Κίμων Ρηγόπουλος
Ποντάρουμε τις τελευταίες οικονομίες της ψυχής μας σε ψωράλογα που δεν τερματίζουν και μας στέλνουν διαρκώς στον κουβά. Κι όμως δεν είμαστε αυτό που η σκυφτή ζωή μας υπαγορεύει. Ανήκουμε στο στρατόπεδο μιας ανάγκης που δεν μπορεί να ξεδιψάσει με την ελεημοσύνη της Αντουανέτας
Οταν τα πολιτικά κόμματα από παραγωγοί πολιτικής μετατρέπονται σε μηχανισμούς τεχνασμάτων αυτοσυντήρησης, η πολιτική ως έννοια γίνεται αποκρουστική. Διανύουμε μια ιστορική περίοδο όπου ενώ όλα είναι πολιτική, το απολιτίκ ρεύμα κυριαρχεί. Και αυτό συμβαίνει επειδή ο πληθωριστικός λόγος των κυρίαρχων κομμάτων βερμπαλίζει προκλητικά χωρίς να μπορεί να υποσχεθεί έξοδο από την κρίση. Οι εργολάβοι της απελπισμένης λαϊκής ανάθεσης καθυστερούν το έργο ή μήπως βρήκαν θησαυρό στις υπόγειες σήραγγές του; Σε αυτήν τη ρουλέτα θανάτου μιας χρονίζουσας πανδημίας, η κυβέρνηση εισπράττει ή επιδιώκει να εισπράξει, όλη την γκανιότα του εύλογου φόβου. Και ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να τσιμπολογήσει από τις κυβερνητικές παλινωδίες κάποια ψίχουλα —ρέστα της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Ο επαγγελματίας «διαγγελματίας» Μητσοτάκης ως ο αυθεντικός εκφραστής της καπιταλιστικής μπουλντόζας, ισοπεδώνει τα εναπομείναντα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας. Και ο Τσίπρας, παραιτημένος προ πολλού από κάθε «αριστερή ανάγνωση» της πραγματικότητας, τον καταγγέλλει για ιδεοληψία. Δεν είναι δηλαδή η επεξεργασμένη αστική επιδρομή εναντίον της εχθρικής τάξης αυτό που φταίει, αλλά η εμμονή και οι αγκυλώσεις μιας κυβέρνησης που πήρε λάθος δρόμο. Δεν είναι η ανεπάρκεια του ΕΣΥ μια πολιτική επιλογή που στέλνει στον αγύριστο τους θανατοποινίτες του covid, αλλά η ξεροκεφαλιά ενός ανέμελου πρωθυπουργού. Τα δύο μαζικά κόμματα αλληλοκατηγορούνται για την «εργαλειοποίηση» της κρίσης και παίζουν –εν ου παικτοίς– το παιχνίδι: «σκότωσε τον καιροσκόπο». Είναι το γνωστό παιχνίδι, που παίζεται συνήθως από δύο καιροσκόπους οι οποίοι γνωρίζουν τα μυστικά του επαγγέλματος. Η τίμια παραλλαγή του παιχνιδιού λέγεται: «σκότωσε τον καιροσκόπο που έχεις μέσα σου», αλλά αυτό απαιτεί θάρρος-χαρακίρι και, άλλωστε, η αυτοχειρία θεωρείται αμάρτημα.
Στο μεταξύ, η γλώσσα αφυδατώνεται, καθώς είναι υποχρεωμένη να υπηρετήσει τόσα ψέματα. Κουράζουν οι έννοιες, έννοιες παραπλανητικές που «εξουθενώνουν» την πραγματικότητα. Όλα γίνονται «ήχος στεγνός μιας άδειας λέξης», που έλεγε και ο Βύρων Λεοντάρης. Θυμάμαι φράσεις που σημάδεψαν μια ολόκληρη ιστορική περίοδο της πασοκικής βασιλείας. «Διαφωνώ κάθετα», έλεγε, ιδρωμένος από το υποτιθέμενο δίκιο του, κάθε παραγοντίσκος της χυδαίας βολής του. «Πρέπει να διαφυλάξουμε το ήθος και το ύφος της εξουσίας», έλεγε κάθε ερπετό, βουτηγμένο στη μίζα και στην αρπαχτή.
Ο κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη την αναγωγή, την αναφορά δηλαδή σε κάτι παλιό που μας είναι γνωστό ή οικείο. Από αυτή την αναγωγή εξαρτάται η αίσθηση της συνέχειάς του, η αίσθηση ότι δεν έχουμε σπαρεί σε ου τόπο και σε ου χρόνο από αδέξια χέρια. Τι συμβαίνει όμως, όταν το οικείο μας τρομάζει και το γνωστό μας απωθεί; Καταφεύγουμε σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, φωταγωγημένο με φωτορυθμικά από ασυνάρτητες φαντασιώσεις; Κατασκευάζουμε έναν κόσμο του ενός, που χωράει μόνο τον ατομικό φόβο μας και το ασυνόρευτο σαρκίο μας; Έναν κόσμο που η ερημιά αντέχεται ως το μόνο πιστοποιητικό της ύπαρξής μας και ο πληθυντικός τίθεται εκτός νόμου;
Κατασκευάζουμε έναν κόσμο του ενός, που χωράει μόνο τον ατομικό φόβο μας και το ασυνόρευτο σαρκίο μας;
Η εποχή της πανδημίας γεννάει ερωτήματα που εκκρεμούν από καιρό. Οι ετοιμοπαράδοτες βεβαιότητες δεν επαρκούν και θυμίζουν συνταγές Πετρετζίκη με κουζίνα χωρίς υλικά. Κάθε τρομώδης ανάθεση μετατρέπεται σε νέα δεσμά. Από τον ακυρωμένο λυτρωτή ως τον αυθεντικό δυνάστη ένα τσιγάρο δρόμος ήταν τελικά. Το δρομολόγιο είναι τόσο παλιό όσο παλιά είναι και η σκουριά που αφήνει πάντα η καύση μιας ανάπηρης και ελάχιστης προσδοκίας. Ποντάρουμε τις τελευταίες οικονομίες της ψυχής μας σε ψωράλογα που δεν τερματίζουν και μας στέλνουν διαρκώς στον κουβά. Κι όμως δεν είμαστε αυτό που η σκυφτή ζωή μας υπαγορεύει. Ανήκουμε στο στρατόπεδο μιας ανάγκης που δεν μπορεί να ξεδιψάσει και δεν μπορεί να διασκεδάσει την πείνα της με την ελεημοσύνη της Αντουανέτας. Είμαστε οι φορείς μιας ανάγκης που αναγκάζεται να γίνει υπερηφάνεια για να ικανοποιηθεί.
Στη δίκη του Γκράμσι ο εισαγγελέας της έδρας είπε απροσχημάτιστα: «Πρέπει να εμποδίσουμε αυτόν τον εγκέφαλο να λειτουργεί». Ο Big brother, αυτός ο σύγχρονος εισαγγελέας της κοινωνικής εκκρεμοδικίας, διατάζει: «Καταδικάστε τους στα ισόβια δεσμά της χυδαιότητας. Είναι ο μόνος τρόπος σωτηρίας μας». Κι εμείς; Εμείς θα δεχτούμε αυτή την καταδίκη;