Γιώργος Παυλόπουλος
Σε δραματική κατάσταση βρίσκονται εκατομμύρια άνθρωποι στην Τουρκία, καθώς η φτώχεια επεκτείνεται ταχύτατα
«Θύμα» των τελευταίων εξελίξεων είναι και ο σκληρός πυρήνας των υποστηρικτών του ΑΚΡ στα στρώματα που δεν έχουν πρόσβαση σε δολάρια και ευρώ. Με αποτέλεσμα όλο και περισσότερο να μην πείθεται από το αφήγημα του «πολέμου» απέναντι στους κάθε λογής κακούς και εχθρούς του έθνους — ειδικά αφού πριν λίγα χρόνια αποτελούσαν συμμάχους του Ερντογάν…
Δραματική περίοδο βιώνει ο λαός της Τουρκίας, που έχει βρεθεί εγκλωβισμένος ανάμεσα, από τη μία, στην αγωνιώδη προσπάθεια του Ταγίπ Ερντογάν και του Κόμματος Δικαιο-
σύνης και Ανάπτυξης να διατηρήσουν την εξουσία και τα «κεκτημένα» τους και, από την άλλη, στους αδυσώπητους νόμους των καπιταλιστικών αγορών. Αυτών, δηλαδή, στις οποίες ο Ερντογάν, όπως επιχειρεί να πείσει τους πάντες, έχει δήθεν κηρύξει τον «πόλεμο της οικονομικής ανεξαρτησίας», σε μια νέα προσπάθεια να ενεργοποιήσει τα πατριωτικά και εθνικιστικά αντανακλαστικά εκατομμυρίων Τούρκων.
Πρόκειται για μια τακτική, άλλωστε, που έχει εφαρμοστεί αρκετές φορές και με επιτυχία στο παρελθόν: Με τις στρατιωτικές εισβολές σε γειτονικές χώρες, με τα οράματα περί των «συνόρων της καρδιάς μας» και τις μεγάλες ιδέες της «Γαλάζιας Πατρίδας», με το πραξικόπημα του 2016 και τις κραυγές περί των κακών και προδοτών «γκιουλενιστών» και Κούρδων. Αυτήν τη φορά, ωστόσο, πολύ λιγότεροι δείχνουν να πέφτουν στην παγίδα, όπως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις: Το ποσοστό του ΑΚΡ έχει υποχωρήσει στο 30% ή και ακόμη πιο χαμηλά, με αποτέλεσμα να έρχεται δεύτερο μετά από πολλά χρόνια, πίσω από το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα. Όσο για τον ίδιο τον Ερντογάν, εμφανίζεται να χάνει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, απέναντι σε κάθε πιθανό αντίπαλο.
Η εικόνα αυτή δεν είναι προφανώς τυχαία. Καθώς η φτώχεια επεκτείνεται ταχύτατα, πλήττει πλέον εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που αποτελούσαν τον «σκληρό πυρήνα» της βάσης του Ερντογάν και του ΑΚΡ. Όλους εκείνους, δηλαδή, που δεν έχουν δυνατότητα να αντλούν εισοδήματα σε «σκληρό νόμισμα», κυρίως δολάρια ή ευρώ και είναι αναγκασμένοι να τα φέρνουν βόλτα με τις λίγες χιλιάδες λίρες με τις οποίες αμείβονται, βλέποντας το εισόδημά τους να εξανεμίζεται εξαιτίας της ραγδαίας υποτίμησης του τουρκικού νομίσματος (πάνω από 40% από τις αρχές του έτους) και του πληθωρισμού (τρέχει με ρυθμό 20% και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω).
Το αποτέλεσμα είναι ότι όχι μόνο δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις βασικές ανάγκες, όπως διατροφή, θέρμανση και μετακινήσεις, αλλά φτάνουν σε αδιέξοδο όσον αφορά την αποπληρωμή των χρεών τους. Αξίζει, άλλωστε, να σημειωθεί ότι το οικονομικό «θαύμα» της Τουρκίας βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στον δανεισμό, τον οποίο μπορεί πολλές επιχειρήσεις να «μετακυλούν» στην κεντρική τράπεζα και το κράτος, για τα νοικοκυριά όμως αποτελεί τεράστιο και ασήκωτο βάρος. Έτσι, σε συνδυασμό με τη γενικότερη αβεβαιότητα και το «δελτίο» που επιβλήθηκε σε βασικά αγαθά, το κλίμα μοιάζει να είναι εκρηκτικό.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, η τουρκική Αριστερά καταβάλει προσπάθειες, προκειμένου να βγάλει τον λαό στους δρόμους, για να διεκδικήσει το δικαίωμά του στη ζωή, προτείνοντας και την προκήρυξη γενικής απεργίας. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι, παρά τις μεμονωμένες διαδηλώσεις, δεν δείχνει να έχει δημιουργηθεί ένα κοινωνικό μέτωπο ικανό να απειλήσει την κυβέρνηση και το σύστημα εξουσίας.
Παράλληλα, κινητικότητα αναπτύσσεται και σε πολιτικό επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο, το ΕΜΕΡ βρίσκεται σε επαφή με το ΚΚ Τουρκίας, καθώς και με το κουρδικό Κόμμα της Δημοκρατίας των Λαών (HDP), με σκοπό τη συγκρότηση ενός «τρίτου πόλου». Τόσο απέναντι στη συμμαχία του πολιτικού Ισλάμ με το ακροδεξιό κόμμα του Μπαχτσελί όσο και σε αντιδιαστολή με την καθεστωτική αντιπολίτευση των κεμαλιστών του Κεμάλ Κιλιντσντάρογλου και της Μεράλ Ακσενέρ, που έχουν συνασπιστεί με πρώην εταίρους του Ερντογάν και ζητούν εδώ και τώρα εκλογές.
Παρά το γεγονός ότι η κατάσταση είναι εξαιρετικά ρευστή και ουδείς μπορεί να προβλέψει την επόμενη ημέρα, ενώ ο «σουλτάνος» και το ΑΚΡ είναι αποδυναμωμένοι, πρέπει να είναι ξεκάθαρο πως δεν πρέπει να θεωρούνται «τελειωμένοι». Αφενός, επειδή διαθέτουν ακόμη αξιόλογη επιρροή στον λαό, καθώς και στήριξη από συγκεκριμένες μερίδες του κεφαλαίου, κυρίως, τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και εκείνες που ασχολούνται με τον τουρισμό, που ευνοούνται από την αδύναμη λίρα. Αφετέρου, διότι διαθέτουν ερείσματα στο εξωτερικό, όπως απέδειξε και το «ντιλ» των 10 δισ. με τον εμίρη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, που μέχρι τώρα συγκαταλέγονταν στους ισχυρούς αντιπάλους της Τουρκίας στην περιοχή.