Γιώργος Μουρμούρης
▸ Η ΝΔ αρνείται αυξήσεις στους μισθούς, μείωση φορολογίας για τον λαό, έλεγχο των τιμών και κάνει πάντα «τόσο λίγα, τόσο αργά»
Ηταν αρχές Ιουνίου του 2021, όταν τα μεγαλύτερα διεθνή ενημερωτικά δίκτυα είχαν πλήθος αναλύσεων για το επερχόμενο κύμα ακρίβειας που θα «σάρωνε» όχι μόνο καταναλωτικά αγαθά, αλλά και βασικά είδη διατροφής. Ήταν τότε που η παγκόσμια οικονομία, ο διεθνής καπιταλισμός –για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους– γνώριζε μια ξαφνική εκτόξευση της ζήτησης, απόρροια της κάμψης που παρουσίαζε εκείνη την περίοδο η πανδημία του κορονοϊού σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου. Η αισιοδοξία (ή αφέλεια;) που είχε καλλιεργηθεί διεθνώς, ότι ο εμβολιασμός του παγκόσμιου «Βορρά» θα έφερνε και το τέλος της πανδημίας, πυροδοτούσε μια «έκρηξη» στην κατανάλωση και το «αόρατο χέρι» της αγοράς έκανε ξανά το θαύμα του. Οι αυξήσεις στα ναύλα για τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων από την Ασία άγγιζαν το 600%, ενώ ήδη παρουσιάζονταν οι πρώτες «τσουχτερές» ανατιμήσεις σε κρέας, οπωροκηπευτικά και όσπρια, απόρροια μεταξύ άλλων των περιοριστικών μέτρων που μείωσαν τις μετακινήσεις εποχικών εργατών στον πρωτογενή τομέα, καθώς και κακής σοδειάς σε πολλές χώρες λόγω της κλιματικής κρίσης.
Ήδη, από τότε, η ελληνική κυβέρνηση παρατηρούσε μακαρίως και εκ του μακρόθεν τις άκρως ανησυχητικές εξελίξεις. Κορυφαία στελέχη της, σε ρόλο διεθνή αναλυτή, αναπαρήγαγαν διαπιστώσεις για τα αίτια της ακρίβειας, απρόθυμα να προχωρήσουν σε οποιοδήποτε προληπτικό μέτρο στήριξης του λαϊκού εισοδήματος. «Ως Ελλάδα δεν μπορούμε να εξαιρεθούμε των ανατιμήσεων που γίνονται στον πλανήτη. Δεν είναι θέμα κυβερνητικής απόφασης. Είναι πιθανό ενδεχόμενο να υπάρχουν πληθωριστικές πιέσεις σε όλη την ευρωζώνη», σχολίαζε στωικά τη Δευτέρα 7 Ιουνίου ο υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης.
31 εκ. θα κρυώνουν φέτος στην ΕΕ αλλά η κομισιόν κραδαίνει ήδη το δημοσιονομικό «μαστίγιο»
Το καλοκαίρι όμως πέρασε και μαζί του και το διεθνές κλίμα ευφορίας και «ανεμελιάς», στον απόηχο των lockdowns. Στις αρχές φθινοπώρου το κύμα ακρίβειας δεν «χτυπούσε την πόρτα» σε Ελλάδα και ΕΕ, αλλά την είχε ήδη ισοπεδώσει με πολιορκητικό κριό. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, τον Αύγουστο σε αρνί και κατσίκι είχαν ήδη καταγραφεί αυξήσεις 13%, στα οπωροκηπευτικά 8%, στα νωπά ψάρια 7%, στα φρούτα 5%, σε τυριά και λάδι 3%. Πάνω από όλα όμως, όσο οι μέρες άρχιζαν να μικραίνουν τόσο πιο φανερό γινόταν το τρομακτικό φάσμα της επερχόμενης ενεργειακής φτώχειας. Ήδη η αύξηση στην τιμή του φυσικού αερίου άγγιζε το 80%, του πετρελαίου το 40%, του ηλεκτρικού το 30%.
Θορυβημένη από την έκταση που λάμβανε το κύμα αυξήσεων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε ένα πακέτο με μέτρα-«ασπιρίνες» στη ΔΕΘ, το οποίο έκτοτε έχει γνωρίσει μικρές αναπροσαρμογές. «Πολύ λίγα, πολύ αργά» — αλλά κυρίως, βαθιά ταξικά. Βασικό χαρακτηριστικό των κυβερνητικών μέτρων ήταν –και παραμένει– ο προσωρινός τους χαρακτήρας και η «πυροσβεστική» τους λογική. Εμμένοντας στο δόγμα «οι ανατιμήσεις είναι προσωρινές», ανεξαρτήτως αν το πιστεύουν, το εύχονται ή απλώς υποκρίνονται, τα κυβερνητικά στελέχη ορίζουν και το πλαίσιο αντιμετώπισης: επιδοματική πολιτική αντί για ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς, πλαφόν στις τιμές τουλάχιστον βασικών αγαθών και μείωση των φόρων για εργαζόμενους και λαϊκά στρώματα.
Λογικό, καθώς τα επιδόματα αίρονται ανά πάσα στιγμή, ενώ χτίζουν και το προφίλ «γαλαντόμου άρχοντα» για τους επικεφαλής κυβερνήσεων που τα διανέμουν. Τακτική με την οποίαν, ειρήσθω εν παρόδω, «έπαιξε» επανειλημμένα ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις «αγαθοεργίες» του Αλέξη Τσίπρα να συνοδεύονται από σποτάκια που κατέληγαν με τη φράση «ήταν δίκαιο, έγινε πράξη». Στον αντίποδα, οι ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς (και όχι η κοροϊδία 0,5 ευρώ την ημέρα), η κατάργηση φόρων και ο έλεγχος των τιμών, «απειλούν» να δώσουν αυτοπεποίθηση στους εργαζόμενους και να ανοίξουν δρόμο για περαιτέρω διεκδικήσεις, ειδικά αν πρόκειται για κατακτήσεις.
Φτάνοντας πλέον στο τέλος του 2021, οι προοπτικές για τη νέα χρονιά είναι άκρως δυσοίωνες. Το «ράλι» των τιμών συνεχίζεται, με «πρωταθλητή» την ενέργεια, που συμπαρασύρει τα περισσότερα διατροφικά και καταναλωτικά αγαθά. Από τις σελίδες του Πριν έχουμε αναδείξει επανειλημμένα τις –άρρηκτα συνδεδεμένες με τον σύγχρονο καπιταλισμό– αιτίες της ενεργειακής κρίσης σε Ελλάδα και ΕΕ, κεντρική παράμετρο της οποίας αποτελεί η προσπάθεια να φορτωθεί το κόστος της «ενεργειακής μετάβασης» στους εργαζόμενους και τους λαούς της ηπείρου. Όπως το έθεσε προ εβδομάδων μία εκπρόσωπος περιβαλλοντικής ΜΚΟ (και όχι κάποιας οργάνωσης της μαχόμενης Αριστεράς), «είναι τραγωδία το γεγονός ότι σε μια από τις πλουσιότερες ηπείρους του κόσμου, ένα στα τέσσερα ευρωπαϊκά νοικοκυριά, και περισσότερα αυτό το χειμώνα, πρέπει να επιλέξουν μεταξύ του να ζεστάνουν τα σπίτια τους και να έχουν φαγητό στο τραπέζι». Οι… ανθρωπιστικές ευαισθησίες αυτές βέβαια δεν φαίνεται να «ιδρώνουν το αυτί» της Κομισιόν. Την ώρα που η Eurostat εκτιμά ότι ο αριθμός των κατοίκων της ΕΕ που δεν μπορούν να κρατήσουν τα σπίτια τους επαρκώς ζεστά αγγίζει τα 31 εκατομμύρια(!), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κραδαίνει ήδη το «μαστίγιο» της δημοσιονομικής πειθαρχίας, καθιστώντας σαφές προς τα κράτη-μέλη ότι τα όποια μέτρα «ανακούφισης» λαμβάνουν πρέπει να είναι άκρως στοχευμένα και ορισμένης χρονικής διάρκειας, να έχουν δηλαδή «ημερομηνία λήξης».
Στη «δύση» του 2021, η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης που ανέκυψε πριν δύο ολόκληρα χρόνια – πυροδοτώντας (και όχι προκαλώντας) μια νέα διεθνή καπιταλιστική κρίση – ως ευκαιρία για το κεφάλαιο, έχει πια φτάσει σε σημείο παροξυσμού. Σαν τη μυθική Λερναία Ύδρα, κάθε καπιταλιστική «λύση» που προσφέρεται γεννά πολλαπλάσιες κρίσεις, καθιστώντας σαφές ότι τα «βέλη» του εργατικού κινήματος χρειάζεται να στοχεύσουν απευθείας στην «καρδιά του κτήνους», στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό.