Αιμιλία Καραλή
«Εχθρούς του κράτους», τους αποκαλούσε το ναζιστικό καθεστώς και τους εξόντωνε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ως εχθρούς τους βλέπουν ακόμη και σήμερα πολλοί, πάρα πολλοί. «Ταπεινωμένοι απ’ όλες τις ταπείνωσες», όπως λέει ο γύφτος του «Δωδεκάλογου».
Το 2008 δίδαξα για ένα διάστημα γραμματική σε μια μεγάλη ομάδα τσιγγάνων. Ήθελαν να πάρουν πιστοποιητικό γνώσης της ελληνικής γλώσσας, προκειμένου να βρουν κάποια εργασία διαφορετική από δουλειές του δρόμου ή εποχιακές αγροτικές εργασίες. Η μεγαλύτερη μαθήτρια ήταν 42 ετών, γιαγιά ήδη εφτά εγγονών και μητέρα οκτώ από τους μαθητές μου. Η μικρότερη ήταν 16, μητέρα δύο παιδιών και χήρα. Η πλειονότητα των ανδρών μαθητών ήταν άνεργοι, ενώ των γυναικών κύριο μέλημα ήταν το «σπίτι» και τα παιδιά. Προκειμένου να τους τραβήξω το ενδιαφέρον, τούς ρώτησα αν ήξεραν ότι ένας μεγάλος έλληνας ποιητής είχε γράψει ένα από τα σημαντικότερα έργα του εμπνευσμένος από τη ζωή τους. Εννοούσα, βέβαια, τον Κωστή Παλαμά και τον Δωδεκάλογο του γύφτου. Προφανώς δεν το ήξεραν, αλλά μου απάντησαν έκπληκτοι με μια ερώτηση: Και γιατί δεν μας το έχει πει κανείς ως τώρα;
Ενθαρρυμένοι πάντως από το γεγονός, παρακολούθησαν το μάθημα με ενδιαφέρον και μετά από δύο εβδομάδες ένας από αυτούς μου παρουσίασε το δικό του ποίημα. Απλό και αφιερωμένο στην αγαπημένη του. Ένας άλλος ζωγράφισε τον Παλαμά όπως τον φανταζόταν. Του είχε δώσει στοιχεία της δικής του μορφής.
Δεν ξέρω τι απέγιναν οι μαθητές και οι μαθήτριές μου.
Πάντως γνώρισα για ένα διάστημα ανθρώπους που είχαν συνείδηση της περιθωριοποίησής τους και της ανάγκης να ξεφύγουν από αυτήν. Μιλούσαν για τις δυσκολίες τους, ορισμένοι αναφέρονταν στις μικροπαρανομίες τους με σκυφτό το κεφάλι, άλλοι καμάρωναν γι’ αυτές, αφού δεν τους έπιασε κάποιος αστυνομικός, άλλοι ήταν απελπισμένοι γιατί δεν έβλεπαν μέλλον, αν και ένας από αυτούς είχε «διαβάσει» το δικό μου στην παλάμη μου. Ήλπιζαν πάντως ότι το «χαρτί» που θα έπαιρναν και θα πιστοποιούσε ότι ξέρουν να γράφουν και να διαβάζουν ελληνικά κάπου θα τους βοηθούσε.
Σπάνια, όμως, βοηθιούνται συστηματικά και αποτελεσματικά από νόμους και θεσμούς να ζήσουν με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο, να ζήσουν ως γύφτοι –τσιγγάνοι, ρομά– στην κοινωνία. Η ίδια η λέξη «γύφτος» εκφέρεται από το στόμα των πολλών σαν κατηγορία, σαν βρισιά. Πρόσφατα, στον αγώνα Ρόμα-Μίλαν, οι οπαδοί της πρώτης αποδοκίμαζαν τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς ως «γύφτο», όπως παλιότερα οι οπαδοί της Ίντερ, παρόλο που ήταν κάποτε παίκτης της ομάδας τους. Ο ποδοσφαιριστής της Μίλαν, μετά το γκολ του, τους καλούσε γελώντας να τον βρίζουν πιο δυνατά. Η «γυφτιά εκδικήθηκε» αλλά ο διαιτητής του έδωσε κίτρινη κάρτα για αντιαθλητική συμπεριφορά!
Πώς οι γύφτοι από σύμβολα μιας ανέμελης –και γι’ αυτό παραδειγματικής–ζωής, σύμφωνα με το εμβληματικό ποίημα του Νίκολας Λενάου “Οι τρεις γύφτοι”· από ραψωδοί που μετατρέπουν το μοιρολόι σε ελεγείο, σύμφωνα με τον Βιζυηνό στο Αμάρτημα της μητρός μου· από «λεύτεροι απ’ όλα» όπως τους χαρακτηρίζει ο Παλαμάς, έγιναν συνώνυμοι του εγκλήματος, της βρομιάς, της απατεωνιάς; Μόνον οι καλλιτέχνες μπορούν να δουν σε αυτούς την ομορφιά μιας διαφορετικής και γι’ αυτό αξιοσέβαστης ζωής;
Το αίμα ενός γύφτου στην άσφαλτο ξαλάφρωσε πολλούς νοικοκυραίους από την ανασφάλεια που γενικώς καταδιώκει την κοινωνία
«Εχθρούς του κράτους» τους αποκαλούσε το ναζιστικό καθεστώς και τους εξόντωνε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ως εχθρούς τους βλέπουν ακόμη και σήμερα πολλοί, πάρα πολλοί. «Ταπεινωμένοι απ’ όλες τις ταπείνωσες», όπως λέει ο γύφτος του «Δωδεκάλογου», με τον «εκσυγχρονισμό» των κοινωνιών έχασαν τα επαγγέλματα με τα οποία ήταν συνδεδεμένοι: πεταλωτήδες, σιδεράδες, γανωματζήδες, τραγουδοποιοί επί παραγγελία, διασκεδαστές, οργανοπαίχτες μοναδικοί, συντρίφτηκαν από την τεχνολογική εξέλιξη. Μετέωροι, πλάνητες και συχνά ανέστιοι, αβοήθητοι και μόνοι, ορισμένοι από αυτούς τα βγάζουν πέρα με παρανομίες.
Είναι η παραβατικότητα χαρακτηριστικό όλων των γύφτων; Πονηρή και απλοϊκή η γενίκευση. Γίνεται όμως δικαιολογία ακόμη και για την αφαίρεση ζωής, όπως έγινε πρόσφατα με τον φόνο νεαρού τσιγγάνου από μέλη της ομάδας Δίας. Και το αίμα του στην άσφαλτο ξαλάφρωσε πολλούς νοικοκυραίους από την ανασφάλεια που γενικώς καταδιώκει την κοινωνία. Έγινε το πρόσκαιρο φάρμακο για να την κατευνάσουν. Και ξέρουμε πως η λέξη φάρμακο προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «φαρμακός» και σημαίνει τον άνθρωπο που πρόσφεραν θυσία στους θεούς την εποχή των κρίσεων.