Αιμιλία Καραλή
Σε δύο πρόσφατες ταινίες, μία γυρισμένη στη Γερμανία και μία στην Ιταλία, περιγράφεται η αναπάντεχη «επιστροφή» του Χίτλερ και του Μουσολίνι αντίστοιχα και η πιθανότητα πολλοί άνθρωποι να τους υποστηρίξουν, με τη βοήθεια και των ΜΜΕ. Έχουν βάση όλα αυτά και που οφείλονται τέτοιες τάσεις;
Το 2015 ο Ντάβιντ Βνεντ, στηριζόμενος στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τιμούρ Βέρμες, γύρισε την ταινία «Er ist Wieder Da» (Είναι πάλι εδώ). Με κάποιο μυστήριο τρόπο ο Χίτλερ ζωντανεύει στη Γερμανία του 2014. Παρατηρεί έκπληκτος τα όσα συμβαίνουν στην πολιτική ζωή της χώρας του, στις κοινωνικές δομές, στα τηλεοπτικά προγράμματα, ακόμη και στους νεοναζιστές πολιτικούς απογόνους του, οι οποίοι μάλιστα τον δέρνουν. Η ταινία ξεκινά σαν ένα είδος κωμωδίας με στοιχεία ντοκιμαντέρ για να καταλήξει σε μια πικρή διαπίστωση: πολύς κόσμος, με τη συνδρομή των ΜΜΕ, είναι έτοιμος να τον υποδεχτεί με χαρά. Το 2018 ο Λούκα Μινιέρο προσαρμόζει την ιδέα στην ιταλική πραγματικότητα. Με την ταινία του Κοίτα ποιος γύρισε (Sono tornato ο ιταλικός τίτλος) παρουσιάζει την επανεμφάνιση του Μουσολίνι στη σύγχρονη Ιταλία και εστιάζει και αυτός στην προθυμία πολλών Ιταλών να ακολουθήσουν τον Ντούτσε.
«Δεν μπορείς να με ξεφορτωθείς, γιατί θα πρέπει να ξεφορτωθείς όσους με ψήφισαν. Είμαι μέρος τους. Με ακολουθεί ο κόσμος γιατί βαθιά μέσα τους είναι σαν κι εμένα, έχουν τις ίδιες αξίες με μένα», λέει ο ξαναγεννημένος Χίτλερ στον δημοσιογράφο που τον ανακάλυψε κι έγινε, άθελά του, το όχημα για τον θρίαμβο του τυράννου.
Σε αυτόν τον κόσμο που τον ακολουθεί, όπως και στην ταινία του Μινιέρο αντίστοιχα, βρίσκονται και άνθρωποι που δεν είναι Γερμανοί ούτε Ιταλοί. Ένα ετερόκλιτο πλήθος διαφορετικών εθνικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών αναφορών είναι έτοιμο να ζήσει σε μια δικτατορία. Είναι χαρακτηριστική εξάλλου η περίπτωση της επικεφαλής του ακροδεξιού-νεοναζιστικού γερμανικού κόμματος AfD που δεν ανταποκρίνεται στη στερεοτυπική εικόνα για ανθρώπους αυτής της ιδεολογίας: ομοφυλόφιλη με σύζυγο που κατάγεται από τη Σρι Λάνκα, με την οποία έχουν υιοθετήσει δύο παιδιά, διδάκτορα οικονομικών σπουδών και εργασιακή θητεία σε μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, που «φιλοξενεί» –κατά δήλωσή της– στο σπίτι της Σύριους πρόσφυγες. Πολλές από τις θέσεις του κόμματός της –ιδίως για το μεταναστευτικό και τον γάμο των ομοφυλόφιλων ζευγαριών– έρχονται σε αντίθεση με την προσωπική της ζωή. Αυτό όμως δεν εμπόδισε το 10,3% των γερμανών ψηφοφόρων να την εμπιστευτεί. Παρόμοια παραδείγματα έχουμε και στη χώρα μας, καθώς γνωρίζουμε ότι στις γραμμές των ακροδεξιών μορφωμάτων είναι ενταγμένοι μετανάστες από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη. Αρκετοί από αυτούς εξελληνίζουν τα ονόματά τους και σε συζητήσεις ή επιδρομές εναντίον του όποιου «εχθρού» τους δρουν με φανατισμό μεγαλύτερο και από εκείνον των ηγετών τους.
Υπάρχει όμως ένα κοινό συνεκτικό στοιχείο που δένει αυτούς τους ανθρώπους. Θα μπορούσε κάποιος να το συνδέσει με την παρατεταμένη οικονομική κρίση και την αδυναμία των πολιτικών ηγεσιών να αντιμετωπίσουν την πανδημία του κορονοϊού. Όλα αυτά τα μορφώματα, εξάλλου, συμμετέχουν σε διαδηλώσεις εναντίον του εμβολιασμού ή της χρήσης μασκών σε δημόσιους χώρους, διεκδικώντας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματός τους ή αρνούμενα ακόμα και την ύπαρξη της πανδημίας. Ωστόσο εκείνο που τους δένει βαθύτερα είναι το μίσος για ό,τι μπορεί να υπερβεί τον μικρόκοσμό τους και τα όριά του.
Τα υλικά αυτού του κόσμου –αντλημένα από τον πραγματικό κόσμο στον οποίο ζουν– στηρίζονται στη βία εναντίον της επιστημονικής και ιστορικής γνώσης, εναντίον εκείνων που την διεκδικούν και την υπερασπίζονται. Εμφανίζονται ως υπέρμαχοι της ελευθερίας και της δημοκρατίας, εκείνοι των οποίων το κοινωνικό και πολιτικό όραμα αντιστρατεύεται και τα δύο. Εχθρός τους είναι εκείνος που αγωνίζεται για την αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπων, γιατί αυτοί ταυτίζουν την αξιοπρέπεια –αν υπάρχει μια τέτοια λέξη στο λεξιλόγιό τους– με τον δικό τους τσαμπουκά. Αντίπαλός τους είναι εκείνος που διερωτάται για όσα συμβαίνουν, που αμφιβάλλει για τα όσα συγκροτούν και διαιωνίζουν το σύστημα στο οποίο ζει, γιατί αυτοί έχουν αντικαταστήσει το ερωτηματικό, την αρχή της γνώσης, με την τελεία, το τέλος της. Νομίζουν ότι αμφισβητούν ενώ είναι απλώς καχύποπτοι, κοινώς φοβισμένοι.
Γι’ αυτό και ακολουθούν ό,τι τους τελειώνει σαν ανθρώπους και αφαιρεί κάθε νόημα ελευθερίας από τη ζωή τους. Το 2015 ο Ντάβιντ Βνεντ, στηριζόμενος στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τιμούρ Βέρμες, γύρισε την ταινία «Er ist Wieder Da» (Είναι πάλι εδώ). Με κάποιο μυστήριο τρόπο ο Χίτλερ ζωντανεύει στη Γερμανία του 2014. Παρατηρεί έκπληκτος τα όσα συμβαίνουν στην πολιτική ζωή της χώρας του, στις κοινωνικές δομές, στα τηλεοπτικά προγράμματα, ακόμη και στους νεοναζιστές πολιτικούς απογόνους του, οι οποίοι μάλιστα τον δέρνουν. Η ταινία ξεκινά σαν ένα είδος κωμωδίας με στοιχεία ντοκιμαντέρ για να καταλήξει σε μια πικρή διαπίστωση: πολύς κόσμος, με τη συνδρομή των ΜΜΕ, είναι έτοιμος να τον υποδεχτεί με χαρά. Το 2018 ο Λούκα Μινιέρο προσαρμόζει την ιδέα στην ιταλική πραγματικότητα. Με την ταινία του Κοίτα ποιος γύρισε (Sono tornato ο ιταλικός τίτλος) παρουσιάζει την επανεμφάνιση του Μουσολίνι στη σύγχρονη Ιταλία και εστιάζει και αυτός στην προθυμία πολλών Ιταλών να ακολουθήσουν τον Ντούτσε.
«Δεν μπορείς να με ξεφορτωθείς, γιατί θα πρέπει να ξεφορτωθείς όσους με ψήφισαν. Είμαι μέρος τους. Με ακολουθεί ο κόσμος γιατί βαθιά μέσα τους είναι σαν κι εμένα, έχουν τις ίδιες αξίες με μένα», λέει ο ξαναγεννημένος Χίτλερ στον δημοσιογράφο που τον ανακάλυψε κι έγινε, άθελά του, το όχημα για τον θρίαμβο του τυράννου.
Σε αυτόν τον κόσμο που τον ακολουθεί, όπως και στην ταινία του Μινιέρο αντίστοιχα, βρίσκονται και άνθρωποι που δεν είναι Γερμανοί ούτε Ιταλοί. Ένα ετερόκλιτο πλήθος διαφορετικών εθνικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών αναφορών είναι έτοιμο να ζήσει σε μια δικτατορία. Είναι χαρακτηριστική εξάλλου η περίπτωση της επικεφαλής του ακροδεξιού-νεοναζιστικού γερμανικού κόμματος AfD που δεν ανταποκρίνεται στη στερεοτυπική εικόνα για ανθρώπους αυτής της ιδεολογίας: ομοφυλόφιλη με σύζυγο που κατάγεται από τη Σρι Λάνκα, με την οποία έχουν υιοθετήσει δύο παιδιά, διδάκτορα οικονομικών σπουδών και εργασιακή θητεία σε μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, που «φιλοξενεί» –κατά δήλωσή της– στο σπίτι της Σύριους πρόσφυγες. Πολλές από τις θέσεις του κόμματός της –ιδίως για το μεταναστευτικό και τον γάμο των ομοφυλόφιλων ζευγαριών– έρχονται σε αντίθεση με την προσωπική της ζωή. Αυτό όμως δεν εμπόδισε το 10,3% των γερμανών ψηφοφόρων να την εμπιστευτεί. Παρόμοια παραδείγματα έχουμε και στη χώρα μας, καθώς γνωρίζουμε ότι στις γραμμές των ακροδεξιών μορφωμάτων είναι ενταγμένοι μετανάστες από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη. Αρκετοί από αυτούς εξελληνίζουν τα ονόματά τους και σε συζητήσεις ή επιδρομές εναντίον του όποιου «εχθρού» τους δρουν με φανατισμό μεγαλύτερο και από εκείνον των ηγετών τους.
Υπάρχει όμως ένα κοινό συνεκτικό στοιχείο που δένει αυτούς τους ανθρώπους. Θα μπορούσε κάποιος να το συνδέσει με την παρατεταμένη οικονομική κρίση και την αδυναμία των πολιτικών ηγεσιών να αντιμετωπίσουν την πανδημία του κορονοϊού. Όλα αυτά τα μορφώματα, εξάλλου, συμμετέχουν σε διαδηλώσεις εναντίον του εμβολιασμού ή της χρήσης μασκών σε δημόσιους χώρους, διεκδικώντας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματός τους ή αρνούμενα ακόμα και την ύπαρξη της πανδημίας. Ωστόσο εκείνο που τους δένει βαθύτερα είναι το μίσος για ό,τι μπορεί να υπερβεί τον μικρόκοσμό τους και τα όριά του.
Νομίζουν ότι αμφισβητούν, ενώ είναι απλώς καχύποπτοι, κοινώς φοβισμένοι
Τα υλικά αυτού του κόσμου –αντλημένα από τον πραγματικό κόσμο στον οποίο ζουν– στηρίζονται στη βία εναντίον της επιστημονικής και ιστορικής γνώσης, εναντίον εκείνων που την διεκδικούν και την υπερασπίζονται. Εμφανίζονται ως υπέρμαχοι της ελευθερίας και της δημοκρατίας, εκείνοι των οποίων το κοινωνικό και πολιτικό όραμα αντιστρατεύεται και τα δύο. Εχθρός τους είναι εκείνος που αγωνίζεται για την αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπων, γιατί αυτοί ταυτίζουν την αξιοπρέπεια –αν υπάρχει μια τέτοια λέξη στο λεξιλόγιό τους– με τον δικό τους τσαμπουκά. Αντίπαλός τους είναι εκείνος που διερωτάται για όσα συμβαίνουν, που αμφιβάλλει για τα όσα συγκροτούν και διαιωνίζουν το σύστημα στο οποίο ζει, γιατί αυτοί έχουν αντικαταστήσει το ερωτηματικό, την αρχή της γνώσης, με την τελεία, το τέλος της. Νομίζουν ότι αμφισβητούν ενώ είναι απλώς καχύποπτοι, κοινώς φοβισμένοι.
Γι’ αυτό και ακολουθούν ό,τι τους τελειώνει σαν ανθρώπους και αφαιρεί κάθε νόημα ελευθερίας από τη ζωή τους.