Χρίστος Κρανάκης
Παρουσία και στα «σαλόνια» αλλά και ως «μαχαιροβγάλτης»
Τα δομικά προβλήματα της Ένωσης, η «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» που μετατράπηκε σε ατέρμονη διαμάχη και αντιλαϊκό κρεσέντο, το «οικονομικό θαύμα» που κατέληξε σε κοινωνική καταστροφή και οι «ευρωπαϊκές αξίες» που αποδείχτηκαν βαθιά νεοφιλελεύθερες και ρατσιστικές, έστρωσαν τον δρόμο για τη σημερινή ανάπτυξη των παραδοσιακών ή σύγχρονων ακροδεξιών κομμάτων.
Ακόμα και μια επιφανειακή ανασκόπηση της ευρωπαϊκής ιστορίας αρκεί για να καταδείξει πως η άνοδος της ακροδεξιάς στη γηραιά ήπειρο είναι οργανικά συνδεδεμένη με την όξυνση των καπιταλιστικών και κοινωνικών κρίσεων. Έτσι, η σημερινή κρισιακή κατάσταση δεν θα μπορούσε παρά να αποτελέσει εύφορο έδαφος για τις ακροδεξιές αντιλήψεις.
Κανείς, ωστόσο, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η ακροδεξιά εμφανίζεται με τον ακριβώς ίδιο τρόπο που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’30 ή ακόμα και το 2008. Στο έδαφος της πρωτόγνωρης τριπλής κρίσης (οικονομικής-υγειονομικής-
περιβαλλοντικής), με τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό να αδυνατεί να απορροφήσει τους οικονομικούς κραδασμούς και την ΕΕ να αποδυναμώνεται διαρκώς στην αρένα των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, το «τέρας» αναγεννάται με διαφορετικά ποιοτικά και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά.
Το «οδοιπορικό» ξεκινάει από τα ανατολικά της Ευρώπης, όπου η παγίωση ακροδεξιών κομμάτων σε θέσεις εξουσίας, από όπου βγάζουν και το αντικομμουνιστικό μίσος τους, αποτελεί ίσως το πλέον καταφανές παράδειγμα της ενισχυμένης δυναμικής του συγκεκριμένου χώρου. Η νέα ένταση στις σχέσεις Πολωνίας-ΕΕ είναι το τελευταίο επεισόδιο σε μια παρατεταμένη αλυσίδα αντιπαραθέσεων με τις Βρυξέλλες. Με κύριους εκφραστές τους Ορμπάν (Ουγγαρία) και Μοραβιέτσκι (Πολωνία), η ακροδεξιά της περιοχής παίζει το χαρτί του εθνικισμού και συγκρούεται ευθέως με την ΕΕ, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ακόμα και για νέες αποχωρήσεις από αυτήν.
Με βασικά πολιτικά τους εργαλεία την αντιπροσφυγική-αντιμεταναστευτική υστερία, αλλά και την «εθνική αυτονομία απέναντι στα διευθυντήρια των Βρυξελλών», επιδιώκουν να στρέψουν τη (δικαιολογημένη) λαϊκή δυσφορία απέναντι στο οικοδόμημα της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης προς την κατεύθυνση του ακροδεξιού ευρωσκεπτικισμού. Ωστόσο, τα κάλπικα αφηγήματά τους δεν στοχοποιούν την ΕΕ για την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική της. Αντιθέτως, συνοδεύονται από ακραίες αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό — ενώ κερασάκι στην τούρτα αποτελούν οι εξευτελιστικοί μισθοί των λαών και των δύο χωρών.
Την ίδια στιγμή, στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, η ακροδεξιά απειλή εμφανίζεται υπό διαφορετικό μανδύα αλλά εξίσου επιθετικά. Σε Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία ο χώρος χωρίζεται σε δυο βασικά (αν και τεμνόμενα) στρατόπεδα. Από τη μία, σχηματίζεται μια βεντάλια ακροδεξιών, αστικών, κοινοβουλευτικών κομμάτων που υπό το μανδύα του «σοβαρού» σπέρνουν το σκοταδιστικό τους δηλητήριο, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν (ή θα αποτελέσουν) βασικό υποστηρικτή των αντεργατικών αναδιαρθρώσεων. Τα κόμματα αυτά, όπως η Ελληνική Λύση, η Λίγκα του Βορρά στην Ιταλία και το VOX στην Ισπανία –το καθένα με ξεχωριστή δυναμική και ιστορικές ρίζες– αποτελούν το «επίσημο» και «σοβαρό» φάσμα της Ακροδεξιάς και παίζουν ολοένα και πιο κεντρικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα.
Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι οργανικά συνδεδεμένη με την όξυνση της κρίσης στις καπιταλιστικές κοινωνίες
Από την άλλη, είτε σαν παραφυάδες των παραπάνω είτε πλήρως ανεξάρτητα, στις χώρες του Νότου –ιδίως στην Ιταλία– συγκροτούνται μάχιμοι νεοναζιστικοί θύ-
λακες, με επιθετικούς όρους. Συγκεκριμένα, από τα γεγονότα στη Βόρεια Ελλάδα και τις (σχετικά) δυναμικές κινητοποιήσεις ακροδεξιών κατά των lockdown στη Μαδρίτη, σοβαρή τομή στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά δυναμική αποτελεί η άνοδος των νεοφασιστικών επιθέσεων στην Ιταλία. Το χτύπημα απεργιών, η έφοδος σε εργατικό συνδικάτο και τα σοβαρά επεισόδια απέναντι στο green pass και τα πιστοποιητικά εμβολιασμού αποτελούν ενδεικτικά περιστατικά. Παρά την ιστορική καταδίκη της Χρυσής Αυγής πριν από μόλις έναν χρόνο, γεγονότα όπως η εκλογική επιτυχία της εγγονής του Μουσολίνι, Ρακέλε, στις δημοτικές της Ρώμης, η εκστρατεία της Λίγκας για μετονομασία πάρκου προς τιμήν του αδερφού του Μουσολίνι και η δράση της Forza Nuova, καθώς και τα μεγάλα εκλογικά (και δημοσκοπικά) ποσοστά του VOX, αποδεικνύουν πως οι ακροδεξιές αντιλήψεις είναι βαθιά ριζωμένες.
Βορειότερα επίσης, στη Γαλλία και τη Γερμανία, η ακροδεξιά έχει
διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ο Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν και η Εναλλακτική για τη Γερμανία, παρότι αμφότερα προέρχονται από τα πιο σκοτεινά «ράφια» της ιστορίας, έχουν από καιρό εισέλθει σε μια διαδικασία «σοβαροποίησης», προσπαθώντας να εμφανιστούν με όρους 21ου αιώνα. Αρχικά, η Λεπέν, αντιλαμβανόμενη πως για να κυβερνήσει πρέπει να ρίξει νερό στο κρασί της, συνεχίζει να προσπαθεί (επικοινωνιακά) να απεγκλωβιστεί από τις πλήρως ακροδεξιές ρίζες του πατέρα της και αναλώνεται σε μια διαδικασία (τυπικής) εξομάλυνσης των πολιτικών της θέσεων. Από την άλλη, το –ακόμα και τώρα– ομοφοβικό AfD όρισε πρόεδρο του για πρώτη φορά γυναίκα ανοιχτά ομοφυλόφιλη. Στη Γαλλία, επίσης, η ακροδεξιά αποκτά και νέα μορφή, προσπαθώντας να εγκολπώσει νέα ακροατήρια, με τη (σχεδόν βέβαιη) υποψηφιότητα του Ερικ Ζεμούρ. Κι εδώ, ωστόσο, υπάρχει ένα οξύμωρο: Ο πολλάκις καταδικασμένος για υποκίνηση φυλετικών διακρίσεων ακροδεξιός δημοσιογράφος αυτοπροσδιορίζεται ως Εβραίος βερβερικής καταγωγής! Τέλος, στη Βρετανία, μικρές ακροδεξιές ομάδες, χρησιμοποιώντας κυρίαρχα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σπέρνουν σωρεία σκοταδιστικών θεωριών συνομωσίας με αφορμή την πανδημία, τα lockdown και τον εμβολιασμό.
Προφανώς, μια εμπεριστατωμένη κατάτμηση της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς πρέπει να στηριχτεί στις βαθύτερες ιδιαιτερότητες κάθε μορφής και έκφρασής της. Το πρώτο και βασικό συμπέρασμα, όμως, είναι ότι (και) στην παρούσα φάση το έδαφος της Ευρώπης –και δη της ΕΕ– χρησιμοποιείται σαν θερμοκήπιο κάθε είδους παραλλαγής ακροδεξιών σχηματισμών. Τα δομικά προβλήματα της Ένωσης, η «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» που μετατράπηκε σε ατέρμονη διαμάχη και αντιλαϊκό κρεσέντο, το «οικονομικό θαύμα» που κατέληξε σε κοινωνική καταστροφή και οι «ευρωπαϊκές αξίες» που αποδείχτηκαν βαθιά νεοφιλελεύθερες και ρατσιστικές, έστρωσαν τον δρόμο για τη σημερινή ανάπτυξη των παραδοσιακών ή σύγχρονων ακροδεξιών κομμάτων.