Δημήτρης Σταμούλης
▸ Εκεί που «δένονταν το ατσάλι» και σφυρηλατήθηκαν ταξικές συνειδήσεις
Δέκα χρόνια συμπληρώνονται την Κυριακή 31 Οκτωβρίου από την ημέρα που οι τετρακόσιοι περίπου εργάτες του εργοστασίου της Ελληνικής Χαλυβουργίας στον Ασπρόπυργο αποφάσισαν να προχωρήσουν σε απεργιακό αγώνα διαρκείας, απαντώντας στο εκβιαστικό «δίλημμα» της εργοδοσίας. Κανείς από τους μεγάλους πρωταγωνιστές εκείνου του αγώνα δεν είχε στο νου του ότι η απεργία τους θα έφτανε τόσο μακριά και ότι θα έγραφαν μια από τις πιο λαμπρές σελίδες του ταξικού εργατικού κινήματος των τελευταίων δεκαετιών.
Όλα ξεκίνησαν λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 12 Οκτωβρίου του 2011, όταν τα στελέχη της εταιρείας παρουσίασαν στους εργάτες το μπίζνες-πλαν για την «επιβίωση» της εταιρείας, καθώς παρά τα παχυλά κέρδη των προηγούμενων ετών, είχε συσσωρεύσει ζημίες αρκετών εκατ. ευρώ, εν μέσω της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης που εξελίσσονταν γοργά. Η πρόταση της εργοδοσίας ήταν σαφής: πεντάωρη και πενθήμερη εργασία με 40% μείωση αποδοχών ή απολύσεις 180 εργαζομένων σε σύνολο 378, δηλαδή των μισών! Οι εργάτες απάντησαν με γενική συνέλευση: «Εσείς ζητάτε υποταγή, εμείς δεν το δεχόμαστε» διαμήνυσαν στον βιομήχανο Μάνεση και τα τσιράκια του.
Στις 31 Οκτωβρίου η πρώτη απόλυση θυροκολλήθηκε έξω από το σπίτι ενός εργάτη, ενώ έως το βράδυ είχαν απολυθεί άλλοι 18. Όταν ανακοινώθηκε η πρώτη απόλυση, μέσα σε 15 λεπτά 400 εργάτες μαζεύτηκαν στην πύλη. Την επομένη απολύθηκαν άλλοι 16. Η εταιρεία πρότεινε ανάκληση των απολύσεων αλλά πρώτα οι εργάτες να αποδεχτούν εκ περιτροπής ή μερική (5ωρη) απασχόληση για τρεις μήνες. Οι εργάτες της Ελληνικής Χαλυβουργίας αρνούνται να δεχθούν την υποταγή και αποφασίζουν απεργία!
Ο απεργιακός αγώνας διαρκείας και η de facto κατάληψη του εργοστασίου από τους απεργούς χτίστηκε μέρα τη μέρα, ενώ υπήρξαν σημαντικές προϋποθέσεις για να αντέξουν οι απεργοί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Γίνονταν τακτικά γενικές συνελεύσεις και οι εργάτες ψήφιζαν για τον αγώνα. Συγκροτήθηκαν επιτροπές για την περιφρούρηση του χώρου, την διαχείριση της βοήθειας σε είδη πρώτης ανάγκης και τρόφιμα που ερχόταν, ενώ και οι γυναίκες των απεργών συμμετείχαν με το δικό τους τρόπο στη μάχη. Η αλληλεγγύη που εκδηλώθηκε για την οικονομική στήριξη των απεργών ήταν συγκινητική. Από προϊόντα που έστελναν αγρότες παραγωγοί, μέχρι μικρές τσάντες με λίγα τρόφιμα που έφερναν από το υστέρημά τους άλλοι εργάτες και συνταξιούχοι, και τα άφηναν στην πύλη του εργοστασίου.
Εκατοντάδες σωματεία από όλη τη χώρα και από όλους τους κλάδους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους. Δεκάδες συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις, συναυλίες, διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας και σε άλλες πόλεις διατράνωσαν την στήριξη του μαχόμενου ταξικού εργατικού κινήματος στον δίκαιο αγώνα των χαλυβουργών.
Ωστόσο, το κεφάλαιο, οι τρεις κυβερνήσεις που αντιμετώπισε η απεργία – ΠΑΣΟΚ-Γ. Παπανδρέου, ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ με Λ. Παπαδήμο και ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ με Α. Σαμαρά- και όλο το κυρίαρχο μιντιακό σύστημα, σε έναν πρωτοφανή συνασπισμό, στήριξαν αμέριστα τον βιομήχανο Μάνεση, και επιστρατεύοντας την δικαστική τρομοκρατία και την αστυνομική βία, κατάφεραν να λυγίσουν εννιά μήνες μετά το μεγάλο κίνημα στήριξης, τους πιο πρωτοπόρους εργάτες του σωματείου και της απεργίας, και εν τέλει να εξαναγκάσουν το σωματείο να σταματήσει τον αγώνα στις 28 Ιουλίου 2012.
Τι ήταν όμως αυτό που κράτησε όρθιους τους εργάτες, που τους κατέστησε νικητές στη συνείδηση όλων των εργαζομένων; Η πίστη στη συλλογική δύναμη του αγώνα. Ο έλεγχος του αγώνα από τους ίδιους τους εργάτες και όχι τους γραφειοκράτες της ΓΣΕΕ και Σία που δεν έκαναν πρακτικά τίποτα για να στηρίξουν τον αγώνα τους. Η αίσθηση ότι αυτός ο αγώνας μπορεί και πρέπει να νικήσει, δεν είναι «εθιμοτυπικός», αλλά αποφασιστικός, δυναμικός και μέχρι τέλους. Αλλά πρωτίστως το γιγάντιο κύμα εργατικής και λαϊκής συμπαράστασης που συγκροτήθηκε με πρωταγωνιστικό ρόλο του ΠΑΜΕ, αλλά και την στήριξη της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και πλήθος άλλων συλλογικοτήτων.
Τι έφταιξε όμως που αυτό το ρωμαλέο κίνημα ηττήθηκε; Ο αγώνας δεν κατέστη εφικτό να σπάσει τα όρια του ενός εργοστασίου. Μάλιστα στο εργοστάσιο του Βόλου, οι εργάτες με την απεργοσπαστική στήριξη του τοπικού ΕΚ και του κυβερνητικού και υποταγμένου συνδικαλισμού, πίστεψαν ότι θα γλίτωναν από το «μάτι του κυκλώνα» εάν αυτοί δεν απεργούσαν. Αλλά ο αγώνας δεν κατέστη εφικτό να γενικευτεί και στα εργοστάσια της ευρύτερης περιοχής, σε όλους τους μικρούς και μεγάλους εργατικούς χώρους που βίωναν τους ίδιους εργοδοτικούς εκβιασμούς, τις απολύσεις, τα πετσοκομμένα μεροκάματα. Το μαχόμενο εργατικό κίνημα δεν είχε τα πολιτικά καύσιμα ώστε να μετατρέψει κάθε εργοστάσιο, επιχείρηση, γραφείο και κατάστημα σε «Χαλυβουργία», όπως έλεγε χαρακτηριστικά το ΝΑΡ εκείνη την περίοδο.
«Να μην είναι η ζωή μας 500 ευρώ»
«Οι χαλυβουργοί δείξαμε πώς πρέπει να αγωνιζόμαστε» και πως «άξιζε να δώσουμε τη μάχη, να αντισταθούμε, να μην είναι η ζωή μας με 500 ευρώ», είπε στο Πριν ο Χάρης Μανόλης ένας από τους πρωταγωνιστές της μεγάλης απεργίας στην Ελληνική Χαλυβουργία. Τελικά όμως άξιζε η προσπάθειά τους αφού η κατάληξη αυτού του ηρωικού αγώνα μετά από εννιά μήνες απεργίας ήταν να κλείσει το εργοστάσιο και όλοι οι εργάτες να χάσουν τη δουλειά τους;
«Είχαμε απώλειες, ταλαιπωρηθήκαμε πολλοί από εμάς να βρούμε ξανά δουλειά, πράγματι, αλλά αυτό που απαιτήσαμε και παλέψαμε ήταν να ζούμε αξιοπρεπώς από τη δουλειά μας. Ζητήσαμε την αλληλεγγύη αλλά και τον κοινό αγώνα, όλοι μαζί να κάναμε απεργίες και διαδηλώσεις, αλλά δυστυχώς μείναμε μόνοι μας, τα άλλα εργοστάσια στη Χαλυβουργική, τα ναυπηγεία, δεν αντιστάθηκαν. Αν εμείς που δουλεύαμε στους 1000 βαθμούς λιώνοντας το μέταλλο παίρναμε 500 ευρώ φανταζόμασταν τι θα έδιναν σε μια καθαρίστρια, σε έναν άλλον εργάτη, ψίχουλα,… όπως και τελικά γίνεται σήμερα»!
Η έκβαση του αγώνα; «Δεν είναι δική μας η αποτυχία, αλλά ολόκληρου του εργατικού κινήματος, δεν δώσαμε όλοι μαζί τη μάχη, όπως θα έπρεπε».
Τα «καύσιμα» της εννεάμηνης απεργίας; «Το δίκιο του αγώνα μας και το πείσμα μας απέναντι στην αδιαλλαξία του Μάνεση που δεν έκανε σε τίποτα πίσω. Αποδείχτηκε πως ήταν ‘’λαγός’’ του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων της εποχής εκείνης, γι αυτό τον στήριξε τόσο φανατικά και ο ΣΕΒ. Η συλλογικότητα, το ότι ήμασταν όλοι μαζί στον αγώνα. Αλλά και η τεράστια αλληλεγγύη του κόσμου, των σωματείων, του απλού εργάτη, του συνταξιούχου. Και ότι παλεύαμε για όλη την εργατική τάξη».