Δημήτρης Τζιαντζής
H ταινία προβάλλεται σε περισσότερες από 200(!) αίθουσες σε όλη την Ελλάδα, καθιστώντας την με διαφορά την πιο φιλόδοξη κινηματογραφική προβολή των τελευταίων ετών. Πρεμιέρα μετά από 18 μήνες.
Η εταιρεία διανομής της ταινίας στην Ελλάδα επέλεξε να αφήσει αμετάφραστο τον αμφίσημο τίτλο της 25ης περιπέτειας του Βρετανού πράκτορα Τζέιμς Μποντ No time to die στους κινηματογράφους. Μπορεί να σημαίνει ότι «δεν είναι καιρός να πεθάνει κανείς» ή ότι ο ήρωας της ταινίας «δεν έχει χρόνο να πεθάνει». Στην πανηγυρική πρεμιέρα του φιλμ στο Λονδίνο το παρών παρά τα αυστηρά υγειονομικά πρωτόκολλα έδωσαν μεταξύ άλλων όλα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας –πλην της 95χρονης Ελίζαμπεθ– χαρακτηριστικό της σημασίας που δίνει το Ηνωμένο Βασίλειο σε ένα από τα πιο διάσημα πολιτιστικά εξαγώγιμα προϊ-
όντα της χώρας. Εδώ και πολλά χρόνια πάντως η παραγωγή είναι αμερικανοβρετανική, ενώ πρώτη φορά τη σκηνοθεσία ταινίας Τζέιμς Μποντ αναλαμβάνει Αμερικανός σκηνοθέτης.
Απ’ όλα έχει ο μπαξές του νέου 007: Νανοτεχνολογία, DNA, Brexit, τραμπισμός και «κακοί Ρώσοι»
Πρόκειται για την τελευταία φορά που τον ομώνυμο ρόλο ερμηνεύει ο ηθοποιός Ντάνιελ Κρεγκ, ο οποίος μπορεί να μην έχει τη γοητεία του αξέχαστου Σον Κόνερι (που έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Οκτώβριο), ωστόσο κατάφερε με τις υποκριτικές του ικανότητες να κερδίσει το σεβασμό φίλων και αντιπάλων και να αφήσει το στίγμα του στη σειρά ταινιών. Το No Time to Die είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια ταινία του franchise με διάρκεια 2 ώρες και 43 λεπτά. Σε μια εποχή που ο μέσος θεατής δυσκολεύεται να κρατήσει την προσοχή του για περισσότερα από 40 λεπτά (όσο διαρκεί ένα επεισόδιο σειράς του Νέτφλιξ), η μεγάλη διάρκεια αποτελεί ένα στοίχημα που η ταινία ωστόσο δείχνει να κερδίζει. Πρόκειται για μια καθαρά κινηματογραφική εμπειρία προορισμένη για τις μεγάλες αίθουσες με τις κατάλληλες δόσεις νοσταλγίας, καταιγιστικής δράσης, κωμικών στιγμών και σασπένς. Δεκάδες είναι και οι αναφορές σε προηγούμενους τίτλους της σειράς, στις οποίες η παραγωγή κλείνει μάτι στους πιο αφοσιωμένους θεατές.
Αν και οι ταινίες του 007 αποτελούν παραδοσιακά την πεμπτουσία του λεγόμενου εμπορικού σινεμά, το No Time to Die κινηματογραφικά συνιστά μια εμφανή βελτίωση σε σχέση με τις τρείς τελευταίες ταινίες και έρχεται δεύτερη μόνο μετά το Casino Royale του 2006. H ταινία απέσπασε στη Βρετανία πολύ καλές έως διθυραμβικές κριτικές στις οποίες εγκωμιάζονται οι ώριμες ερμηνείες και ο εξαιρετικός ρυθμός της, αν και το σενάριο χαρακτηρίζεται από κάποιους μπερδεμένο.
Ο κόσμος έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια και το ίδιο συμβαίνει και με τον Τζέιμς Μποντ, που έχει πολλές φορές χαρακτηριστεί απολίθωμα του «ψυχρού πολέμου». Ο διάσημος πράκτορας δεν φοβάται πλέον να δείξει την πιο ευάλωτη και συναισθηματική πλευρά του, εκτός από το τσιγάρο έχει κόψει και το ποτό, ενώ στην εποχή του #metoo έχει μάθει να σέβεται τις γυναίκες. Είναι άλλωστε η πρώτη φορά στην οποία ο Τζέιμς Μποντ διατηρεί την ίδια ερωτική σύντροφο για δεύτερη συνεχόμενη ταινία. Όπως άλλωστε μαθαίνουμε στην αρχή της ταινίας, ο Τζέιμς Μποντ έχει πια αποσυρθεί από την ενεργή δράση και η θέση του 007 στις μυστικές υπηρεσίες της MI-6 έχει ανατεθεί σε μια μαύρη γυναίκα, ενώ και η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα έχει πάψει να είναι αόρατη.
Ωστόσο, μπροστά στις νέες «ασύμμετρες απειλές» που παρουσιάζονται, έρχεται η CIA και προσλαμβάνει τον Τζέιμς Μποντ ως…freelancer, πλαισιώνοντάς τον μάλιστα με μια πράκτορα με ελλιπή εκπαίδευση μόνο μερικών εβδομάδων. Στη συνέχεια βέβαια ο Μποντ επιστρέφει «στην Υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητας».
Τι γίνεται με θέματα που απασχόλησαν τη διεθνή επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια όπως η άνοδος και η πτώση του Τραμπισμού, το Brexit και η υποτιθέμενη ανάμειξη ξένων δυνάμεων (βλέπε Ρωσία) στις εκλογές τρίτης χώρας. Όπως δηλώνει ο Ντάνιελ Κρεγκ, προσπαθήσαμε πολύ να απαλύνουμε τις νύξεις για αυτά τα θέματα στην ταινία «αλλά φυσικά είναι εκεί». Η Ρωσία δεν είναι ο κύριος αντίπαλος, ωστόσο τοποθετείται σαφέστατα «στον άξονα του κακού». Το αφελές σενάριο που μπλέκει νανοτεχνολογία και παρεμβάσεις στο DNA δεν αποτελεί το πιο ισχυρό σημείο της ταινίας, αν και ταιριάζει στη μυθολογία του 007, ιδιαίτερα στην περίοδο του Ρότζερ Μουρ.
Ο Κρεγκ δήλωσε πως γι’ αυτόν ο Μποντ εκφράζει τον απόλυτο ανιδιοτελή κρατικό λειτουργό που κάνει τη δουλειά του με θυσία και αυταπάρνηση μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες και ποτέ δεν ζητεί αναγνώριση για την προσφορά του. Αυτή η σεμνότητα και ταπεινότητα βέβαια έρχεται σε αντίθεση με την επιδειξιομανία ενός ανθρώπου που οδηγεί Aston Martin. Το τέλος του αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση. Το no time to die, μετά από τόσο μεγάλη καθυστέρηση και μετά από όλο αυτό διάστημα της πανδημίας, ήδη μοιάζει να αναφέρεται σε μια πολιτική περίοδο που έχει περάσει. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε σε τι κατεύθυνση θα οδηγήσουν οι παραγωγοί τη σειρά στην εποχή του AUKUS.