Βασίλης Τσιράκης
«Ο Άνθρωπος του Θεού δίνει ελπίδα και πίστη στους Έλληνες», ο εξάστηλος τίτλος της Εστίας του περασμένου Σαββατοκύριακου. Αν δεν κάνουμε λάθος, είναι η πρώτη φορά που μια ταινία γίνεται κεντρικό πρωτοσέλιδο σε αμιγώς πολιτική εφημερίδα. Πρόκειται, λοιπόν, για μια αμιγώς προπαγανδιστική ταινία;
Η ταινία σε λιγότερες από δύο βδομάδες προβολής στις κινηματογραφικές αίθουσες, χάρη και στην ενθάρρυνση-προτροπή της επίσημης εκκλησίας, έκοψε περισσότερα από 170.000 εισιτήρια, κάτι που την καθιστά τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στην Ελλάδα από την αρχή της πανδημίας.
Επειδή, κατά τη γνώμη μας, ένα έργο τέχνης κρίνεται πρωτίστως από την μορφή και το περιεχόμενο του και όχι από τις προθέσεις του σκηνοθέτη ή του παραγωγού, θα επιχειρήσουμε κατ’ αρχήν μια κριτική της αισθητικής της ταινίας.
Η πρώτη παρατήρηση είναι πως το σενάριό της κινείται μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, καταλήγοντας τελικά να μην είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και αυτό γιατί η αφήγηση είναι μεν γραμμική αλλά χωρίς συνέχεια, παρουσιάζει τα γεγονότα αποσπασματικά, χωρίς αλληλουχία μεταξύ τους, με αποτέλεσμα οι σκηνές να μην συνδέονται, να μην βγαίνει η μία από την άλλη.Το κοινωνικό πλαίσιο απουσιάζει «κλείνοντας» το στόρι και αποσυνδέοντας τα δρώμενα –στα οποία εμπλέκεται και το κράτος– από το ιστορικό πλαίσιο.
Ο μανιχαϊσμός κυριαρχεί σε όλους τους ήρωες της ταινίας, ξεκινώντας από την εξιδανίκευση του κεντρικού ήρωα (ποτέ δεν αμφιβάλει, ποτέ δεν βρίσκεται σε δίλλημα), οι ιεράρχες χωρίζονται σε κακούς και καλούς, όπως και όλα τα άλλα πρόσωπα της ταινίας, δημόσια ή μη. Οι κεντρικοί ήρωες δεν είναι χαρακτήρες αλλά φορείς στάσεων και απόψεων, ενώ οι διάλογοι, στην προσπάθειά τους να είναι απλοί και κατανοητοί, γίνονται απλοϊκοί-απλουστευτικοί.
Τα περισσότερα γεγονότα δεν εξηγούνται (πίστευε και μη ερεύνα), με πιο χαρακτηριστικό ότι δεν μας εξηγείται –έστω με έναν εσωτερικό μονόλογο με φωνή Off–πως, ενώ από τη μια μεριά ο Νεκτάριος απαρνείται το χρήμα και την εξουσία, από την άλλη επιδιώκει να γίνει πατριάρχης.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, η Γελένα Πόποβιτς, από τα πρώτα κιόλας πλάνα, μας δείχνει τις προθέσεις της. Μεσαία, κοντινά και γκρο πλάνα, προφανώς για να αναδειχτεί ο εσωτερικός κόσμος των ηρώων. Στην πορεία όμως, με έκπληξη ανακαλύπτουμε πως αυτό επαναλαμβάνεται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ανεξαρτήτως της δραματουργικότητας της κάθε σκηνής, παραβιάζοντας μια βασική σκηνοθετική αρχή, πως το είδος του πλάνου, όπως και η μετάβαση από ένα πλάνο σε ένα άλλο, πρέπει να εκπέμπει ένα μήνυμα.
Αν δεν κάνουμε λάθος, σε όλη την ταινία υπάρχει μόνο ένα πανοραμίκ με ακίνητη κάμερα (σαν ταμπλό βιβάν) στην Αίγινα, το οποίο έγινε για καθαρά εικαστικούς λόγους και ελάχιστα γενικά πλάνα (στην αγορά της Αλεξάνδρειας και στην Αίγινα), κάνοντας την ταινία μονότονη και κουραστική, αφαιρώντας της κάθε ίχνος ποιητικότητας.
Αλλά, όπως αναφέραμε και παραπάνω, το βασικό πρόβλημα έγκειται στο ότι δεν μπορεί από τη μια μεριά το σενάριο να παρουσιάζει τους ήρωες όχι ως χαρακτήρες αλλά ως φορείς θεσμών και απόψεων και, από την άλλη, η σκηνοθεσία να βρίθει κοντινών πλάνων.
Η εμπορική επιτυχία της ταινίας βασίζεται περισσότερο στο θρησκευτικό αίσθημα παρά στην όποια κινηματογραφική αξία της
Οι ερμηνείες είναι χαρακτηριστικά άνισες, από την εξαιρετική (σύντομη) συμμετοχή της Καραμπέτη, την ασκητική αλλά επίπεδη παρουσία του Σερβετάλη έως την αδιάφορη παρουσία του Μίκι Ρουρκ και την επιπέδου σχολικής παράστασης ερμηνεία κάποιων ιεραρχών (βλ. χαρακτηριστικά την πρώτη σκηνή).
Η μουσική του καλού Πολωνού συνθέτη Ζμπίγκνιου Πράισνερ, περνά απαρατήρητη, ενώ δεν περνά καθόλου απαρατήρητη η χρηματοδότηση της ταινίας από την Ιερά Μονή Βατοπεδίου (του γνωστού σκανδάλου).
Αν δεχτούμε ότι ένα έργο τέχνης δεν μπορεί να έχει σπουδαίο περιεχόμενο χωρίς να έχει σπουδαία μορφή ή αλλιώς κάθε περιεχόμενο έχει τη μορφή που του αναλογεί, τότε το όλο στήσιμο της ταινίας, η επιλογή της αγγλικής γλώσσας, οι πηγές χρηματοδότησης, η επιλογή των ηθοποιών, όλα δείχνουν μια ταινία που έγινε για εμπορικούς λόγους, αξιοποιώντας το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών, με κεντρικό μήνυμα την υποταγή ακόμα και στη χειρότερη εξουσία με ανταμοιβή τη μετά θάνατον δικαίωση.
*Ο Άγιος Νεκτάριος γυρίστηκε για πρώτη φορά ταινία το 1969 σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου και παραγωγή Τζέιμς Πάρις.