Χρονογράφημα του αξέχαστου κομμουνιστή μαχητή Τάσου Κατιντσάρου, (που έφυγε από κοντά μας στις 27 Σεπτεμβρίου του 2018), για τον Κόκκινο Δεκέμβρη του ’44 που για τον πατέρα του κράτησε 33 μέρες!…
Η μάνα μας, η κυρα-Κούλα, μάς έλεγε: Παιδάκια μου, δεν πρέπει να ζήσετε αυτά που ζήσαμε εμείς, να πεθαίνει ο κόσμος από την πείνα…
Ο κυρ Νίκος, ο πατέρας μας, ράφτης, δεν μίλαγε πολύ και χαμογελούσε λιγότερο. Δούλευε πάρα πολύ όμως. Πρωί-απόγευμα, κάθε μέρα, Σάββατα και Κυριακές, ιδιαίτερα τις παραμονές των γιορτών, Χριστούγεννα και Πάσχα, γιατί τότε ο κόσμος ήθελε κυρίως καινούρια ρούχα.
Μ’ έναν τρόπο συνέτεινε στη διαμόρφωση των απόψεών μου. Πολλά απογεύματα πήγαινα στο ραφείο. Έπαιρνε κάθε μέρα την εφημερίδα “Τα Νέα”, αυτός έραβε κι εγώ του διάβαζα δυνατά… Καμιά φορά σχολίαζε (κυρίως έβριζε). Το ’65 (10 χρονών), έζησα όλα τα γεγονότα από το διάβασμα στο ραφείο (εντάξει, είδα και μια τεράστια διαδήλωση στα Χαυτεία, κυρίως νέων, να φωνάζει μανιακά 1-1-4 και Πα-πα-νδρέ-ου, και καμιά σαρανταριά κλούβες ν’ ανεβαίνουν τη Σταδίου, αλλά αυτό ήταν όλο, γιατί η μάνα μου με πήρε γρήγορα κι ήρθαμε στο Περιστέρι). Ακόμα θυμάμαι που του διάβαζα όλα τα πρακτικά της δίκης για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Τους πούστηδες!, ήταν το μοναδικό σχόλιο του κυρ Νίκου, και όταν του διάβαζα τις παρεμβάσεις ιδιαίτερα του Μανδηλαρά γυάλιζαν τα μάτια του…
21 Απριλίου του ’67, ΣΤ’ Δημοτικού, με ξύπνησε το πρωί, μου είπε ότι δεν έχει σήμερα σχολείο (καταχάρηκα), ακούσαμε τα εμβατήρια στο ράδιο, βγήκαμε μια βόλτα στους κεντρικούς δρόμους, είδαμε τους μπάτσους με τα αυτόματα, γυρίσαμε σπίτι. Όπως καταλαβαίνεις, οι εφημερίδες δεν έγραφαν τίποτα πια για να διαβαστούν, μόνο κάτι με δημοψηφίσματα της χούντας, αλλά ήταν δεδομένα τα “αποτελέσματα” και το ενδιαφέρον μηδαμινό.
Βρήκα εγώ το δρόμο μου μέσα στο Γυμνάσιο, γνωρίστηκα με τα παιδιά του Μορφωτικού Συλλόγου, διάβασα λίγο, άρχισα να κατεβαίνω με την παρέα μου στην Αθήνα, ήθελα να μοιάσω στους ξέμαλλους φοιτητές της κατάληψης της Νομικής και των πρώτων σκιρτημάτων ενάντια στη χούντα. Τέλος πάντων, συνδέθηκα και με το αντιστασιακό κίνημα, γνώρισα τον Λένιν (άφησα όλα τα άλλα αναγνώσματα και αφιερώθηκα σ’ αυτόν, χάνοντας έτσι την είσοδο στα ΑΕΙ -μόνο στα ΚΑΤΕ κατάφερα να περάσω). Με τον πατέρα μου ελάχιστες οι κουβέντες (ακόμα και όταν του ζήτησα μια φορά λίγο χαρτζιλίκι παραπάνω προκειμένου να πάω με μια κοπέλα για καφέ, μου ‘δωσε ένα δίφραγκο και μου ‘πε να την πάω σε παγκάκι και ν’ αγοράσω πασατέμπο και ότι δεν θα πληρώνει αυτός τα γαμησιάτικα τα δικά μου)…
Ώσπου ήρθε το Πολυτεχνείο και μάς ξανασυνέδεσε κάπως… Εγώ κλείστηκα τρεις μέρες μέσα και γύρισα στο σπίτι το Σαββάτο στις 17 το μεσημέρι, λίγο προτού αρχίσει η απαγόρευση κυκλοφορίας. Ο αδερφός μου ήτανε φαντάρος (στη Δράμα), κι έτσι ο κυρ Νίκος κι η κυρα-Κούλα έκαναν πως έτρωγαν στην κουζίνα, και μόλις με είδαν σηκώθηκαν σαν ελατήρια. Πρώτη φορά άκουσα τη φωνή του πατέρα μου να σπάει, όταν είπε “ήρθες παιδάκι μου”, αλλά αμέσως συνήλθε και άρχισε να με βρίζει που δεν πήρα ούτε ένα τηλέφωνο, που η μάνα μου κόντεψε να πεθάνει από την αγωνία κλπ. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία, έφαγα ελάχιστα κι εγώ (!) κι έπεσα να κοιμηθώ για δυο μέρες συνέχεια…
Όταν συνήλθα, ήρθε ο κυρ Νίκος να μου μιλήσει! Καλά, γιατί δεν μου είπες τίποτα, ότι ανακατεύεσαι μ’ αυτά τα πράγματα, ότι θες να ρίξεις τη χούντα και τέτοια. Τι να σου πω, του λέω, αφού εσύ δεν συμμετέχεις. Δεν συμμετέχω, ρε μαλάκα, μου λέει, γιατί συμμετείχα όταν μπορούσα, αλλά παρ’ όλα αυτά γύρναγα γύρω γύρω απ’ το Πολυτεχνείο για να βρω εσένα! Έμεινα άναυδος. Γύρναγες γύρω απ’ το Πολυτεχνείο πότε; Όλο το απόγευμα και το βράδυ της Παρασκευής, μέχρι που δεν έμεινε κανένας απέξω κι αναγκάστηκα να φύγω. Και τι έκανες; του λέω. Τι να κάνω, ρε, μου λέει, ρώταγα απ’ τα κάγκελα συνέχεια μήπως έχουν δει ένα μελαχρινό χοντρουλό 18χρονο αγόρι, και βέβαια τι να μου απαντήσουν μέσα στο χαμό, αλλά εγώ συνέχιζα να ψάχνω έχοντας την ελπίδα ότι θα σε βρω. Εντάξει, του λέω, όπως είδες δεν έπαθα και τίποτα, μόνο κουράστηκα λίγο παραπάνω…
Και τι θα κάνετε, ρε, μου λέει, θα ρίξετε τη χούντα; Εδώ δεν τα καταφέραμε το Δεκέμβρη του ’44. Καλά, του απάντησα, ποιο Δεκέμβρη μου λες τώρα; Εσύ δεν είσαι κεντρώος; Όλο για τον Παπανδρέου σού διάβαζα στο ραφείο. Ποιος είναι, ρε μαλάκα, κεντρώος, αυτός που ψήφισε την ΕΔΑ ακόμα και όταν μάς είπανε με “γραμμή” να ψηφίσουμε τον Γέρο στις δεύτερες εκλογές του ’63 για να βγει με άνετη πλειοψηφία; Δηλαδή, ρε πατέρα, είσαι αριστερός, αυτό μου λες τώρα; Ε, τι να ‘μαι, ρε βλάκα, που πέρα απ’ τη μύτη σου δεν βλέπεις τίποτα…
Έτσι… ξανασυνάντησα τον πατέρα μου… Ξαναχαθήκαμε, ξαναβρεθήκαμε, πολλές φορές… Κάποτε μάθαμε να κουβεντιάζουμε και μου είπε πολλά, χρόνο να ‘χω να μπορέσω να τα διηγηθώ κι εγώ μια μέρα… Για τα Δεκεμβριανά όμως, μέρες που ‘ναι, το λέω τώρα: εφεδρο-ελασίτης ο κυρ Νίκος τότε (22-23 χρονών), πήγε στις διαδηλώσεις 3 και 4 του Δεκέμβρη, γύρισε στο Περιστέρι, παρουσιάστηκε στον καπετάν Μενέλαο, τον ομαδάρχη του ΕΛΑΣ της γειτονιάς. Έδωσαν ραντεβού στον Αγι’-Αντώνη, όπου θα τους περίμενε ο “σύνδεσμος” για ν’ ανέβουν μετά στου Μακρυγιάννη. Περιμέναμε, μου λέει, με αγωνία, καμιά δεκαπενταριά ήμαστε… Και παρουσιάζεται ένα κορίτσι, που φορούσε ένα παλτό.
Ήρθε ο σύνδεσμος, σύντροφοι, μας είπε ο Μενέλαος. Γεια σας, σύντροφοι, είπε το κορίτσι, θα ‘ταν δεν θα ‘ταν 16-17 χρονών. Λοιπόν, ανεβαίνουμε πάνω, για να πολεμήσουμε τους ξένους και την ελληνική αντίδραση. Πετάχτηκα, μου λέει ο κυρ Νίκος, δεν άντεξα, και τη ρωτώ: Με τι όπλα θα τους πολεμήσουμε, συντρόφισσα; Μ’ αυτά, λέει ο σύνδεσμος, βάζοντας τα χέρια της στις τσέπες του παλτού της, και βγάζει δυο κονσέρβες με μπαρούτι, όχι μόνο θα τους πολεμήσουμε, αλλά θα νικήσουμε κιόλας! Ο κυρ Νίκος μού εκμυστηρεύτηκε τότε, λίγο σιγά για να μην ακούει η κυρα-Κούλα η μάνα μου, ότι αυτό το κορίτσι ήταν η ομορφότερη γυναίκα που έχει δει ποτέ στη ζωή του! Και ότι χάρη σ’ αυτήν πήγαν όλοι, χωρίς ερωτηματικά αν θα ζήσουν ή θα πεθάνουν, να δώσουν την πρώτη Μάχη της Αθήνας…
Κάπως έτσι ξεκίνησε ο Κόκκινος Δεκέμβρης του ’44 για τον πατέρα μου και κράτησε 33 μέρες!…