Νίκος Ξηρουδάκης
Κάποτε θα ξημέρωνε αυτή η ημέρα. Ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε από τη ζωή με πάνδημη αναγνώριση. Τεράστια η προσφορά του, χιλιάδες τα τραγούδια και τα μουσικά του έργα. Από συμφωνική μουσική μέχρι τα λαϊκά ορατόρια που ύμνησαν την εργατική τάξη — «Απ’ το πρωί μες στη βροχή». Πρωτεργάτης της πολιτιστικής άνοιξης της δεκαετίας του ’60 με τη βαρύνουσα πολιτική σημασία. Λίγα χρόνια μετά τον εμφύλιο, παραμερίστηκαν τα τραγούδια που υμνούσαν τον συμβιβασμό και την ολιγάρκεια («Μας φτάνει μόνο ένα κύμα στ’ ακρογιάλι») αλλά και τα τραγούδια της ήττας. Το αισιόδοξο μαρς των λαϊκών τραγουδιών του Θεοδωράκη μορφοποιεί την ανάταση του κόσμου της νικημένης αριστεράς που βγαίνει ξανά δυναμικά στο προσκήνιο. Αμφίδρομη η τροφοδότηση της τέχνης του Μίκη και του μεγαλειώδους λαϊκού κινήματος που στα Ιουλιανά τράνταξε την αστική εξουσία. Με σοβαρές μουσικές σπουδές, ο Θεοδωράκης κατόρθωσε κάτι αδιανόητο για την εποχή. Πήρε τους στίχους των ποιητών, τους έντυσε με τη θεία μουσική του και πλημμύρισε με αυτούς τους δρόμους της αντίστασης σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.
Μερικά στιγμιότυπα:
Οι φίλοι του δολοφονημένου Σωτήρη Πέτρουλα τον ξενυχτάνε τραγουδώντας συνέχεια το τραγούδι «Στα Περβόλια» από το –αιρετικό για την αριστερά της εποχής– «Τραγούδι του νεκρού αδελφού».
Ιδρυτικό μέλος του Πατριωτικού Μετώπου, με την κήρυξη της δικτατορίας ο Μίκης ηχογραφεί στην παρανομία τα «Τραγούδια του Αγώνα», με μοναδικό όργανο τη φωνή και τα παλαμάκια του. Η κασέτα αναπαράγεται και κυκλοφορεί πλατιά εμψυχώνοντας τον κόσμο της αριστεράς που είχε παγώσει. Από την παρανομία, επίσης, στέλνει στον Μπιθικώτση μια συγκλονιστική επιστολή, προσπαθώντας μάταια να τον αποτρέψει να τραγουδήσει τον ύμνο της 21ης Απριλίου. Γνωστοποιείται η περήφανη δήλωσή του στον χουντικό υπουργό Λαδά (κατ’ άλλους στον Παττακό): «Όταν τα τανκς σας θα έχουν σκουριάσει, τα τραγούδια μου θα τραγουδιούνται ακόμα». Αξέχαστη σε όσους είχαν την τύχη να την ζήσουν, έμεινε η πρώτη συναυλία του Μίκη μετά την πτώση της δικτατορίας στο Καραϊσκάκη.
Ο τραγικός ποιητής Αισχύλος θεωρούσε τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα το σημαντικότερο γεγονός της ζωής του, ανώτερο και από τις τραγωδίες που συνέγραψε. Στο επιτύμβιο επίγραμμά του, που αποδίδεται στον ίδιον, αναφέρεται μόνο ο τόπος γέννησης και θανάτου, και η συμμετοχή στον Μαραθώνα. Σε ευθεία αναφορά με αυτό, ο Μίκης Θεοδωράκης δήλωσε τον Μάρτη του 2015 ότι στον τάφο του θέλει να γράψουν: «Πολέμησε τον Δεκέμβρη».
Ένα άγνωστο γεγονός από τη συμμετοχή του εκείνη διηγήθηκε στον γράφοντα η επί δεκαετίες φίλη του Μίκη, Ελένη Βλουμίδου. Μαζί με τον σύζυγό της Φαίδωνα, επικεφαλής του πρόχειρου νοσοκομείου της περιοχής από Φάληρο μέχρι Δουργούτι, Ν. Σμύρνη και Κατσιπόδι, περιέθαλπαν τραυματίες από τις μάχες. Γυρίζοντας κατάκοποι μετά από διήμερο ξενύχτι στο σπίτι τους της οδού Κοραή 9 της Ν. Σμύρνης, βρίσκουν μέσα τον δεκαεννιάχρονο Μίκη με πάνοπλους ΕΛΑΣίτες και δύο κασόνια όπλα. Όταν του είπε «Μίκη, θέλουμε ησυχία, μην κάνεις τίποτα…», αυτός την καθησύχασε. Μετά από λίγη ώρα, ξύπνησαν από ντουφεκιές: Πέρασε απέξω μια αγγλική περίπολος και ο παρορμητικός Μίκης τους πυροβόλησε, τραυματίζοντας μάλιστα τον ένα. Καθώς σε λίγη ώρα περίμεναν να επιστρέψουν οι Άγγλοι, θάφτηκαν τα κασόνια και το σπίτι εγκαταλείφθηκε. Όταν τον μάλωσε, «Μίκη, τι είπαμε;», αυτός, «ψηλός, κρεμανταλάς, έσκυψε το κεφάλι και ντροπιασμένος έλεγε: “Συγγνώμη συντρόφισσα Ελένη…”».
Η παροιμιώδης παρορμητικότητά του, δεν επαρκεί για να ερμηνεύσει τις αλλεπάλληλες πολιτικές μεταστροφές και παλινωδίες της πολιτικής του πορείας. Δεν ήταν ο τρελός του χωριού ο Μίκης. Έλεγε απλώς δυνατά αυτά που τα πολιτικά στελέχη ψιθύριζαν. Οι ακραίες στην επιγραμματικότητά τους «κο(τ)ρώνες» που κατά καιρούς εκτόξευε ήταν σε συγχορδία με την πολιτική γραμμή της αριστεράς της εποχής. «Καραμανλής ή τανκς»/ΕΑΔΕ. Προσέγγιση με το ΠΑΣΟΚ, με κορυφαία στιγμή τη δήλωση με τις πυτζάμες για την παράδοση του Οτσαλάν. Είχε προηγηθεί η πολιτική της στήριξης της Αλλαγής («Αλλαγή δε γίνεται χωρίς το ΚΚΕ»). Πριν υπουργοποιηθεί άνευ υπουργείου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, είχε προηγηθεί η συγκυβέρνηση Τζανεττάκη.
Ο Μίκης ενηλικιώθηκε στο πολιτικό περιβάλλον μιας αριστεράς που είχε σε πρώτο πλάνο την Ειρήνη, την Εθνική Ανεξαρτησία, την ανάπτυξη, υποβαθμίζοντας την ταξική διάσταση. Δεν είναι η στιγμή της πολιτικής αποτίμησης ούτε αυτή μπορεί να γίνει πλήρως και δίκαια εν θερμώ. Έτσι κι αλλιώς, την ώρα της αυλαίας μετράει το σύνολο της διαδρομής. Ανάμεσα στη γέννηση και στον θάνατο, ο ίδιος ο Μίκης δεν θεώρησε ως σημαντικότερο γεγονός το βραβείο Λένιν, τις διεθνείς διακρίσεις ή το πλούσιο έργο του. Διάλεξε τη συμμετοχή του στη μάχη του Δεκέμβρη, δίνοντας προκαταβολικά αποστομωτική απάντηση στη βέβηλη δήλωση που ξεστόμισε αργότερα ο ναζί Κασιδιάρης.
Κρατάμε τον Μίκη του πολιτιστικού ποταμού και της πολιτικής αναγέννησης που πλημμύρισε την Ελλάδα στη δεκαετία του 60. Τον Μίκη της αριστεράς και των Λαμπράκηδων, της αντίστασης και των αγώνων. Τότε που κλώτσαγε τον Τασιγιώργο (Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών) και του έκλεινε η Ασφάλεια τους χώρους που θα έδινε τις συναυλίες του στην επαρχία. Τον Μίκη που εξορίστηκε ξανά και ξανά, στη Μακρόνησο, στο Βραχάτι, στη Ζάτουνα και στην Ακαμάτρα της Ικαρίας, όπου σώζεται ακόμα το σπίτι που έμενε. Που πέρασε από Αβέρωφ και Ωρωπό και πολέμησε με το όπλο στο χέρι για μια άλλη κοινωνία, δίκαιη, κομμουνιστική.