του Λεωνίδα Βέργου αναδημοσίευση από το Σελιδοδείκτη
Στην ταινία «Οι Κυνηγοί» (1977) του Θ. Αγγελόπουλου ξεχωρίζει το πλάνο με τις επιπλέουσες κόκκινες σημαίες στη λίμνη Παμβώτιδα. Το πλάνο αυτό θα έλεγε κανείς ότι συμπυκνώνει σε μορφή και περιεχόμενο ολόκληρη την ταινία αλλά και το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο του δημιουργού συνολικά. Μια χούφτα Ελλήνων αστών που βρήκε το πτώμα ενός νεαρού αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού ανακαλύπτει ότι, παρά την ταξικής φύσης αλαζονία των πρώτων μετεμφυλιακών δεκαετιών, τρέμει στη σκέψη της μαχητικής επανεμφάνισης του εργατικού παράγοντα. Τότε είναι που έρχεται το πλάνο αυτό και η λαϊκή πάλη, που είναι παρά τις ήττες ακόμα εκεί, ετοιμάζεται να καταβροχθίσει τους εκμεταλλευτές, που τόσες δεκαετίες καυχιούνται για τη νίκη τους. Η κάθαρση στο κινηματογραφικό έργο φέρνει τον ενθουσιασμό της προσδοκίας της κοινωνικής μας κάθαρσης. Η μελωδία του Θεοδωράκη στη σκηνή αυτή φέρνει την εστίαση στον φόβο των αστών μπροστά στις παλίρροιες που έρχονται.
Σήμερα λοιπόν οι λαοί παγκοσμίως ήρθαν αντιμέτωποι με τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, σχεδόν έναν αιώνα μετά τη γέννησή του.
Κι εμείς με αυτόν τον Μίκη είμαστε, με αυτόν που γαλούχησε γενιές αγωνιστών στα ανώτερα ιδανικά του κομμουνισμού και της εργατικής πάλης. Αυτός είναι ο Μίκης που έχει αγγίξει την καρδιά του λαού, αυτός που τραγουδούσε για τις φτωχογειτονιές, για την εποποιία των ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ, για τον αντιδικτατορικό αγώνα και τον Σωτήρη Πέτρουλα, που ακόμη και νεκρός «οδηγούσε τον λαό μας» στην εργατική εξέγερση των Ιουλιανών. Μέσα από αυτόν τον Μίκη όλος ο λαός τραγουδούσε επίσης για αυτά και όχι για κάποιο «αμερικανικό όνειρο».
Όμως και ο ίδιος όντας παιδί της ιστορικής του εποχής δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από την τραγωδία και τις αντιφάσεις του κομμουνιστικού κινήματος του 20ού αιώνα, εντός του οποίου δρούσε, και οι οποίες φάνηκαν ιδιαίτερα στη χώρα μας. Η ηττημένη γραμμή της ανωτερότητας των εθνοενωτικών σουπών έναντι του εργατικού αγώνα ενάντια και στον ντόπιο εχθρό, αλλά και της υποταγής του λαϊκού κινήματος στην αστική δημοκρατία, ήταν που έβαλε το θεμέλιο (χωρίς να είναι κάτι γραμμικό αυτό) για τις πολιτικές επιλογές του Μίκη τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, παρά τους τιτάνιους αγώνες του παρελθόντος. Έτσι δίνεται και το άλλοθι σε κάθε διαχειριστή της αντιλαϊκής αστικής εξουσίας σήμερα να μιλάει για «εθνικό» πένθος και Μίκη που ανήκει «σε όλους του Έλληνες» (ακόμη και στους βασανιστές του). Γι’ αυτό και στον Μίκη συμπυκνώνεται «όλο το μεγαλείο και η τραγωδία» της Αριστεράς του 20ού αιώνα. Και κάποια πράγματα φυσικά δε μπορούν να συγχωρηθούν.
Προσωπικά, όμως, νιώθω πολύ μικρός για να τολμήσω να διαγράψω ό,τι προηγήθηκε. Ένα έργο και μια αγωνιστική στάση δεκαετιών που ενέπνευσε χιλιάδες ανθρώπους να πιστέψουν και να στρατευτούν στον αγώνα για μια άλλη κοινωνία. Και χωρίς το οποίο δεν μπορούμε καν να ξέρουμε αν θα είχε επιβιώσει το ψήγμα του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος που υπάρχει στη χώρα μας, στον βαθμό που υπάρχει και μπορεί να καθορίζει κεντρικοπολιτικές εξελίξεις. Στην τελική πατάμε σε ώμους γιγάντων κι ας λύγισαν κάποιοι με τον χειρότερο τρόπο, δεν είναι και λίγοι φυσικά. Ένα είναι σίγουρο, ότι κάθε μελλοντική γενιά που θα τολμήσει να αμφισβητήσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων θα ακούει τον δικό μας Μίκη.
Αυτό είναι που έχει πραγματική σημασία εντέλει, αυτό είναι που θα μείνει στις δεκαετίες της δύσκολης και μακράς πορείας της κοινωνικής προόδου που θα ακολουθήσουν, είτε με κατεύθυνση το γήρας, είτε με κατεύθυνση «τη νιότη του κόσμου».
Όσα πολλοί και πολλές από εμάς ζήσαμε τους τελευταίους μήνες στους φοιτητικούς μας συλλόγους και τους δρόμους, φέρνουν στον νου ιδιαίτερα την παρακάτω μελωδία του Μίκη:
Δεν μπορώ να περιμένω
ήρθαν κρίσιμοι καιροί
κι αν το σώμα μας δεμένο
μένει λεύτερη η ψυχή.
Ταμπούρι κάνω την αλήθεια
κάστρο κάνω τη σχολή
και θεριό μέσα στα σπίτια
του λαού μας η φωνή.
Τις βαριές τις αλυσίδες
τις σκουριάζει και τις σπα
του αγώνα μας η φλόγα
και του νου η τσεκουριά.
Στο λαό μας που παλεύει
νύχτα μέρα στη ζωή
να του φέρω όρκο κάνω
λευτεριά και προκοπή.
Ύμνος του φοιτητή διαδηλωτή