Μάκης Γεωργιάδης
▸ Ο Κ. Μητσοτάκης στήριξε και στηρίχτηκε στη δύναμη της εκκλησίας, με αποτέλεσμα τώρα την έκρηξη της σκοταδιστικής δράσης
Ενημέρωση: Το κείμενο γράφτηκε πριν τις σκοταδιστικές αντιδράσεις στελεχών της κυβέρνησης για την αναπαραγωγή ενός σατιρικού σκίτσου στο διαδίκτυο από το μέλος της επιστημονικής επιτροπής της κυβέρνησης Ηλία Μόσιαλου. Η Νίκη Κεραμέως έσπευσε να υποστηρίξει μάλιστα ότι πρόκειται για ένα… λυπηρό περιστατικό. «Είναι μία εικόνα που προσβάλλει τους Χριστιανούς τις άγιες τούτες ημέρες»!! Το λυπηρό είναι ότι τα στελέχη της κυβέρνησης ενοχλούνται από τη σάτιρα αλλά όχι από την ανεξέλεγκτη διασπορά του κορονοϊού στις εκκλησίες.
Η εποχή της πανδημίας σίγουρα απέχει από το να χαρακτηριστεί ως εποχή κυριαρχίας του ορθού λόγου ή μιας, αμφισβητήσιμης έστω, έννοιας προόδου. Σε αυτό το πλαίσιο κυριαρχίας ενός νεοφιλελεύθερου αμοραλισμού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πλασάρει τον εαυτό του και την παράταξή του ως τον «υπεύθυνο» και «προοδευτικό» πυλώνα του αστικού συστήματος, ενώ από την άλλη επιστρέφει σε πρακτικές πνευματικού σκοταδισμού, που κάποτε θα αποτελούσαν προνόμιο απολυταρχικών μοναρχικών καθεστώτων. Η σύμπλευση Μητσοτάκη με την εκκλησιαστική ιεραρχία και η πρωτοφανής για τα μεταπολεμικά χρονικά παρουσία πρωθυπουργού σε συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου μόνο από σύμπτωση και «αγαθή τύχη» δεν έγινε.
Η πανδημία έδωσε την αφορμή και υπήρξε το πρόσχημα. Αβρόχοις ποσί, ωστόσο, και με συνοπτικές διαδικασίες, ο Κ. Μητσοτάκης και ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έκλεισαν το θέμα της συμβολής της εκκλησίας στην αντιμετώπιση της κατάστασης, με απλές συστάσεις και παραινέσεις. Κανένα συγκεκριμένο και δεσμευτικό μέτρο. Για την εκκλησία δεν υπάρχουν τα απαράδεκτα και διχαστικά, που έχουν υιοθετηθεί για άλλες πληθυσμιακές ομάδες και κατηγορίες εργαζομένων. Είναι προφανές ότι η επέλαση της Covid-19 και τα αδιέξοδα της κυβερνητικής πολιτικής «εργαλειοποιούν» την αντιμετώπισή της από αμφότερες τις πλευρές. Ο πρωθυπουργός αντιλαμβάνεται πως ο ισχυρότερος ίσως ρυθμιστικός παράγοντας σε ένα δραματικά εντεινόμενο πεδίο κοινωνικής συντήρησης και οπισθοδρόμησης δεν είναι άλλος από την ορθόδοξη Εκκλησία στην χώρα μας. Το ιερατείο, από την άλλη πλευρά, συνειδητοποιεί ότι το «θείο δώρο» της πανδημίας, αντί να αποτελεί δυνητικά καταλύτη για τον οριστικό διαχωρισμό Εκκλησίας και κράτους, απεναντίας αποτελεί χρυσή ευκαιρία, ούτως ώστε με μηδαμινά ανταλλάγματα η Εκκλησία να κερδίσει τα μέγιστα. Άλλωστε, εκτός από την καθαρά καιροσκοπική επιδίωξη των ιεραρχών να βάλουν θέμα μονιμοποίησης επιπλέον 4.000 μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο ιερέων, υπάρχουν πολύ σημαντικότερα ζητήματα τα οποία άπτονται ασφαλώς των «βαθέων» οικονομικών της επιχειρηματικής εκκλησιαστικής δραστηριότητας, των κερδών και της φορολόγησής της, αλλά και της θεσμικής της παρέμβασης, η οποία βρίσκεται σε ραγδαία άνοδο. Γεγονός όχι ανεξήγητο, αν παρατηρήσει κανείς τη σχιζοφρενική σύνθεση ενός υπουργικού συμβουλίου, το οποίο χωράει άνετα από ταλιμπάν του τεχνοκρατισμού μέχρι νοσταλγούς της επταετίας, της εθνικοφροσύνης και του δοσιλογισμού. Ανεξαρτήτως αυτών, οι αιχμές του Ιερώνυμου στην ομιλία του και η υπενθύμιση της «ιερής συμφωνίας» με τον Α. Τσίπρα για τα φλέγοντα αυτά ζητήματα επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών.
Γεγονός είναι πως στο παρασκήνιο κρύβονται τα σημαντικότερα, όπως συνήθως συμβαίνει τόσο στην Εκκλησία όσο και στην πολιτική. Ίσως όλοι να θυμούνται στις πρώτες φάσεις αντιμετώπισης της πανδημίας μια διελκυστίνδα για την τήρηση των μέτρων στις εκκλησίες, τόσο την περίοδο του Πάσχα όσο και των Χριστουγέννων του 2020. Παρά τη σιωπηρή ανοχή σε όσα διέπρατταν οι ιερείς, η Εκκλησία είχε κηρύξει «αντάρτικο» με αφορμή τον αγιασμό των υδάτων την ημέρα των Θεοφανίων, με αποτέλεσμα, παρά τον τακτικό ελιγμό της Ιεράς Συνόδου και μια μικρή υπαναχώρηση, να εκτυλιχθούν τραγελαφικές σκηνές ανά την Ελλάδα. Το γεγονός μπορεί να φαντάζει γραφικό, αλλά στο πέρασμα του χρόνου ήρθε να υπενθυμίσει στον Κ. Μητσοτάκη δύο πολύ πικρές αλήθειες: ότι, δυστυχώς για τη χώρα, τον λαό και τον ίδιο, η δογματική και τραγικά ανεπαρκής πολιτική του στην αντιμετώπισή των κρίσεων δεν θέλει πολύ για να γυρίσει μπούμερανγκ, καθώς την ογκούμενη δυσαρέσκεια και τα κύματα ανορθολογισμού καραδοκεί να τα αρπάξει ένα κομμάτι της ακροδεξιάς στο οποίο εμπλέκονται μέχρι το λαιμό χριστιανικές και παραθρησκευτικές οργανώσεις. Οι οργανώσεις αυτές είναι γνωστό ότι παίζουν σημαντικό και καίριο ρόλο στην ανάδειξη της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Έτσι στην παγίδα που έστηνε ο ίδιος, έπεσε μέσα παταγωδώς. Ως άκρατος πολιτικός καιροσκόπος και άνθρωπος χωρίς κανένα δισταγμό και φραγμό, ο Κ. Μητσοτάκης καλείται να λύσει το δεύτερο και σημαντικότερο για τον ίδιο πρόβλημα: την πολιτική του επιβίωση και μακροημέρευση, η οποία ωστόσο σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τον… μακρύ σταυρό! Κανείς δεν μπορεί να τιθασεύσει σε κάποιο βαθμό τις παραθρησκευτικές φονταμενταλιστικές ομάδες, εκτός από συγκεκριμένους μητροπολίτες κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Τα πράγματα, ωστόσο, δεν κινούνται όπως μέχρι το 2019. Η πανδημία έχει αποτελέσει τον καταλύτη της διείσδυσης κάθε ανορθολογικού σκοταδιστικού μορφώματος σε διευρυμένα κοινωνικά ακροατήρια και ο πολλαπλασιαστής είναι κυρίως οι κυβερνητικές πολιτικές και δευτερευόντως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία αναπαράγουν απίστευτα ψεύδη και θεωρίες συνωμοσίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρωθυπουργός έχει βάλει τους λύκους να φυλάνε τα πρόβατα, καθώς είναι γνωστό πως η πολιτική στους κόλπους της Εκκλησίας δεν είναι οι απόψεις του αρχιεπισκόπου, ούτε καν οι αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Τα πάντα –και εκεί– είναι θέμα συσχετισμών και δούναι και λαβείν. Η επιλογή του Κ. Μητσοτάκη είναι να αφήσει την Εκκλησία ανεξέλεγκτη, προσβλέποντας σε μια ενεργητικότερη στήριξη την κρίσιμη ώρα και στην επιστροφή των ασώτων εκ του ποιμνίου, που ίσως λοξοδρομούν.
Η ΝΔ αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν αφήσει ανέγγιχτο τον ρόλο της εκκλησίας ως σταθεροποιητικού παράγοντα
του συστήματος
Βεβαίως, το γεγονός ότι ο Κ. Μητσοτάκης είναι αναγκασμένος να παραμείνει για καιρό δέσμιος των άθλιων επιλογών του σε κεντρικό επίπεδο διευκολύνεται από δύο σημαντικά στοιχεία. Πρώτα, από όλα την ευρύτατη συναίνεση σε κοινοβουλευτικό επίπεδο σε ό,τι αφορά τα εκκλησιαστικά ζητήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με σημαία τα παζάρια για τη μονιμοποίηση των 4.000 ιερέων, έχει βρει ένα θέμα για εύκολη και ανέξοδη σπέκουλα, την ίδια ώρα που τόσο στα κυβερνητικά του πεπραγμένα όσο και από τα αντιπολιτευτικά έδρανα δεν προβάλλει κανένα προγραμματικό μέτρο για ουσιαστική μεταρρύθμιση στις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους. Άλλωστε, δεν ξεχνιέται εύκολα ότι με απαίτηση Ιερώνυμου ο Αλ. Τσίπρας καρατόμησε τον τότε υπουργό Παιδείας Ν. Φίλη, ο οποίος δεν είχε προχωρήσει και σε τίποτα επαναστατικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο. Ανακύπτει, λοιπόν, και το δεύτερο μεγάλο ζήτημα: Ο πλήρης διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας, ο οποίος θα έπρεπε να έχει και βαθιές κινηματικές και κοινωνικές ρίζες ως αίτημα και στόχος πάλης, παραμένει αφημένος κάπου στις ελληνικές καλένδες. Όσο θα βρίσκεται εκεί, αυτά και χειρότερα θα συμβαίνουν, πάντα με την… ευλογία του Κυρίου!