Γιώργος Παυλόπουλος
Η διαφαινόμενη επικράτηση των Σοσιαλδημοκρατών του Όλαφ Σολτς μπορεί να συνιστά ανατροπή σε σχέση με τις προηγούμενες δημοσκοπικές προβλέψεις, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και σε επίπεδο πολιτικής.
Η αλήθεια είναι πως η πορεία προς τις εκλογές που θα πραγματοποιηθούν στη Γερμανία την ερχόμενη Κυριακή, 26 Σεπτεμβρίου, μας έχει επιφυλάξει μεγαλύτερη αβεβαιότητα και περισσότερες ανατροπές σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη από το 2005 μέχρι σήμερα. Σε αυτό το διάστημα, άλλωστε, η κυριαρχία της Ανγκελα Μέρκελ –η οποία ολοκληρώνει τη 16ετή θητεία της στην καγκελαρία– και της Χριστιανικής Ένωσης ήταν σε τέτοιο βαθμό αναμφισβήτητη, ώστε το μοναδικό ουσιαστικά ζητούμενο ήταν ποιος θα δεχόταν να γίνει ο… υποτακτικός τους στην κυβέρνηση.
Τις τρεις από τις τέσσερις φορές, τον ρόλο αυτό ανέλαβαν οι Σοσιαλδημοκράτες, γεγονός που συνέβαλε καθοριστικά ώστε να οδηγηθούν στην πιο βαθιά κρίση της ιστορίας τους. Το ποσοστό τους στις εκλογές του 2017 υποχώρησε στο 20%, ενώ μέχρι και πριν από μερικές εβδομάδες, οι δημοσκοπήσεις τους έφερναν αρκετά πιο χαμηλά — με κίνδυνο να χάσουν όχι απλώς τη δεύτερη θέση, αλλά και την τρίτη. Την ίδια δε στιγμή, οι Πράσινοι εμφανίζονταν να διαθέτουν δυναμική για να διεκδικήσουν ακόμη και την πρωτιά από το κόμμα της Μέρκελ — και σίγουρα, είχαν αρκετές πιθανότητες να δουν την υποψήφιά τους, Αναλένα Μπέρμποκ, στην καγκελαρία.
Σήμερα, όλα μοιάζουν να έχουν αλλάξει, τουλάχιστον δημοσκοπικά. Το SPD μοιάζει να έκανε ένα εντυπωσιακό ντεμαράζ, περνώντας στην πρώτη θέση, ενώ η Χριστιανική Ένωση βλέπει τα ποσοστά της να κατρακυλούν — όπως και οι Πράσινοι, που είναι πλέον τρίτοι σε αρκετή απόσταση. Έτσι, μοιάζει πλέον πιο πιθανό το σενάριο της κυβερνητικής αλλαγής, με τον νυν υπουργό Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, στο τιμόνι — και εταίρους τους Πράσινους και είτε την (πάντα πρόθυμη) Αριστερά, η οποία ετοιμάζεται για το χειρότερο ποσοστό στην ιστορία της είτε τους (νέο)Φιλελεύθερους του FDP.
Σημειώνεται πως ο Σολτς μέχρι πρόσφατα δεν έπειθε κανέναν και αντιμετωπιζόταν ως εξίσου ανίκανος με τον υποψήφιο της CDU-CSU, Άρμιν Λάσετ — ενώ είχε εμπλακεί και σε ουκ ολίγα σκάνδαλα, όπως αυτά της Volkwagen και της Wirecard. Το βασικό του χαρακτηριστικό είναι, όμως, άλλο: Το γεγονός ότι δύσκολα μπορεί κανείς να διαχωρίσει τις θέσεις του από εκείνες των Χριστιανοδημοκρατών, καθώς είναι οπαδός της δημοσιονομικής ορθοδοξίας και της γερμανικής ισχύος.
Υπό αυτή την έννοια, η διαφαινόμενη κυβερνητική αλλαγή δεν θα φέρει σημαντικές διαφοροποιήσεις στην ακολουθούμενη πολιτική. Ειδικά καθώς οι Πράσινοι αποτελούν και αυτοί μέρος του συστήματος (όπως άλλωστε και οι Φιλελεύθεροι) και φιλοδοξούν να γίνουν οι βασικοί πολιτικοί εκφραστές της στροφής του κεφαλαίου προς την «πράσινη οικονομία».
Όσο για την «ολική επαναφορά» των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, που μοιάζουν να «σαρώνουν» στη βόρεια Ευρώπη ενώ ήδη κυβερνούν και σε Ισπανία-Πορτογαλία, δεν σηματοδοτεί τίποτε άλλο πέρα από δύο πράγματα: Αφενός, την προσπάθεια του ίδιου του συστήματος να δώσει μια αίσθηση ελεγχόμενης ανανέωσης σε επίπεδο διακυβέρνησης, αποφεύγοντας κάθε σοβαρή αμφισβήτηση ή ανατροπή εξαιτίας της σωρευμένης κοινωνικής δυσαρέσκειας από τη διαχείριση των αλλεπάλληλων κρίσεων. Και, αφετέρου, στα αδιέξοδα της κοινωνικής πλειοψηφίας, που στερείται αξιόπιστης πολιτικής επιλογής που θα μπορούσε να υπηρετήσει τις πραγματικές ανάγκες και τα συμφέροντά της, καθώς η παραδοσιακή Αριστερά αποδεικνύεται φανατικά… κυβερνητική και πρόθυμη «τσόντα» των δύο βασικών πόλων της αστικής πολιτικής.
Η Αριστερά οδεύει προς το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμά της, παραμένει όμως πρόθυμη να συγκυβερνήσει
Κατά τον ίδιο τρόπο, καμία ουσιαστική αλλαγή δεν πρέπει να αναμένεται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την πορεία του εκκρεμούς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η ΕΕ δεν πρόκειται να γίνει ούτε πιο δημοκρατική, ούτε πιο ανθρώπινη, ούτε πιο δίκαιη, ούτε πιο φιλική προς τους αδύναμους και τους μετανάστες με τον Σολτς στη θέση του οδηγού.
Αν υπήρχε περίπτωση, άλλωστε, να συμβεί κάτι τέτοιο, τότε η Μέρκελ δεν θα επέλεγε αυτόν και τους ομοϊδεάτες της για εταίρους, ούτε οι ομάδες του ΕΛΚ και των Σοσιαλιστών θα συνεργάζονταν τόσο αρμονικά σε επίπεδο Ευρωβουλής όλα αυτά τα χρόνια. Ούτε, βεβαίως, ο τελευταίος σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος, Γκέρχαρντ Σρέντερ, θα είχε δεχθεί τόσους ύμνους για την επινόηση και την εφαρμογή της αντιδραστικής «Ατζέντας 2010», η οποία διασφάλισε στο γερμανικό κεφάλαιο την ηγεμονία του τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, σε βάρος φυσικά των εργαζομένων.