Κική Βάσσου
Κώστας Παπαγεωργίου
Ο κλιματικός νόμος που έθεσε σε τυπική διαβούλευση η κυβέρνηση αποτελεί copy-paste των κατευθύνσεων της ΕΕ, με ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες στην απολιγνιτοποίηση, έτσι ώστε να εισβάλουν οι ιδιώτες με το ορυκτό (φυσικό) αέριο. Στην πραγματικότητα ,διαμορφώνει νέα πεδία κερδοφορίας του κεφαλαίου, ενώ υπολείπεται τους αναγκαίους στόχους για συγκράτηση της ανόδου της θερμοκρασίας έως 1,5 βαθμούς Κελσίου.
Ο πλανήτης καίγεται, αυτοί «καίγονται» για τα κέρδη
Τις βασικές κατευθύνσεις του νέου κλιματικού νόμου παρουσίασε τις προηγούμενες μέρες ο υπουργός Περιβάλλοντος Κώστας Σκρέκας. Ενός νόμου που αποτελεί πρόταση ενσωμάτωσης στην ελληνική νομοθεσία του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου, που συνιστά το νομικό πλαίσιο για την εφαρμογή των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Άλλωστε, την ψήφισή του προανήγγειλε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης κατά την ομιλία του στη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή COP26 στη Γλασκώβη.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, αφού κατήργησε κάθε έννοια προστασίας του περιβάλλοντος, τόσο με τον σχετικό νόμο Χατζηδάκη όσο και με το νόμο για τις «στρατηγικές επενδύσεις», φέρνει σε δημόσια διαβούλευση τον εθνικό κλιματικό νόμο. Μιλά αποκλειστικά για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ενώ στην πραγματικότητα η «πράσινη μετάβαση» της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει ανάπτυξη με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος.
Ο νέος κλιματικός νόμος επί της ουσίας έρχεται να εφαρμόσει όλα τα μέτρα που προωθεί η ΕΕ για την επίτευξη της λεγόμενης «κλιματικής ουδετερότητας» έως το 2050, υιοθετώντας αντίστοιχα και τους σχετικούς ποσοτικούς στόχους και τα χρονικά ορόσημα για την επίτευξή τους. Αντιμετωπίζει το σημαντικό ζήτημα της κλιματικής κρίσης σαν ένα νέο πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο, προωθεί συστηματικά τις βιομηχανικές ΑΠΕ, επιμένει, στο όνομα της απολιγνιτοποίησης, στην εισβολή του φυσικού αερίου. Έτσι, παρά τα μεγάλα λόγια για την υπερθέρμανση του πλανήτη, αποδεικνύεται για ακόμα μια φορά ότι το ενδιαφέρον τους για το περιβάλλον είναι τελείως προσχηματικό.
Η ουσία του κλιματικού νόμου βρίσκεται στα μέτρα που έρχεται να προτείνει και στα μέτρα που αγνοεί
Βασικός άξονας του νέου κλιματικού νόμου είναι ο περιορισμός των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Συγκεκριμένα, ο νόμος θα θέσει ποσοτικούς στόχους για μείωση των εκπομπών κατά 55% το 2030 σε σχέση με το 1990, κατά 80% το 2040, με απώτερο στόχο την «κλιματική ουδετερότητα» το 2050, με επανεξέταση των παραπάνω στόχων κάθε πέντε χρόνια ανάλογα με την εξέλιξη των ρύπων και των ευρωπαϊκών οδηγιών. Στην πραγματικότητα, οι στόχοι αυτοί αποτελούν μια επανάληψη ήδη διατυπωμένων ευρωπαϊκών, οι οποίοι βέβαια δεν επαρκούν –σύμφωνα με τη διεθνή επιστημονική κοινότητα– για την επίτευξη του περιορισμού της αύξησης της θερμοκρασίας σε 1,5οC.
Για την επίτευξη των στόχων καταρτίζεται Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, Περιφερειακά και Δημοτικά Σχέδια για τη μείωση των εκπομπών, καθώς και τομεακοί «προϋπολογισμοί άνθρακα» για επτά κλάδους/τομείς δραστηριοτήτων και συγκεκριμένα για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας, μεταφορές, βιομηχανία, κτίρια, γεωργία και κτηνοτροφία, απόβλητα και χρήσεις γης, αλλαγές χρήσεων γης και δασοπονία. Για την επίβλεψη και την υλοποίηση των παραπάνω θεσμοθετούνται μια σειρά φορείς και επιστημονικές επιτροπές.
Πώς όμως θα επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι της «κλιματικής ουδετερότητας»; Η ουσία του κλιματικού νόμου βρίσκεται στα μέτρα που έρχεται να προτείνει για την «πράσινη μετάβαση» αλλά και στα μη μέτρα που αγνοεί επιδεικτικά. Αξίζει να σταθμίσουμε το τελικό ισοζύγιο των πολιτικών αυτών. Ποιος πληρώνει και ποιος κερδίζει από τα μέτρα αυτά; Και, τελικά, μπορούν να είναι επαρκή και αποτελεσματικά για να αναστραφεί μια κατάσταση που δείχνει να απορρυθμίζεται όλο και περισσότερο;
Φέτος, πολλά νοικοκυριά κυριολεκτικά θα παγώσουν, γιατί αδυνατούν να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες. Πού θα βρουν τα ποσά για να ενταχθούν σε προγράμματα ενεργειακής θωράκισης των διαμερισμάτων τους;
Όπως υπερηφανεύτηκε ο Κ. Μητσοτάκης και από το βήμα της COP26, η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια θα απαλλαγεί από τον λιγνίτη. Ο κλιματικός νόμος προβλέπει τη διακοπή λειτουργίας όλων των λιγνιτικών μονάδων, το αργότερο στο τέλος του 2028, με ρήτρα επανεξέτασης το 2023, ενώ οι δήμοι αναλαμβάνουν την εκπόνηση Δημοτικών Σχεδίων Μείωσης Εκπομπών Διοξειδίου του Άνθρακα (ΔηΣΜΕΔΑ), με στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 10% για το έτος 2025 και 30% για το έτος 2030, σε σύγκριση με το 2019. Στην πραγματικότητα, μέσα από τους στόχους μείωσης των εκπομπών CO2 για το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας των δήμων, προλειαίνουν το έδαφος για έναν νέο γύρο πράσινων τελών που θα επιβαρύνουν τη λαϊκή πλειοψηφία, με σκοπό την επίτευξη των στόχων που έχουν θέσει.
Σημαντική πλευρά του νέου νόμου είναι η αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ, σε ποσοστό 70%, στην τελική κατανάλωση ενέργειας έως το 2030, με μέτρα που περιλαμβάνουν διευκόλυνση της αδειοδότησης, ενίσχυση των δικτύων, προώθηση της αποθήκευσης ενέργειας. Συγκεκριμένα, προβλέπεται αύξηση της επιτρεπόμενης ισχύος εντός Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου για μονάδες βιοαερίου από 500KW σε 3MW. Ακόμα κι αν προσπαθούσαμε να ξεχάσουμε πως το βιοαέριο αποτελείται μεταξύ άλλων από διοξείδιο του άνθρακα, οι συγκεκριμένες μονάδες για τις οποίες αυξάνεται η ισχύς θα μπορούν πλέον να εγκαθίστανται σε αγροτεμάχια χαρακτηρισμένα ως «αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας» με χρήση αποβλήτων από αγροτικές, κτηνοτροφικές ή δασικές εκμεταλλεύσεις και οι σταθμοί αυτοί να ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα εγγεγραμμένα στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων.
Με δεδομένο πως οι πολιτικές της ΕΕ και των κυβερνήσεων συγκεντρώνουν όλο και περισσότερο σε λίγους και ισχυρούς παίκτες τις αγροτικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις γίνεται αντιληπτό ποιοι και πως διευκολύνονται. Αφενός το κράτος απαλλάσσεται από την υποχρέωση για ασφαλή διαχείριση όλων των στερεών αποβλήτων, αφετέρου, ενισχύει τις αγροτοκτηνοτροφικές επιχειρήσεις για να καίνε τα απόβλητα και να τα εκμεταλλεύονται για παραγωγή ενέργειας. Ποιος θα επιτηρεί και θα μετρά την επικίνδυνη καύση και την έκλυση αερίων του θερμοκηπίου από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα; «Ευαγγέλιο άλλου παππά», που θα «εξειδικευτεί» στο μέλλον θα έλεγε κανείς, όπως και πολλά άλλα στον συγκεκριμένο νόμο.
Σε ότι έχει να κάνει με τις μεταφορές, από το 2025 όλα τα νέα ταξί στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη, καθώς και το ένα τρίτο των νέων ενοικιαζόμενων οχημάτων θα είναι υποχρεωτικά οχήματα μηδενικών εκπομπών. Ενώ, από το 2023, τουλάχιστον το ένα τέταρτο των νέων εταιρικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης θα είναι αμιγώς ηλεκτρικά οχήματα ή υβριδικά ηλεκτρικά οχήματα. Τέλος, ως προς τα ΙΧ και ελαφρά επαγγελματικά, από το 2030 θα επιτρέπεται η πώληση μόνον οχημάτων μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Στην πραγματικότητα, όλες οι προβλέψεις ακόμα και για τα μικρά οφέλη που μπορεί να έχει η ηλεκτροκίνηση αφορούν τη μετακίνηση με ΙΧ αυτοκίνητα. Καμιά μέριμνα για τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, που δημιουργούν το μεγάλο οικολογικό αποτύπωμα και τα χρησιμοποιεί η πλειοψηφία των εργαζόμενων και των νέων που ταυτόχρονα βλέπει τα εισοδήματα να συμπιέζονται προς τα κάτω και ακόμα και μια εκδρομή με το αυτοκίνητο γίνεται είδος πολυτελείας.
Ενώ σε ό,τι αφορά τα κτίρια, προβλέπεται απαγόρευση καυστήρων πετρελαίου όπου υπάρχει δίκτυο φυσικού αερίου σε νέες οικοδομές, από το 2025 απαγόρευση εγκατάστασης καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης και από το 2030 απαγόρευση χρήσης καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης. Τι κι αν το φυσικό αέριο είναι επίσης καύσιμο υδρογονανθράκων και προκαλεί εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, παρότι λιγότερες. Με την κυριαρχία, σήμερα, του εισαγόμενου και πανάκριβου φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή τα μονοπώλια ενέργειας κάνουν πάρτι, ενώ οι λογαριασμοί στα νοικοκυριά ζεματάνε.
Πώς και με τι μέσα και τρόπους θα επιβάλλουν τα μέτρα ενεργειακής απόδοσης, όπως η αλλαγή των καυστήρων πετρελαίου, σε κτίρια που διαμένουν νοικοκυριά που έχουν να ζεσταθούν μέσω κεντρικής θέρμανσης εδώ και 10 χρόνια; Φέτος τον χειμώνα, θα παγώσουν, κυριολεκτικά, όχι μόνο τα νοικοκυριά που καίνε πετρέλαιο, αλλά και όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα και έχουν ήδη προχωρήσει στην εγκατάσταση φυσικού αερίου. Και από την άλλη, πώς και με ποιο τρόπο χιλιάδες νοικοκυριά που αδυνατούν να καλύψουν βασικές ανάγκες θα ενταχθούν σε προγράμματα ενεργειακής θωράκισης των διαμερισμάτων τους; Το ζήτημα της κατοικίας είναι πρώτα και κύρια κοινωνικό πρόβλημα και μόνο μέσα από προγράμματα δημοσίων επενδύσεων για την ουσιαστική ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών μπορεί να αντιμετωπιστεί για τη μεγάλη πλειοψηφία.
Ταυτόχρονα, η αλλαγή της τεχνολογίας με όρους επιβολής είναι και αντιλαϊκή και ανεφάρμοστη. Το ανεφάρμοστο, άλλωστε, το παραδέχεται με έναν τρόπο, και το ίδιο το νομοσχέδιο. Για τα δημόσια κτίρια που θα χρειαστούν προς ενοικίαση, προβλέπεται ένας σημαντικός αριθμός εξαιρέσεων ως προς την ενεργειακή κατηγορία που θα ανήκουν. Η κατηγορία Β΄ προβλέπεται μεν σαν απαραίτητη, αλλά πληθώρα περιπτώσεων μπορεί να ανήκει και στη Γ΄. Για τα ιδιωτικά κτίρια, όπου περιλαμβάνεται και η κατοικία, αφήνει ένα περιθώριο να εξαιρούνται των μέτρων ενεργειακής απόδοσης αυτές μέχρι 500 τ.μ.
Ε, αφού και η ΓΣΕΕ το βρίσκει θετικό…
Είναι απορίας άξιο, με βάση όλα όσα θα προβλέπονται στον νέο κλιματικό νόμο, πώς, εννιά οργανώσεις, στην πλειοψηφία τους περιβαλλοντικές, ανάμεσά τους βέβαια και η ΓΣΕΕ, εξέδωσαν ανακοίνωση, όπου διαπίστωσαν πως ο νέος νόμος βρίσκεται σε θετική κατεύθυνση. Αναγνώρισαν πως δεν είναι αρκετά φιλόδοξος, καθώς επαναλαμβάνει τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς στόχους για τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου αλλά στάθηκαν θετικά στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης.
Κι όμως, ο ένοχος δε μπορεί να γίνει σωτήρας! Το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του που ευθύνονται για την εμπορευματοποίηση του περιβάλλοντος, τη νομοθετική υποβάθμιση της προστασίας του και τελικά το ξεπούλημα του με σκοπό το κέρδος ούτε μπορούν ούτε θέλουν μια φιλολαϊκή διαχείριση ακόμα και κάτω από το βάρος της διαρκώς αυξανόμενης κλιματικής κρίσης.
Η λύση βρίσκεται στον συλλογικό οργανωμένο αγώνα ενάντια στη στρατηγική κυβερνήσεων και ΕΕ που καταδικάζει τους εργαζόμενους και τη νεολαία να ζουν δίπλα σε χωματερές, σε ρυπογόνες βιομηχανίες, στα κατεστραμμένα βουνά που αφήνουν πίσω τους οι ΒΑΠΕ ή οι εξορύξεις και στις σύγχρονες τσιμεντουπόλεις. Στην ανατρεπτική κοινή δράση των επιμέρους περιβαλλοντικών κινημάτων και στο συντονισμό τους με το εργατικό και λαϊκό κίνημα.
Κρίσιμο ερώτημα το «ποιος θα πληρώσει»
Τελικά το μεγάλο πρόβλημα της κλιματικής κρίσης δεν μπορεί να επιλυθεί προς όφελος των εργαζομένων με την ταχύτερη και πιο συντονισμένη εφαρμογή νέων τεχνικών παραγωγής, αποθήκευσης και διανομής στα δίκτυα της ενέργειας, όπως επιχειρεί σήμερα το κεφάλαιο και μέσα από τον νέο κλιματικό νόμο. Όλα αυτά θα μένουν αναποτελεσματικά όσο στο στόχαστρο παραμένουν τα συμπτώματα και όχι η αιτία, που είναι η υπαγωγή της φύσης στην κερδοφορία του κεφαλαίου. Ενώ, η σχετική ταύτιση της καταστροφής του περιβάλλοντος με την εκπομπή αέριων ρύπων καταλήγει να απενοχοποιεί τις καταστροφικές επιπτώσεις του νέου ενεργειακού μίγματος που η ίδια η κυβέρνηση φέρνει. Γιατί για να μπει, λοιπόν, φρένο στην κλιματική απορρύθμιση, απαιτείται –σήμερα περισσότερο από ποτέ– τα ζητήματα αυτά να μην απομονώνονται στο επίπεδο των τεχνικών λύσεων αλλά να συνδέονται οργανικά με τα σύγχρονα περιβαλλοντικά ζητήματα για πόλεις φιλικές προς τον άνθρωπο και τη φύση.
Παράλληλα, είναι ανάγκη τα περιβαλλοντικά κινήματα και οι μαχόμενες δυνάμεις του εργατικού κινήματος να συμβάλουν στο ανέβασμα του πήχη της αντιπαράθεσης με την κυρίαρχη πολιτική στα θέματα του περιβάλλοντος. Η αναμέτρηση με τα ερωτήματα του τελικά ποιος πληρώνει και ποιος κερδίζει από την «πράσινη μετάβαση». Η σύνδεση των σύγχρονων οικολογικών κινημάτων με τα ζητήματα του χιλιοπληρωμένου χρέους, της καταλήστευσης του Ταμείου Ανάκαμψης προς όφελος του επιχειρηματικού κέρδους και της αφαίμαξης του λαϊκού εισοδήματος άλλοτε μέσα από τη φορολογία και άλλοτε από τα «πράσινα» χαράτσια.