Λάμπρος Αντάρας
Ενα ενοχλητικό αναχρονιστικό τρύπημα στα αυτιά ήταν η αίσθηση που άφηνε ο παραδοσιακός ήχος στους εφήβους που μεγάλωσαν με Τρύπες και Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ίσως έφταιγε ο τρόπος που αναπαραγόταν αυτός ο ήχος στα επαρχιακά κανάλια ή το γεγονός ότι κασέτες με κλαρίνα άκουγαν στο σπίτι ή στο αυτοκίνητό τους, κυρίως από παππούδες, παπάδες και αστυφύλακες. Μοναδική ελκυστική εμπειρία ήταν ενίοτε τα τραγούδια και οι χοροί στα οικογενειακά γλέντια κατά τα μεγάλα τραπέζια του Πάσχα και του Δεκαπενταύγουστου. Όμως στις αριστερές οικογένειες το ηχόχρωμα της παράδοσης δεν είχε συνήθως θέση στα καθημερινά της ακούσματα κι αυτή η επιλογή ήταν μάλλον μια πράξη αντίστασης ενάντια στην επιβολή της κουλτούρας του καλαματιανού, του συρτού και του τσάμικου που ακολουθούσε την ιστορία του ελληνικού κράτους και την κατασκευή της εθνικής ταυτότητας από την άρχουσα τάξη.
Από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους μέσα στην εποχή του ρομαντισμού μέχρι τη χούντα του Μεταξά και τη δικτατορία των συνταγματαρχών, το πλήθος των παραδοσιακών πολιτισμικών δραστηριοτήτων της ελληνικής επικράτειας κατατάσσεται και διαχωρίζεται στα στοιχεία εκείνα που είναι χρήσιμα για τη συγκρότηση των κοινών πανεθνικών χαρακτηριστικών και σε εκείνα που είναι επικίνδυνα. Έτσι η μουσική, χορευτική και προφορική παράδοση της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας αποκτά οικουμενικότητα, ενώ οι μουσικές παραδόσεις της Μακεδονίας, της Θράκης και όχι μόνο, χαρακτηρίζονται «σλάβικες» ή «βουλγάρικες», απαγορεύονται ή και επιβάλλεται η «ελληνοποίησή» τους. Η πολιτικοποίηση αυτή της κουλτούρας και η ομογενοποίηση επιδρούν κυρίως στα αστικά κέντρα όπου η παράδοση έχει χάσει ήδη τη δυναμική της. Η βίαιη αστικοποίηση και η συγκέντρωση πολλαπλών κοινοτήτων στην πόλη αποκόπτει τον συλλογικό φορέα από το φυσικό του περιβάλλον.
Στην επαρχία ωστόσο, οι κοινότητες των ανθρώπων διατηρούν τη συνοχή τους και κατά συνέπεια η επιβίωση και η ανατροφοδότηση της παράδοσης επιτυγχάνεται ακόμα και στις περιοχές που δέχεται πόλεμο από το ελληνορθόδοξο κράτος ως στοιχείο εθνικής διαφοροποίησης. Υπάρχουν βέβαια και περιοχές (π.χ. Αιγαίο, Ιόνιο) που η απουσία του αντίπαλου δέους επέτρεψε τη διατήρηση της παράδοσης χωρίς να χρειαστεί να αντιπαρατεθεί με το εθνοτικό και την αναγκαστική επιβολή ταυτότητας. Η πολιτικοποίηση της παράδοσης ως στοιχείο επιβολής συνυπάρχει σε κάθε περίοδο με τη φυσική διαδικασία της δημιουργίας της παράδοσης που είναι ο αντικατοπτρισμός και η αφήγηση των κοινωνικών σχέσεων και της καθημερινής δραστηριότητας της συγκεκριμένης κοινότητας. Αναπαράγεται και μετασχηματίζεται μέσα από την ίδια τη ζωή. Το νήμα της μουσικής παράδοσης με τη συλλογική αφήγηση δεν κόπηκε ποτέ, καθώς η τεράστια κυτταρική μνήμη που φέρουν οι απλές μελωδίες αποτέλεσαν πολλές φορές το μέσο για να εκφραστεί ο αγωνιζόμενος λαός. Η «Σαμιώτισσα» μετατράπηκε στον ύμνο της ΕΠΟΝ και τα «Παιδιά της Σαμαρίνας» έγιναν ανταρτόπουλα.
Κι αν στη χούντα το κλαρίνο κι ο τσολιάς αποτέλεσαν το σήμα κατατεθέν της κουλτούρας της, απομακρύνοντας τον προοδευτικό κόσμο από τα παραδοσιακά ακούσματα, η απενοχοποίηση εκφράζεται στο πρόσωπο του Νίκου Ξυλούρη που ως φορέας της μεγάλης μουσικής παράδοσης της Κρήτης, με τη φωνή του και τη λύρα του, μετατράπηκε σε σύμβολο της αντίστασης. Η Δόμνα Σαμίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, οι Δυνάμεις του Αιγαίου είναι μερικοί από τους καλλιτέχνες που συνέβαλαν στην καταγραφή, την ανατροφοδότηση και επανοηματοδότηση των διάφορων ελληνικών μουσικών παραδόσεων.
Από το ειδικό στο γενικό και προς τον 21ο αιώνα
Μέχρι τη δεκαετία του ’80, η εξέλιξη των παραδόσεων γινόταν κυρίως μέσα από το ίδιο το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκαν. Η προφορική διδασκαλία, οι πρακτικοί μουσικοί, η συλλογικότητα και το ανώνυμο πλήθος μέσα από τις κοινωνικές του δραστηριότητες ήταν οι φορείς αυτής της κουλτούρας. Η διάδοση και η εξάπλωση των μουσικών παραδόσεων από τη μεταπολίτευση και έπειτα είναι κοινή συνισταμένη πολλών πραγμάτων.
Η παρουσία επώνυμων/λόγιων συνθέσεων, η συστηματική καταγραφή, μελέτη και διδασκαλία της παραδοσιακής μουσικής μέσα από τα μουσικά σχολεία και τα πανεπιστημιακά τμήματα καθώς και εν γένει η εποχή της πληροφορίας είναι επιγραμματικά οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η επανεμφάνιση της παραδοσιακής μουσικής στο προσκήνιο σε βαθμό που σήμερα θα μπορούσε να πει κανείς ότι η μισή μουσική ελληνική σκήνη έχει εξαρτημένη σχέση με την παράδοση. Μέσα από την αναβίωση παραδοσιακών εθίμων και γιορτών, με τη δημιουργία νέων φεστιβάλ, μουσικών συναντήσεων και εργαστηρίων, ακόμα και με την αύξηση του αγροτουρισμού, η παραδοσιακή μουσική διανύει μια νέα περίοδο νεότητας.
Οι απλές μελωδίες αποτέλεσαν πολλές φορές το μέσο για να εκφραστεί ο αγωνιζόμενος λαός
Νέες πρωτότυπες συνθέσεις προκύπτουν από επώνυμους μουσικούς που αναπνέουν μέσα από την κοινότητα όπως ο Ross Daly, είτε αφηγούνται τα βιώματα της κοινότητας όπως ο Dine Doneff. Δάνεια και μουσικά παντρέματα δίνουν και παίρνουν και έτσι έχουμε πλέον το ηπειρώτικο stoner των V.I.C., το θρακιώτικο punk των ΘΡΑΞ ΠΑΝΚC, τον post-Cretan ήχο των BALOTHIZER κ.λπ. Ταυτόχρονα η ιδιότητα του ανώνυμου (ή του όχι και τόσο επώνυμου) μουσικού/μπάντας είναι ένας δρόμος που ακολουθούν ως τρόπο επιβίωσης αρκετοί από τους απόφοιτους των μουσικών σχολών. Δημιουργείται έτσι στην εποχή μας μια νέα πολυδιάστατη πληθωρική παραδοσιακή πολιτεία που προσπαθεί να εντάξει στις γειτονιές της όλο και περισσότερες μουσικές παραδόσεις. Μέσα εκεί χωράνε και οι επιρροές από τα Βαλκάνια, την Ανατολή και τα σύγχρονα ακούσματα. Ίσως δεν είναι αυτό που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε παράδοση, ίσως δεν θα μπορούσε και να είναι εν έτει 2021, είναι όμως το στίγμα της εποχής.
Η διαχρονικότητα
Η μουσική παράδοση με τον τρόπο που την αντιλαμβανόμασταν πριν μερικές δεκαετίες μπορεί και να τείνει προς τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό της, άλλωστε είναι ένα φαινόμενο που συναντάται παγκόσμια. Αυτό όμως που την κάνει με κάθε τρόπο να επιβιώνει, είναι η άμεση σχέση με το περιβάλλον που την γεννά. Μέσα από την απλή μελωδία ενός παραδοσιακού σκοπού που ο καθένας μπορεί να σιγοτραγουδήσει, μεταφέρεται όλη η συλλογική αφήγηση. Μέσα από την κυτταρική της μνήμη, μπορούν να γεννηθούν χιλιάδες ιστορίες, να αγκαλιαστούν και να χορέψουν χιλιάδες άνθρωποι, να νιώσουν την ομοψυχία που φέρει ο αέναος κύκλος του χορού, όπως το ένιωσαν αυτοί που πιάστηκαν σε κύκλο στη μέση της πλατείας Συντάγματος, μέσα σε μια βροχή από δακρυγόνα την 29η του Ιούνη του 2011 στην κορύφωση της μεγαλειώδους 48ωρης απεργίας ενάντια στην ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου.
Κ. Παπακωνσταντίνου – Φ. Φασούλας: Παραδοσιακό τραγούδι σε μια μη «παραδοσιακή» κοινωνία