Γιώργος Παυλόπουλος
Οι πολιτικές τις οποίες εφάρμοσαν οι τρεις τελευταίοι πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών –Ομπάμα, Τραμπ και Μπάιντεν– έχουν συνέχεια και υπηρετούν τη στροφή που έχει επιλέξει να κάνει ο αμερικανικός καπιταλισμός, στο φόντο της όξυνσης του διεθνούς ανταγωνισμού και της ανόδου της Κίνας. Όσο για τις αναταράξεις, δεν έχουν ακόμη τελειώσει.
Τζο Μπάιντεν, όπως λέμε… Ντόναλντ Τραμπ!
«Αυτή η βίαιη, μονομερής και απρόβλεπτη ενέργεια μου θυμίζει πολύ αυτά που συνήθιζε να κάνει ο Ντόναλντ Τραμπ. Είμαι εξοργισμένος και πικραμένος. Δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνεται ανάμεσα σε συμμάχους». Αυτά δήλωσε ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών, Ζαν-Ιβ λε Ντριάν, κάνοντας επίσης λόγο για «μαχαιριά στην πλάτη», λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση της τριμερούς συμφωνίας AUKUS, ανάμεσα σε ΗΠΑ, Βρετανία και Αυστραλία, η οποία άφησε κυριολεκτικά στα κρύα του λουτρού την ΕΕ και κυρίως τη χώρα του.
Άργησαν, είχαν αυταπάτες για μεγάλο διάστημα, αλλά το κατάλαβαν τελικά. Ο Τζο Μπάιντεν δεν εξελέγη για να αλλάξει ριζικά την πολιτική του προκατόχου του αλλά για να την συνεχίσει. Κάποιες φορές, μάλιστα, το κάνει με πιο ωμό τρόπο από εκείνον του Τραμπ, χωρίς να ρωτά κανέναν και χωρίς να διστάζει να ταπεινώνει τους συμμάχους του. Έτσι, εκθέτει ανεπανόρθωτα τους αφελείς –ανάμεσά τους και κάποιους στην Αριστερά– οι οποίοι έσπευσαν να πανηγυρίσουν μόλις έγινε γνωστή η εκλογή του, την οποία ερμήνευσαν περίπου ως… νίκη.
Όσο για τις διαβεβαιώσεις που έδωσε και τους όρκους που πήρε ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ κατά την περιοδεία του στην Ευρώπη, τον περασμένο Ιούνιο, αποδεικνύονται φύκια για μεταξωτές κορδέλες — κάτι σαν τα ψέματα που ενίοτε λέγονται από τους μεγάλους στα μικρά παιδιά για να σταματήσουν να γκρινιάζουν και να ζητάνε. «Τι σημαίνει ότι η Αμερική επέστρεψε; Επέστρεψε στην Αμερική ή κάπου αλλού; Δεν γνωρίζουμε», είπε από την πλευρά του ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ.
Τι να του απαντήσει κανείς;
Η μεγάλη απειλή του «Πρώτα η Αμερική»
Είναι ανάγκη να το επαναλαμβάνουμε μέχρις ότου γίνει απολύτως σαφές και κατανοητό: Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν αποτέλεσε «ανορθογραφία» της ιστορίας ή ένα τραγικό λάθος των Αμερικανών, όπως ισχυρίστηκαν πολλοί. Δεν θα καταγραφεί ως μία «παρένθεση» στην πορεία των ΗΠΑ και τις σχέσεις τους με τον υπόλοιπο κόσμο, τόσο τους εταίρους όσο και τους ανταγωνιστές τους. Κι αυτό διότι ο Τραμπ ήρθε να επιταχύνει τη στροφή που είχε ξεκινήσει επί Μπαράκ Ομπάμα και ο Τζο Μπάιντεν, με τη σειρά του, επελέγη με καθήκον να προσπαθήσει να την ολοκληρώσει.
Ποιος μπορεί να παραβλέψει, άλλωστε, το γεγονός ότι το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» –το οποίο πρόβαλλε μετ’ επιτάσεως ο Τραμπ και υιοθέτησε ο Μπάιντεν– έχει τις ρίζες του στην περίοδο Ομπάμα και το διάταγμα «Αγοράζουμε Αμερικανικά» που είχε εκδώσει ο πρώην πρόεδρος το 2009, δηλαδή στις αρχές της θητείας του; Ποιος μπορεί να λησμονήσει ότι τη σταδιακή απεμπλοκή των ΗΠΑ από τον ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα και την εγκατάλειψη του δόγματος της Pax Americana είχε επίσης ξεκινήσει ο πρώτος Αφροαμερικανός πρόεδρος, για να τη συνεχίσει ο Ρεπουμπλικάνος διάδοχός του και να την ολοκληρώσει, με άδηλες ακόμη τις συνέπειες, ο σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου;
Ποιος μπορεί, επίσης, να μην δεχθεί το βασικό επιχείρημα του Μπάιντεν αναφορικά με τις ταπεινωτικές εικόνες που συνόδευσαν την πλήρη αποχώρηση από το Αφγανιστάν — ότι η επιλογή του ήταν είτε να εφαρμόσει τη συμφωνία που είχαν συνάψει οι προηγούμενοι είτε να αλλάξει πολιτική και να ξεκινήσει ένα γενικευμένο πόλεμο, τον οποίο ο ίδιος και το επιτελείο του θεώρησαν ανεπιθύμητο;
Πρακτικά, και οι τρεις τελευταίοι πρόεδροι –ο καθένας προφανώς βάζοντας τη δική του προσωπική σφραγίδα– ήρθαν να υπηρετήσουν μιαν αντικειμενική τάση που σφραγίζει τον παγκόσμιο και αμερικανικό καπιταλισμό. Το τέλος της μονοκρατορίας των ΗΠΑ και την αρχή της ανόδου της Κίνας στη θέση της υπερδύναμης, με τη συνολική μετατόπιση του κέντρου βάρους των διεθνών οικονομικών και γεωπολιτικών εξελίξεων προς Ανατολάς. Μια εξέλιξη δηλαδή η οποία, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, κάθε άλλο παρά έκπληξη προκαλεί, καθώς οι διάφορες «δεξαμενές σκέψης», με πρώτες και καλύτερες τις αμερικανικές, την είχαν προβλέψει εγκαίρως — από την εποχή ακόμη που άλλοι έκαναν λόγο για το «τέλος της ιστορίας».
Η αιτία, άλλωστε, των παραπάνω πολιτικών επιλογών βρίσκεται στην αντικειμενική κίνηση της ιστορίας του υπαρκτού καπιταλισμού, που προσωρινά μοιάζει να βάζει φρένο και στη διαδικασία της διεθνοποίησης: Την όξυνση των ανταγωνισμών και την άνοδο των οικονομικών εθνικισμών, ως απόρροια των αλλεπάλληλων κρίσεων, που κάνουν τον θριαμβευτή του Ψυχρού Πολέμου να μοιάζει με έναν κουρασμένο γέρο — ο οποίος, όμως, δεν θα διστάσει να κάνει τα πάντα για να κρατηθεί στη ζωή, ελπίζοντας στο μεταξύ να ανακαλύψει το ελιξίριο της αέναης κερδοφορίας.
Η ΕΕ στις… μυλόπετρες ΗΠΑ-Κίνας
Η όξυνση του διεθνούς ανταγωνισμού και η επιτάχυνση των ανακατατάξεων απαιτούν δύσκολες αποφάσεις
Δικαίως θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο μεγάλος κερδισμένος των εξελίξεων είναι η Κίνα. Από τη μία, επειδή με όλες τις τελευταίες κινήσεις τους και με αποκορύφωμα (μέχρι στιγμής) τη συμμαχία AUKUS, οι ΗΠΑ την αναγνωρίζουν και επισήμως ως την υπ’ αριθμό ένα απειλή για την ηγεμονία τους και για την παλιά παγκόσμια τάξη — αναγορεύοντάς την έτσι, αντικειμενικά, σε βασικό πόλο αναφοράς του διεθνούς ανταγωνισμού και των νέων «αξόνων» που θα δημιουργηθούν. Και από την άλλη, διότι το στρατόπεδο της «Δύσης» μοιάζει πλέον να είναι κατακερματισμένο και να έχει εισέλθει σε περίοδο βαθιάς κρίσης, από την οποία ουδείς μπορεί να προβλέψει πότε, πώς και σε ποια μορφή θα εξέλθει.
Το πρόβλημα αφορά άμεσα και το ΝΑΤΟ, ό,τι και αν γράφουν οι επίσημες ανακοινώσεις, όσα και να λέγονται στις δημόσιες δηλώσεις. Ιδού γιατί: Η ίδρυση του Βορειοατλαντικού Συμφώνου –όπως μαρτυρά και το όνομά του– υπαγορεύτηκε από τις ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου με την ΕΣΣΔ και το «ανατολικό μπλοκ», θέατρο του οποίου ήταν κυρίως η Ευρώπη. Πλέον, με το επίκεντρο της αντιπαράθεσης και του ανταγωνισμού να μεταφέρεται προς τη νοτιοανατολική Ασία, είναι φανερό πως οι Αμερικανοί ρίχνουν το βάρος τους στη συγκρότηση ενός ισχυρού και αξιόμαχου «ΝΑΤΟ του Ειρηνικού και Ινδικού», με τη συμμετοχή και στήριξη και όσων νατοϊκών ενδιαφέρονται — όπως, για παράδειγμα, της Βρετανίας και του Καναδά.
Για την ώρα, αυτή η προσπάθεια παίρνει σάρκα και οστά μέσω της αποκαλούμενης «Quad» (Τετραμερής Διάλογος για την Ασφάλεια), στην οποία συμμετέχουν επίσης Ιαπωνία, Αυστραλία αλλά και Ινδία. Είναι δε προφανές ότι σε αυτήν «κουμπώνουν» και η συμφωνία AUKUS και η στρατιωτικοποίηση της Ιαπωνίας — η οποία εγκαταλείπει οριστικά τις ενοχές και τις δεσμεύσεις που της είχε κληροδοτήσει το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ίδιο και ο υπερεξοπλισμός της Ταϊβάν, η οποία από πολλούς θεωρείται το πεδίο της επερχόμενης σύρραξης, μιας και το Πεκίνο έχει ξεκαθαρίσει πως τη θεωρεί κινεζικό έδαφος και θα το κατοχυρώσει όποτε κρίνει κατάλληλες τις συνθήκες.
Οι ευρω-πατριωτικοί… παιάνες της Γαλλίας δεν είναι βέβαιο ότι ανταποκρίνονται στις διαθέσεις και τις προθέσεις Γερμανών και άλλων εταίρων της
Όπως είναι γνωστό, βεβαίως, κάθε δράση προκαλεί και την ανάλογη αντίδραση κι αυτό είναι κάτι που ισχύει και στη γεωπολιτική σκακιέρα. Ήδη, λοιπόν, Κίνα και Ρωσία –οι οποίες κάθε άλλο παρά «αμυντική στάση» τηρούν, έστω και αν αναγκάζονται να είναι πιο προσεκτικές– επιταχύνουν και εμβαθύνουν τη συνεργασία τους σε όλα τα επίπεδα: Οικονομικό-ενεργειακό, πολιτικό αλλά και στρατιωτικό, όπως έδειξε η πρόσφατη μεγάλη κοινή άσκηση στον Ειρηνικό, στην οποία για πρώτη φορά οι Ρώσοι απέκτησαν πρόσβαση στα κινεζικά οπλικά συστήματα και το λειτουργικό τους περιβάλλον. Παράλληλα, όλες οι χώρες της περιοχής θα αναγκαστούν, αργά ή γρήγορα, να επιλέξουν στρατόπεδο, φέροντας πιο κοντά την ώρα του «ποιος-ποιον».
Σε αυτό το φόντο, η θέση της ΕΕ είναι, αναμφίβολα, εξαιρετικά δύσκολη. Με τον παγκόσμιο ανταγωνισμό να αγριεύει διαρκώς και τις αναδιατάξεις να επιταχύνονται, θέτοντας υπό αμφισβήτηση και τη θέση της ως παγκόσμιας εμβέλειας οικονομικής υπερδύναμης, το «διευθυντήριο» των Βρυξελλών είναι αναγκασμένο να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Και κάθε άλλο παρά αυτονόητες, παρά τα πολεμικά κηρύγματα και τους ευρω-πατριωτικούς παιάνες από την πλευρά της Γαλλίας.
Η θέση στην οποία βρίσκεται η ΕΕ έχει δύο, βασικά, πλευρές. Η μία έχει να κάνει με τη φιλοδοξία της γαλλικής αστικής τάξης να πάρει το αίμα της πίσω για όλο το διάστημα που ήταν σε ρόλο κομπάρσου και να βρεθεί σε θέση «οδηγού». Το Παρίσι, εκμεταλλευόμενο την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου με το Brexit, καθώς και την κρίση που συνεπάγεται για τη Γερμανία η «συνταξιοδότηση» της Μέρκελ, θεωρεί ότι αυτή είναι η χρυσή του ευκαιρία. Για να το καταφέρει, όμως, γνωρίζει πως πρέπει να μετατοπίσει το κέντρο βάρους από την οικονομία στη γεωπολιτική όπου –με δεδομένο πως η Γαλλία έχει ισχυρή αποικιοκρατική παράδοση, είναι πιο έμπειρη σε στρατιωτικές επεμβάσεις και αποτελεί τη μοναδική πλέον πυρηνική δύναμη από τους «27»– έχει σαφές προβάδισμα σε σχέση με τη Γερμανία.
Όσο για τη δεύτερη πλευρά, αφορά συνολικά το καπιταλιστικό οικοδόμημα της ΕΕ και το μέλλον του. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο δείχνει να έχει συνειδητοποιήσει ότι χωρίς την ικανότητα χρήσης στρατιωτικής βίας είναι καταδικασμένο να βλέπει τη διεθνή του θέση να απειλείται και, πιθανότατα, να αποδυναμώνεται — εξάλλου, είναι γνωστό ότι ο αμερικανικός αιώνας βασίστηκε εξίσου στο δολάριο και τα… αεροπλανοφόρα.
Εδώ ακριβώς πρέπει να αναζητηθεί και η πρεμούρα που έχει καταλάβει ορισμένους αναφορικά με τον αποκαλούμενο ευρωστρατό. Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως η συγκρότησή του –στην πράξη και όχι στα λόγια– μοιάζει μακρινή υπόθεση. Αφενός, επειδή πολλά κράτη-μέλη δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουν να «πουλήσουν» το ΝΑΤΟ και τους Αμερικανούς. Και αφετέρου, διότι οι συνέπειες της δυναμικής επέμβασής του στα «καυτά μέτωπα» (Μέση Ανατολή και Αφρική, Καύκασος και Βαλτική) θα έχει συνέπειες τις οποίες οι κοινωνίες της Ευρώπης –σε αντίθεση με αυτές των ΗΠΑ ή ακόμη και της Ρωσίας, της Κίνας ή της Τουρκίας– είναι δύσκολο να δεχτούν.
Θα κάνουν, λοιπόν, πόλεμο διακινδυνεύοντας και την εσωτερική «ειρήνη»;
Εκτεθειμένη η Ελλάδα, ορατός κίνδυνος εμπλοκής
Οι επιθετικές επιλογές που συνειδητά έχουν κάνει τα τελευταία χρόνια η αστική τάξη της Ελλάδας και οι κυβερνήσεις της, τόσο των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όσο και της ΝΔ, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στον τοπικό ανταγωνισμό τους με την Τουρκία, έχουν φέρει τη χώρα στο επίκεντρο του παγκόσμιου «πολέμου» που έχει ξεσπάσει στη μεγάλη γεωπολιτική και οικονομική σκακιέρα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Αθήνα έχει συνάψει στρατηγικές συμφωνίες με τους δύο πρωταγωνιστές της σύγκρουσης που έχει ξεσπάσει με αφορμή την υπόθεση AUKUS. Με τις ΗΠΑ, οι οποίες μετατρέπουν σταδιακά το ελληνικό έδαφος σε μιαν απέραντη προκεχωρημένη στρατιωτική βάση – και με τη Γαλλία, η οποία μοιάζει να αποτελεί βασικό προμηθευτή στο πλαίσιο της νέας «αγοράς του αιώνα» (αεροσκάφη Ραφάλ και, πιθανώς, νέες φρεγάτες), καθώς και στήριγμα της Ελλάδας στο Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο απέναντι στην Τουρκία.
Όσο για την Κίνα, η μεγάλη επένδυσή της στο λιμάνι του Πειραιά, που το έχει μετατρέψει σε μια από τις βασικές πύλες εισόδου της στις ευρωπαϊκές αγορές, συνεπάγεται αντικειμενικά την «εμπλοκή» της Ελλάδας στο μπρα-ντε-φερ της Δύσης μαζί της.
Έχοντας, λοιπόν, εκτεθεί ποικιλοτρόπως, η ελληνική αστική τάξη είναι τώρα υποχρεωμένη μα αποδεικνύει διαρκώς προς όλους ότι είναι το «καλό παιδί». Το κάνει και το θα το κάνει με τους Αμερικανούς, όταν και εφόσον απαιτήσουν να συμμετέχει σε μια νέα «εκστρατεία της Κορέας». Θα πει «ναι» και στους Γάλλους εφόσον της ζητήσουν να συνδράμει στα πολεμικά μέτωπα της Αφρικής – ειδικά εφόσον αυτό γίνει στο όνομα της ΕΕ.
Τελικά, ο επόμενος πόλεμος μπορεί να μην είναι με την Τουρκία…