο Σαλβίνι, ο Φάρατζ, ο Κουρτς, ο Όρμπαν, ο Λουκασένκο, το γερμανικό AFD κά, αλλά και ισχυρές ακροδεξιές πτέρυγες που ενδημούν στα δεξιά και κεντροδεξιά κόμματα. Ειδοποιός διαφορά της σύγχρονης ακροδεξιάς απ’ τον ιστορικό φασισμό αποτελεί η παραίτηση της κυβερνώσας ακροδεξιάς απ’ την ανοιχτή δικτατορία και τα πραξικοπήματα, χωρίς να τα απορρίπτει ολοκληρωτικά, όπως αποδεικνύουν εγχειρήματα τύπου κατάληψης του Καπιτωλίου από οπαδούς του Tραμπ, τα υπεραυταρχικά μέτρα με πρόσχημα την κατάσταση «έκτακτης ανάγκης», αλλά και η πρόβλεψη στα αστικά συντάγματα επιβολής της δικτατορίας (κατάσταση πολιορκίας)…
Αναδύθηκε μια πολιτική τάση αμάλγαμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού και στοιχείων νεοφασιστικής ρητορικής και πρακτικής
Η νεοφιλελεύθερη κοινοβουλευτική ακροδεξιά έχει έναντι του ιστορικού φασισμού ένα μεγάλο μειονέκτημα και ένα πλεονέκτημα. Η σύγχρονη νεοφιλελεύθερη διαχείριση είναι ασύμβατη με την κεϋνσιανή διαχείριση και το έμβλημα της, το κράτος πρόνοιας. Απεναντίας, στη ναζιστική Γερμανία κυρίως και λιγότερο στη φασιστική Ιταλία οικοδομήθηκε κράτος με αρκετά στοιχεία κοινωνικής πρόνοιας σε αρμονική συνύπαρξη βέβαια με την ενίσχυση του μεγάλου ιδίως κεφαλαίου, με στόχο την ενσωμάτωση του λαού στη βάρβαρη και απάνθρωπη αυταρχική και φιλοπόλεμη πολιτική του ναζισμού και του φασισμού.
Η νεοφιλελεύθερη ακροδεξιά επιχειρεί να αναπληρώσει την εγγενή αδυναμία της να προστατεύσει στοιχειωδώς την κοινωνία, όπως δραματικά αποδεικνύεται στη σοβούσα πανδημία, με λαϊκίστικη παροχολογία και διανομή ψιχίων, αφενός, και με την υπερπροβολή της, αφετέρου, ως υπέρμαχου της ελευθερίας και των δικαιωμάτων. Αλλά η σύγχρονη νεοφιλελεύθερη ακροδεξιά, ως πολιτική οργάνωση και ειδικά ως κυβέρνηση υιοθετεί και επιβάλλει, λόγω των παλαιοφασιστικών καταβολών της και της εγγενούς ανελευθερίας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, μιαν άκρως αυταρχική πολιτική, την οποία με τα «μαγικά» της επιχειρεί να εμφανίζει ως προστατευτική της δημοκρατίας, βαφτίζοντας, κατά τη γνωστή ρήση, το κρέας ψάρι. Και όταν δεν εφαρμόζει σε όλο του το μεγαλείο τον αυταρχισμό, αυτό οφείλεται στη λαϊκή αντίσταση και πάλη. Αυτό συνέβη στην αχρήστευση αντιδραστικότατων νομοθετημάτων της κυβέρνησης της ΝΔ, όπως η απαγόρευση των διαδηλώσεων και η καθιέρωση της εγκατάστασης αστυνομικής δύναμης στα πανεπιστήμια.
Επί παραδείγματι, απ’ το μακρύ κατάλογο του νεοφιλελεύθερου και ακροδεξιού αυταρχισμού μπορεί να αναφέρει κανείς χαρακτηριστικές περιπτώσεις: Η σκληρή νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη «προστατεύει» τα δικαιώματα υγείας των Ελλήνων τοποθετώντας εκατοντάδες διασωληνωμένους εκτός των ΜΕΘ, στερώντας τους έτσι τη δυνατότητα σωτηρίας. Παράλληλα, «προστατεύει», όπως αναφέρθηκε, στα πανεπιστήμια τις δημοκρατικές ελευθερίες από καταληψίες και μικροπωλητές παραβιάζοντας με νόμο το πανεπιστημιακό άσυλο. «Προστατεύει» το δικαίωμα της ελεύθερης κίνησης πολιτών, παραβιάζοντας το συνταγματικό δικαίωμα των πολιτών για διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και διεκδίκησης. Ο εθνικισμός, από την άλλη, εξωραΐζεται με το δικαίωμα προστασίας της πολιτιστικής ταυτότητας ενός λαού, ενώ η ξενοφοβία και ο αντιμεταναστευτικός οίστρος με πρόσχημα την προστασία του πληθυσμού οδηγούν σε κλειστά κέντρα εγκλεισμού των προσφύγων και μεταναστών και στην απροθυμία ισότιμης ενσωμάτωσης τους στην ελληνική κοινωνία. Για να δικαιολογηθεί η ισλαμοφοβία, γίνεται αντιπαράθεση του Κορανίου με τις επιθετικές και μειωτικές για τις γυναίκες αναφορές του, με τον λόγο αγάπης της Καινής Διαθήκης, ενώ αποσιωπώνται οι αυταρχικές και απάνθρωπες αναφορές του άλλου θεόπνευστου βιβλίου (Παλαιά Διαθήκη), όπως η εξόντωση των πρωτότοκων υιών των Αιγυπτίων, αλλά και οι βαρβαρότητες της Ιερής Εξέτασης, ο βίαιος εκχριστιανισμός των κατακτημένων λαών, κ.ά.