Μάκης Γεωργιάδης
▸ Από το Ρίο το 1992 μέχρι το Παρίσι το 2015 τα κράτη έφερναν τις συμφωνίες στα μέτρα τους
Μόλις λίγες ημέρες πριν την έναρξη της διάσκεψης για την κλιματική αλλαγή, ο ΟΗΕ προειδοποίησε ότι το 2030 οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου παγκοσμίως θα είναι υπερδιπλάσιες εκείνων που θα αντιστοιχούσαν στους στόχους περιορισμού του φαινομένου και επίτευξης περιβαλλοντικής ισορροπίας. Αν και η διάσκεψη της Γλασκώβης θεωρείται, από ειδήμονες και μη, ως μια τελευταία ευκαιρία σταθεροποίησης και αντιστροφής της καταστροφικής πορείας για τον πλανήτη, όλες οι ενδείξεις δεν αφήνουν σχεδόν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας. Πρακτικά, η ιστορική εμπειρία έρχεται να αποδείξει διαχρονικά, ότι ακόμη και μετά την επίτευξη σημαντικών συμφωνιών αποτροπής της κλιματικής αλλαγής, όπως στη διάσκεψη του Ρίο για το κλίμα το 1992, στο Κιότο με το ομώνυμο Πρωτόκολλο, στην Κοπεγχάγη ή ακόμη και στο Παρίσι με την τελική συμφωνία το 2015, τα πράγματα ποτέ δεν εξελίχθηκαν βάσει των προβλέψεων και των συμφωνηθέντων. Οι μεγάλοι ρυπαντές και τα πολυκλαδικά βιομηχανικά και πολιτικά συμπλέγματα, πάντοτε έβρισκαν τεχνάσματα ακύρωσης στην πράξη κάθε συμφωνίας, είτε στο παρασκήνιο είτε απροκάλυπτα.
Στην πραγματικότητα το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεων της ανθρώπινης, ήτοι κατά κύριο λόγο της βιομηχανικής, δραστηριότητας, έρχεται στο προσκήνιο ήδη από τη δεκαετία του ’70. Μόλις το 1988 το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής αναγνωρίζεται ως μείζον οικουμενικό πρόβλημα και αρχίζουν οι προετοιμασίες παγκόσμιας συνόδου, οι οποίες κατέληξαν στη διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή στο Ρίο της Βραζιλίας το 1992. Στην πραγματικότητα, ωστόσο,
αυτή η περίοδος αποτελεί μάλλον ένα προοίμιο μιας διαρκώς οξυνόμενης και κορυφούμενης κρίσης σε μια εποχή εντελώς διαφορετικών γεωπολιτικών ισορροπιών. Η παγκόσμια επικράτηση ενός ολοκληρωτικού καπιταλιστικού μοντέλου υπήρξε καταλυτική. Τα μοντέλα της ονομαζόμενης ενεργειακής μετάβασης, της αειφορίας, της «πράσινης ανάπτυξης» και τόσων άλλων νεολογισμών απάντησαν μόνο σε ένα ορατό και εύκολο να απαντηθεί ερώτημα: ποιος θα επωμισθεί τα βάρη των πολλαπλών κρίσεων τις οποίες επιφέρει η δραματική κλιματική αλλαγή. Ο ΟΗΕ, πλήρως αποδυναμωμένος και απαξιωμένος, δεν είναι ικανός σαν οργανισμός να βάλει όρια, να επιβάλει δεσμεύσεις και να επιβλέψει την τήρησή τους. Ούτε φυσικά να απαντήσει στο κομβικό ερώτημα: αν μπορεί να αναστραφεί η κλιματική αλλαγή, όντας υπό την παγκόσμια κυριαρχία της διαρκούς επέκτασης της οικονομίας της αγοράς και της έντασης κεφαλαίου, που συνεπάγεται καταστροφή ανθρώπινων και φυσικών πόρων άνευ προηγουμένου.
Παρά τις διεθνείς συμφωνίες για την κλιματική αλλαγή, η κατανάλωση ενέργειας παραγόμενης
από υδρογονάνθρακες αυξανόταν διαρκώς
Υπό αυτό το πρίσμα, σε μια παγκόσμια και αχαλίνωτη οικονομία της αγοράς, οι ΗΠΑ, ως η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, μπορούν άνετα να σαμποτάρουν το πρωτόκολλο του Κιότο, να μπαίνουν και να βγαίνουν στη συμφωνία του Παρισιού όποτε θέλουν. Από την άλλη, χώρες όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Ιαπωνία ή η Αυστραλία δεν δείχνουν καμία διάθεση να επωμιστούν τα βάρη περικοπών των εκπομπών επιβλαβών αερίων. Είναι ενδεικτικό· η Αυστραλία, μία από τους μεγαλύτερες παραγωγούς άνθρακα παγκοσμίως, εάν ακολουθούσε τα πρωτόκολλα και τις συμφωνίες, θα έπρεπε να περικόψει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 75% ως το 2030. Αντί αυτού, δεσμεύεται για μείωση της τάξης του 26%.
Η Κίνα ανακοίνωσε και επισήμως ότι ο πρόεδρος Σι Τζι Πίνγκ δεν θα ταξιδέψει στη Γλασκώβη. Θα ανακοινώσει μονομερώς μέτρα σε συνέδρια εντός της χώρας. Η Ιαπωνία αδιαφορεί. Η Ρωσία βλέπει την τρέχουσα ενεργειακή κρίση ως ευκαιρία επέκτασης της δραστηριότητας στα ορυκτά καύσιμα και ο Β. Πούτιν δεν θα δώσει, ούτε εκείνος, το παρών. Ούτε η Βραζιλία και το Μεξικό δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον. Συνεπώς, το ίδιο παιχνίδι καθυστέρησης και αναβολών, το οποίο έχει φέρει την κατάσταση ως εδώ, συνεχίζεται. Συμφωνίες που αποδείχτηκαν μη βιώσιμες και, εν πολλοίς, βασίστηκαν σε μια χαλαρή δέσμευση ανεπτυγμένων κρατών του βορείου ημισφαιρίου, αφενός, να μειώσουν ρύπους και εκπομπές βλαβερών αερίων και, αφετέρου, να ενισχύσουν τα αναπτυσσόμενα, ώστε να ανταπεξέλθουν στο κόστος μιας περιβαλλοντικής προσαρμογής. Τελευταίο παράδειγμα, οι δεσμεύσεις στο Παρίσι το 2015 για δημιουργία ταμείου ενίσχυσης των αναπτυσσόμενων κρατών ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο φυσικά απέτυχε παταγωδώς και οι δεσμεύσεις πήγαν περίπατο, όπως και όλες οι προηγούμενες.
Γνώριζαν,αλλά συνέχιζαν
Οι κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης συντάσσουν μελέτες για τις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, περιλαμβάνοντας ακραία σενάρια αύξησης της θερμοκρασίας της επιφάνειας της γης έως και 4,5 βαθμούς Κελσίου ως το 2050.
Το υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας των ΗΠΑ εκπονεί εκθέσεις για την αντιμετώπιση κοινωνικών εκρήξεων και έκτακτων καταστάσεων, εξαιτίας των περιβαλλοντικών μεταβολών. Όλα αυτά, ασφαλώς, φανερώνουν μια αντίληψη, όμως είναι προβολές στο μέλλον με αρκετές πιθανότητες, οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ήταν επιστημονικά τεκμηριωμένες ήδη από τις αρχές του ΄70 και, όπως πρόσφατα αποκαλύφθηκε στον διεθνή Τύπο, ενήμερες για το ζήτημα ήταν οι πετρελαϊκές εταιρείες. Πώς απάντησαν; Στρέβλωση, σύγχυση, εξαγορά, διασπορά ψευδών ειδήσεων και, τελικά, αμφισβήτηση με κάθε τρόπο των επιστημονικών τεκμηρίων, διερχόμενες κάθε αθέμιτη μέθοδο.
Πρωταγωνίστριες, φυσικά, ήταν και εταιρείες της τότε ΕΟΚ, νυν ΕΕ, η οποία μπορεί να κομπάζει για την πράσινη πολιτική της, όντας ελλειμματική σε ορυκτούς πόρους, ωστόσο αυτό δεν την εμπόδισε, ούτε την εμποδίζει, να ενισχύει με κάθε τρόπο τα πολυεθνικά μονοπώλια των εξορύξεων υδρογονανθράκων. Έτσι, κράτη, υπερεθνικοί οργανισμοί και πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια, καταπίνουν τον πλανήτη.