Περικλής Παυλίδης
Η συζήτηση για την έννοια της ελευθερίας σε συνάρτηση μάλιστα με τον ρόλο της επιστήμης, την κοινωνική και ατομική ευθύνη και επιλογή, έχει ανοίξει ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα και λόγω της πανδημίας και της πολιτικής-θεωρητικής διαπάλης για την αντιμετώπισή της. Συμβάλλοντας στο διάλογο το Πριν δημοσιεύει βασικά σημεία από την εισήγηση του καθηγητή του ΑΠΘ Περικλή Παυλίδη στην εκδήλωση του ΝΑΡ Αττικής με θέμα «Ελευθερία, κοινωνία και άτομο σε καιρούς καπιταλιστικής βαρβαρότητας» (23/10/2021).
Η ελευθερία αποτελεί κοινωνική ιδιότητα των ανθρώπων η οποία αφορά τις δύο θεμελιώδεις σφαίρες της ύπαρξής τους: Τη σχέση τους με τη φύση και τις μεταξύ τους κοινωνικές σχέσεις.
Η ελευθερία των ανθρώπων στην αλληλεπίδρασή τους με τη φύση συνίσταται στον εργασιακό μετασχηματισμό της τελευταίας για την ικανοποίηση των αναγκών. Εκτός αυτού του πλαισίου, του εργασιακού μετασχηματισμού της αντικειμενικής φυσικής πραγματικότητας, δεν υφίσταται ελευθερία, κοινωνία, πολιτισμός. Η φύση -και η φύση του σώματός μας- αποτελεί κατάσταση αναγκαιότητας, την οποία θα πρέπει διαρκώς να λαμβάνουμε υπ’ όψη. Γι’ αυτό και είναι σημαντική η δήλωση του Σπινόζα ότι ελευθερία είναι η γνώση της αναγκαιότητας των νόμων της φύσης. Οι άνθρωποι εδώ μπορούν να είναι ελεύθεροι στο βαθμό που εντός και για τις ανάγκες της εργασίας δύνανται να γνωρίζουν την πραγματικότητα ως αναγκαιότητα, αλλά και να επενεργούν σε αυτή βάσει φάσματος εγνωσμένων δυνατοτήτων. Μπορούν δηλαδή να κάνουν επιλογές και να κατευθύνουν σκόπιμα τη δραστηριότητα τους προς ικανοποίηση των αναγκών τους.
Ο μετασχηματισμός της φύσης και η δημιουργία τεχνητού περιβάλλοντος υπήρξε καθοριστικός για τον μετασχηματισμό των αφετηριακών ζωωδών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε σχέσεις εργασιακές-κοινωνικές.
Εντός της κεφαλαιοκρατίας τα όρια της ελευθερίας εγκλωβίζονται στα όρια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και είναι αντίστοιχα προς το μέγεθός της
Σε ό,τι αφορά την ελευθερία στη δεύτερη σφαίρα, εντός δηλαδή των κοινωνικών σχέσεων, των σχέσεων παραγωγής, θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι αυτές σαφώς καθορίζονται από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, του υλικού πλούτου. Ωστόσο, στο βαθμό που αναπτύσσεται αυτός ο πλούτος και τα μέσα που τον παράγουν εμφανίζεται φάσμα δυνατοτήτων αλλαγής των σχέσεων παραγωγής, των κοινωνικών σχέσεων εν γένει. Η ελευθερία εδώ συνίσταται στη δυνατότητα των ανθρώπων, εντός συγκεκριμένου πλαισίου επιλογών, να ρυθμίζουν συνειδητά, να αλλάζουν, να δημιουργούν τις κοινωνικές τους σχέσεις. Αυτή η ελευθερία δεν είναι εξ αρχής δοσμένη, αλλά αποτελεί συνέπεια της ίδιας της ιστορικής ανάπτυξης και διαμόρφωσης της κοινωνίας και του πολιτισμού.
Εντός των κοινωνικών σχέσεων η ελευθερία τίθεται και ως ζήτημα που αφορά το κάθε ξεχωριστό άτομο, με την έννοια του βαθμού στον οποίο κάθε άτομο έχει πρόσβαση στον κοινωνικό πλούτο και συνακόλουθα δυνατότητες ανάπτυξης ως προσωπικότητα.
Αναφορικά με την πρώτη διάσταση της ελευθερίας, θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι η ανθρωπότητα χρειάζεται να επεκτείνεται διαρκώς στη φύση και να τη μετασχηματίζει, προκειμένου να επιβιώνει και να αναπτύσσεται. Η επέκταση αυτή δεν θα είναι ποτέ απολύτως προβλέψιμη ως προς τις συνέπειές της. Θα εκθέτει διαρκώς την ανθρωπότητα σε κίνδυνους.
Το ζήτημα βρίσκεται στο πώς ακριβώς επεκτείνεται η κοινωνία στη φύση, στο πόσο καλά προετοιμάζονται τα βήματα της επέκτασής της, στο κατά πόσο αυτή η επέκταση αντιμετωπίζεται ως συλλογική ανάγκη και δραστηριότητα της κοινωνίας και όχι ως ζήτημα πληθώρας ιδιωτικών συμφερόντων και επιδιώξεων. Δεδομένης της αναγκαιότητας παραγωγικής αλληλεπίδρασης με τη φύση, η επιστήμη, ως διείσδυση στην ουσία των διαφόρων αντικειμένων, ανακάλυψη των αιτιακών τους σχέσεων και ανίχνευση προοπτικών-δυνατοτήτων εξέλιξης και μετασχηματισμού τους, είναι υπαρξιακά σημαντική και κρίσιμη για την ανθρωπότητα.
Η επιστημονική έρευνα θέτει τα θεμέλια για τη σχεδίαση και καθοδήγηση της παραγωγικής δραστηριότητας της κοινωνίας. Ανιχνεύει γνωσιακά δυνατότητες ελευθερίας εντός του κόσμου της φυσικής αναγκαιότητας. Γι’ αυτό και είναι εξόχως σημαντικό να αποτελεί καθολικό πλούτο-καθολική δυνατότητα των ανθρώπων και όχι αντικείμενο ιδιωτικής ιδιοποίησης, κατοχής και χρήσης. Όμως στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατία η επιστήμη βρίσκεται διαρκώς περισσότερο εγκλωβισμένη σε ιδιωτικά συμφέροντα και κερδώες επιδιώξεις.
Η ελευθερία ως ατομική υπόθεση και αντικείμενο ανταγωνισμού στον καπιταλισμό
Πώς όμως προβάλλει η ελευθερία εντός της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας; Σε συνθήκες όπου κυριαρχεί το ιδιοτελές συμφέρον των ανταγωνιζόμενων ιδιωτών, η ελευθερία προβάλλει ως ατομική-ιδιωτική υπόθεση, ως κάτι που ο ιδιώτης θα πρέπει να κατακτήσει, να αρπάξει σε ανταγωνισμό με τους άλλους. Εδώ τα όρια της ελευθερίας εγκλωβίζονται στα όρια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και είναι αντίστοιχα προς το μέγεθός της.
Ως συνέπεια του καθολικού ανταγωνισμού τα άτομα αποξενώνονται από τη δραστηριότητά τους και τις δυνάμεις που αυτή γεννά, οι οποίες ως ανεξέλεγκτες και χαώδεις στρέφονται εναντίον τους, λειτουργούν ως δυνάμεις καταστροφής. Η αποξενωμένη ατομικότητα βρίσκεται υποταγμένη σε αυτές τις δυνάμεις, συνθλίβεται από τη χαώδη και καταστροφική πορεία τους. Τελικά η ιδιωτικά περιχαρακωμένη ελευθερία μετατρέπεται σε ανελευθερία, κάθε στιγμή που το άτομο προσκρούει στις αποξενωμένες δυνάμεις της κοινωνικής ολότητας.
Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η δημιουργία μιας εξόχως ανορθολογικής συνείδησης. Για τον αποξενωμένο άνθρωπο ό,τι υπερβαίνει την ατομικότητά του φαντάζει αλλότριο, εχθρικό, αμφίβολο και ακατάληπτο. Οι σχέσεις αποξένωσης και ανταγωνισμού πλήττουν καίρια τον ορθό λόγο, τη νόηση που είναι θεμελιωμένη σε καθολικούς κανόνες, οι οποίοι διασφαλίζουν την επικοινωνία των ανθρώπων και τη συλλογική αντίληψη της πραγματικότητας, την κοινωνική συνείδηση.
Ο ορθός λόγος, ως θεμέλιο της νόησης και της γλώσσας, αποτελεί έκφανση στον ψυχισμό των κοινωνικών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, είναι το αποτέλεσμα του μετασχηματισμού του ψυχισμού από αυτούς τους δεσμούς σε κοινωνική συνείδηση.
Όταν όμως το άτομο εγκλωβίζεται στον εαυτό του σε συνθήκες αποξένωσης από τα άλλα άτομα και ανταγωνισμού με αυτά, όταν συνακόλουθα ο κόσμος τον οποίο μοιράζεται με τους άλλους φαντάζει ξένος και εχθρικός, τότε η λογική καταρρέει, η αλήθεια παύει να υφίσταται. Τότε όλα φαντάζουν υποκειμενικά και απολύτως σχετικά, ισχύουν και δεν ισχύουν ταυτόχρονα.
Εκτός αυτού, τα δημιουργήματα των ανθρώπων που ως αποξενωμένες δυνάμεις κυριαρχούν πάνω τους και στρέφονται εναντίον τους εμφανίζονται στη νόηση με αντεστραμμένη μορφή, σαν να έχουν τη δική τους ψυχή, βούληση και αυτόνομη ζωή. Προκύπτει, συνεπώς, μια εντελώς παραμορφωμένη-ψευδής αντίληψη της πραγματικότητας. Η κοινωνική αποξένωση, ο ανταγωνισμός και ο φόβος, ως ειδοποιά γνωρίσματα της κεφαλαιοκρατίας, σε συνάρτηση με την ελλιπή, κατακερματισμένη μόρφωση των ανθρώπων, γεννούν αναπόδραστα ανορθολογισμό, καθημερινά και σε μαζική κλίμακα.
Καχυποψία προς την επιστήμη
Ανορθολογικές είναι συχνά οι στάσεις των ανθρώπων προς την επιστήμη και την τεχνολογία, υπό το βάρος του φόβου που βιώνουν απέναντί τους. Και υπάρχουν σοβαροί λόγοι που προκαλούν αυτόν τον φόβο, δεδομένων των επικίνδυνων συνεπειών υπαγωγής της επιστήμης σε ιδιοτελή συμφέροντα, στις δυνάμεις του κεφαλαίου. Η επιστήμη χρησιμοποιείται ευρέως από αυτές τις δυνάμεις για τους σκοπούς του ανταγωνισμού, του πολέμου, της χειραγώγησης και καταπίεσης ανθρώπων.
Η καχυποψία προς την επιστήμη ενισχύεται από την αναξιοπιστία των κρατικών θεσμών της καπιταλιστικής κοινωνίας που τη διαχειρίζονται. Το γεγονός ότι οι κρατικές εξουσίες και τα ελεγχόμενα από αυτές μέσα ενημέρωσης ψεύδονται αποτελεί μαζική εμπειρία, η οποία γεννά καχυποψία απέναντί τους, που εύκολα μπορεί να συμπεριλάβει και τον επιστημονικό λόγο, όταν αυτός εμφανίζεται ως μέρος του κυβερνητικού.
Η καχυποψία προς την επιστήμη είναι σαφώς αποτέλεσμα και της λειτουργικής ημιμάθειας και αμάθειας των σύγχρονων ανθρώπων, ενώ συνάμα αντλεί ιδέες από τις ευρύτερες παραδόσεις ανορθολογισμού που έχουν διαμορφωθεί στην ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Στην διάδοση του ανορθολογισμού ισχυρός είναι ο ρόλος των θρησκειών και των θεσμικών τους εκφράσεων, ως ουσιωδώς εχθρικών προς την επιστημονική σκέψη και έρευνα.
Η κοινωνική αποξένωση, ο ανταγωνισμός και ο φόβος, σε συνάρτηση με την ελλιπή, κατακερματισμένη μόρφωση των ανθρώπων, γεννούν αναπόδραστα ανορθολογισμό, καθημερινά και σε μαζική κλίμακα
Εχθρός της επιστήμης και του ορθού λόγου είναι και οι πολιτικές δυνάμεις της ακροδεξιάς, του εθνικισμού και φασισμού, οι οποίες γνωρίζουν σημαντική ανάπτυξη. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, δεδομένου ότι μόνο ανορθολογικά μπορούν να διατυπωθούν και να υποστηριχθούν τα τοξικά ιδεολογήματά τους περί ανωτερότητας του «ημέτερου έθνους», του «ημέτερου πολιτισμού» κλπ.
Περιπτώσεις ανορθολογικής επιστημοφοβίας μπορούμε να συναντήσουμε και στον χώρο μιας ψευδεπίγραφα ριζοσπαστικής κοινωνικής θεωρίας, η οποία καταφέρεται εναντίον της επιστήμης καθεαυτήν και όχι εναντίον των κοινωνικών-ταξικών σχέσεων που οδηγούν στην αλλοτρίωσή της από τους ανθρώπους. Κλασική περίπτωση αποτελούν οι ιδέες του Ιβάν Ίλιτς, ο οποίος, φερ’ ειπείν στο έργο του Ιατρική Νέμεση, δηλώνει τα εξής: «η κακοήθης εξάπλωση της ιατρικής … μετατρέπει την αλληλοπερίθαλψη και την αυτονοσηλεία σε παράπτωμα ή κακούργημα», «σ’ όλες τις κοινωνίες, η ιατρική, όπως και ο νόμος και η θρησκεία, ορίζει τι είναι φυσιολογικό, καλό ή επιθυμητό. Η ιατρική έχει την εξουσία να χαρακτηρίζει τα παράπονα ενός αρρώστου θεμιτή, νόμιμη αρρώστια …».
Αρκεί εδώ να σχολιάσουμε ότι η αναφορά στην «αυτοπερίθαλψη» και «αυτονοσηλεία» αποκαλύπτει μιαν εξόχως μικροαστική αντίληψη της αυτονομίας, η οποία απορρίπτει την εξειδικευμένη επιστημονική γνώση και το κύρος της. Πίσω από ποικίλες παρόμοιες κριτικές στην επιστήμη, την εξειδίκευση και τον καταμερισμό εργασίας, την αλληλεξάρτηση των ανθρώπων ως συνέπεια αυτού του καταμερισμού (βάσει του οποίου έχει προοδεύσει η ανθρωπότητα και εντός της κεφαλαιοκρατίας) κρύβεται η ταξική θέση του μικροαστού, ο οποίος αντιμετωπίζει εχθρικά την καθολικότητα των σύγχρονων σχέσεων και εξαρτήσεων από τη σκοπιά μιας ρητής ή υπόρρητης, εξιδανίκευσης της αυτάρκειας και αυτονομίας του μικρονοικοκύρη.
Ανορθολογική, εν πολλοίς, είναι η αντίληψη για την επιστήμη που παρουσιάζει και ο Μισέλ Φουκώ, ο οποίος σχετικοποιεί εξαιρετικά τη γνώση, απαξιώνοντας τον προσδιορισμό των εκάστοτε ιστορικά και κοινωνικά συγκεκριμένων υποκειμένων της στη σχέση τους με την αντικειμενική πραγματικότητα. Ο Φουκώ συνέβαλε και αυτός στη μετακίνηση της κριτικής από τις ταξικές σχέσεις που καθορίζουν τη δημιουργία και εφαρμογή της επιστήμης στην επιστήμη καθεαυτήν.
Διαβάζουμε σε μια χαρακτηριστική δήλωσή του από το έργο του Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής: «Η εξέταση συνδυάζει τις τεχνικές της ιεραρχίας που επιτηρεί κι εκείνες της κύρωσης που ‘’κανονικοποιεί’’ … Στο κέντρο κάθε πειθαρχικής διαδικασίας, η εξέταση φανερώνει την καθυπόταξη εκείνων που θεωρούνται ως αντικείμενα και την αντικειμενοποίηση εκείνων που καθυποτάσσονται», «ένα γεγονός που συντέλεσε στην επιστημολογική επανάσταση στον τομέα της ιατρικής, περί τα τέλη του 18ου αιώνα, ήταν η οργάνωση του νοσοκομείου ως μέσου ‘’εξέτασης’’. Η τελετουργία της ιατρικής επίσκεψης στους θαλάμους είναι η πιο τρανή μορφή του», «Το καλά ‘’πειθαρχημένο’’ νοσοκομείο αποτελεί τώρα τον κατάλληλο χώρο της ιατρικής ‘’πειθαρχίας’’».
Κάτι όμως απουσιάζει στα παραπάνω παραθέματα. Η αντίληψη περί ιατρικής και επιστήμης, εν γένει, ως στοιχείου βιοπολιτικής και θεσμού ελέγχου (αντίληψη που προβλήθηκε συχνά και κατά την περίοδο της πανδημίας) παραλείπει να μας εξηγήσει ποια υποκείμενα τον ασκούν και για ποιους λόγους, για ποιες κοινωνικές ανάγκες και συμφέροντα. Ο έλεγχος της ζωής εμφανίζεται ως κάτι που απλώς υφίσταται, ασκείται διότι απλώς ασκείται. Όμως εάν πρόκειται να εξεταστούν ο ρόλος της επιστήμης εντός της κοινωνίας, οι χρήσεις της για την άσκηση εξουσίας, τότε θα πρέπει να διευκρινιστεί από ποιον ασκείται η εξουσία και για ποιους λόγους, για ποια συμφέροντα, χωρίς να μας διαφεύγει ότι κυρίαρχα-καθοριστικά συμφέροντα είναι τα υλικά-ταξικά. Εκτός της εξέτασης των κοινωνικών σχέσεων, αντιθέσεων και συγκρούσεων η αναφορά στην επιστήμη ως μέσου άσκησης βιοπολιτικής καταλήγει σε ανορθολογική φλυαρία.
Κομμουνιστική ενοποίηση της ανθρωπότητας
Η ελευθερία ως κοινωνική ιδιότητα των ανθρώπων σε συνάρτηση με τον κοινωνικό ρόλο της επιστήμης δοκιμάστηκαν στις συνθήκες της πανδημίας Covid-19. Η πανδημία ως παγκόσμιο φαινόμενο αποκάλυψε την καθολική αλληλεξάρτηση των ανθρώπων. Έθεσε επιτακτικά το ερώτημα του κατά πόσο η σύγχρονη κοινωνία δύναται να αντιμετωπίζει συλλογικά τις καθολικές προκλήσεις που δημιουργεί η αλληλεπίδρασή της με τη φύση. Η ανθρωπότητα, δεδομένης της πλανητικής εξάπλωσής και της συγκρότησής της σε ολότητα παγκόσμιων σχέσεων, υφίσταται καθολικά τις συνέπειες των αλληλεπιδράσεών της με το φυσικό περιβάλλον. Ό,τι κρίσιμο συμβαίνει σε μια γωνιά του πλανήτη επηρεάζει όλη την ανθρωπότητα.
Βεβαίως, η πανδημία δεν έπληξε το ίδιο πλούσιους και φτωχούς, κυρίαρχες και κυριαρχούμενες τάξεις. Αντιθέτως, αποκάλυψε βαθιές ανισότητες στο εσωτερικό της κάθε χώρας αλλά και μεταξύ χωρών και ολόκληρων περιφερειών. Έφερε, επίσης, στο προσκήνιο τη μεγάλη ανεπάρκεια των δημόσιων υποδομών, των συλλογικών μέσων αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων. Η φτώχεια αυτών των υποδομών συνιστά πρωτίστως φτώχεια των συνθηκών ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων της εργασίας και του μόχθου, σηματοδοτεί την πενιχρή ελευθερία τους ενώπιον των μεγάλων σύγχρονων κινδύνων και απειλών, επιδημιολογικών-υγειονομικών, αλλά και περιβαλλοντικών και οικονομικών.
Δεδομένων των παραπάνω, η ελευθερία προβάλλει ως ζήτημα της εργαζόμενης ανθρωπότητας που αφορά την ανάκτηση του ελέγχου επί των αποξενωμένων οικονομικών-παραγωγικών-πολιτιστικών δυνάμεών της και τη μετατροπή τους σε κοινό πλούτο της. Ως ύψιστη υπόθεση ελευθερίας προβάλλει στην εποχή μας η κομμουνιστική ενοποίηση της ανθρωπότητας, η εγκαθίδρυση συντροφικών σχέσεων παραγωγής -κοινωνικών σχέσεων, εν γένει.
Μια τέτοια προοπτική αποτελεί, αφενός, υπαρκτή δυνατότητα, η οποία προκύπτει από την σύγχρονη παραγωγή πλούτου, αφετέρου, αναγκαίο όρο για τη βελτιστοποίηση της παραγωγικής μας σχέσης με τη φύση, την αντιμετώπιση των προκλήσεων που προκύπτουν από τη σχέση αυτή.
Εκτός αυτού, η κομμουνιστική ενοποίηση της κοινωνίας αποτελεί προϋπόθεση για την αυθεντική ελευθερία κάθε ατόμου, την κοινωνική προστασία της ζωής, αλλά και την οικειοποίηση από κάθε άνθρωπο των δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας στα πεδία της επιστήμης, της τεχνολογίας, του πολιτισμού, τη διασφάλιση ενός βίου με περιεχόμενο και νόημα.