Γιάννης Ελαφρός
▸ Κυβέρνηση και σύστημα κλιμακώνουν την αντιλαϊκή επίθεση, ενώ η δυσαρέσκεια αναπτύσσεται
Μέσα στην καρδιά του δεύτερου φετινού καύσωνα ακούμε συχνά για τα ακραία καιρικά φαινόμενα· όχι άδικα. Η κλιματική κρίση είναι εδώ, όπως και η συνολική κρίση του περιβάλλοντος, μέσα στην οποία επωάστηκε η πανδημία της Covid-19. Μαζί με αυτά, όμως, γίνεται όλο και πιο έκδηλο πως πάμε για ακραία κοινωνικά φαινόμενα, που θα αρχίσουν να εκδηλώνονται αμέσως μετά ή και μέσα στις πάλαι ποτέ «ήσυχες μέρες του Αυγούστου».
Ενώ η κοινωνική δυσαρέσκεια αυξάνεται, η κυβέρνηση κλιμακώνει την επίθεση. Χωρίς ανάσα πέρασε τον βαθιά αντιδραστικό νόμο για την εκπαίδευση, κατέβασε το νομοσχέδιο για τις επικουρικές, προωθεί την υλοποίηση του εργασιακού και προχωρά στην έγκριση του Σχεδίου Ανάκαμψης με όλο το πακέτο των επερχόμενων αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων. Είναι υποχρεωμένη να το κάνει. Μέσα στο σαθρό έδαφος της κρίσης, το σύστημα και το κεφάλαιο απαιτούν μια φυγή προς τα μπρος, στη διαμόρφωση των νέων όρων για τη βαθύτερη εκμετάλλευση της εργασίας, για να ρίξουν ξανά τα βάρη στον λαό και τη νεολαία.
Τα βάρη στον κόσμο δεν ρίχνει άλλωστε η κυβέρνηση με τον εμβολιασμό; Η τιμωρητική λογική που υλοποιεί έχει να κάνει με την αλλαγή σελίδας από Σεπτέμβρη. Το σύστημα πρέπει να δουλέψει, τέρμα οι αποζημιώσεις για αναστολή εργασίας, τέρμα τα κλειστά μαγαζιά για υγειονομικούς λόγους, τώρα θα κλείνουν λόγω χρεών. Τέρμα στις κάθε είδους χορηγήσεις και «προκαταβολές», τώρα θα έχει μόνο βολές κι όποιος αντέξει. Το κρατικό και ευρωπαϊκό χρήμα θα είναι από εδώ και πέρα μόνο για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Για τους υπόλοιπους δεκάωρα στη δουλειά για 663 ευρώ, απολύσεις, ανεργία, μειώσεις μισθών, ακρίβεια, πλειστηριασμοί, επιθεωρητές και αστυνομία στην εκπαίδευση…
Σε αυτές τις συνθήκες μια νέα έξαρση της πανδημίας δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στον λαό αλλά και στην κυβέρνηση, η οποία έχει όλη την ευθύνη γι’ αυτό, αφενός με το άνοιγμα του τουρισμού ξανά χωρίς ή με υποτυπώδεις ελέγχους και μέτρα, αφετέρου με την καταδίκη του δημόσιου συστήματος υγείας στη μιζέρια. Με την αυταρχική τακτική της στο θέμα των εμβολιασμών δεν μπορεί να πείσει μαζικά αλλά πετυχαίνει άλλους σκοπούς: Πρώτο, ρίχνει ξανά το λάθος στον κόσμο, αναπτύσσοντας τη λογική της ατομικής ευθύνης. Δεύτερο, διχάζει τους εργαζόμενους και καλλιεργεί τον «κοινωνικό αυτοματισμό». Τρίτο, προσπαθεί να εμφανιστεί ως εκφραστής της επιστήμης (αυτοί που διατράνωναν πως με τη θεία κοινωνία δεν κολλάει!), του ορθολογισμού, ακόμα και της προόδου, πλασάροντας τον Μητσοτάκη ως ηγέτη της κεντροδεξιάς και κυρίαρχο στο κέντρο, πιέζοντας ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ, αλλά και βάζοντας διλήμματα στο κίνημα και την Αριστερά. Παράπλευρη συνέπεια, που δημιουργεί δυσκολίες στη ΝΔ αλλά δυνατότητες για το σύστημα συνολικά, είναι η αναζωογόνηση της ακροδεξιάς και των φασιστικών ταγμάτων εφόδου για να ξαναβγούν στον δρόμο.
Ο πήχης ανεβαίνει για τη μαχόμενη Αριστερά, ζητούμενο το αντικαπιταλιστικό πολιτικό ρεύμα
Η κυβέρνηση, βεβαίως, δεν είναι παντοδύναμη, τα σημάδια της φθοράς είναι πολύ έντονα μάλιστα, παρά το καθημερινό μέικ-απ από τα συστημικά ΜΜΕ. Εξάλλου, η αδυναμία της φάνηκε, όταν εκφράστηκε η δύναμη του κινήματος, όπως με τους φοιτητικούς αγώνες που άφησαν μετέωρη την πανεπιστημιακή αστυνομία ή το ξέσπασμα για ελευθερία και κατά της αστυνομοκρατίας. Η δύναμη της κυβέρνησης οφείλεται στην αδυναμία του πιο δεξιού και κομφορμιστικού ΣΥΡΙΖΑ όλων των εποχών και του δικομματικού δεκανικιού του ΚΙΝΑΛ. Αλλά και της «υπεύθυνης» κι «έξυπνης» διαπραγμάτευσης (ξανά;) του Βαρουφάκη εντός ΕΕ και συστήματος, όπως και της περιορισμένης διαμαρτυρίας του ΚΚΕ, που στις κρίσιμες στροφές δεν κλιμακώνει για νικηφόρους αγώνες, αλλά περιμένει να βγάλει ο κόσμος συμπεράσματα.
Στις νέες συνθήκες, ανεβαίνει ο πήχης για τη μαχόμενη, αντικαπιταλιστική και σύγχρονα κομμουνιστική Αριστερά. Είναι αλήθεια πως τον προηγούμενο ενάμιση χρόνο έδωσε μεγάλες μάχες σε συνθήκες πανδημίας και απειλής για την υγεία, ακόμα και σε καθεστώς «ημιπαρανομίας» για να σπάσουν οι απαγορεύσεις και να κλονιστεί η εικόνα μιας κυβέρνησης με… πατερούλη όλων μας τον Κ. Μητσοτάκη. Υπήρξαν επιτυχίες, επιβλήθηκαν ρωγμές, συχνά η αντικαπιταλιστική Αριστερά «έσωσε την τιμή» του κινήματος, αλλά και κρίσιμες κυβερνητικές επιλογές πέρασαν (π.χ. εργασιακό) χωρίς την αντίσταση που απαιτούνταν.
Στη νέα εποχή των άκρων που διαμορφώνεται, είναι μεγάλο ζητούμενο, μαζί με την ανασυγκρότηση του κινήματος για την απόκρουση και ανατροπή της βάρβαρης επίθεσης κυβέρνησης, κεφαλαίου και ΕΕ, η διαμόρφωση ενός πολιτικού ρεύματος της ανατρεπτικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, που όχι μόνο θα είναι στην πρώτη γραμμή των αγώνων αλλά θα τους συνενώνει σε ένα πολιτικό κίνημα ανατροπής, ανοίγοντας μια συνολική αντικαπιταλιστική πολιτική εναλλακτική. Έρχεται επιτακτικά η ανάγκη για μια άλλη Αριστερά, μετωπική αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική, που δεν θα εγκλωβίζεται στα διλήμματα του αντιπάλου, όπως για παράδειγμα στο θέμα του εμβολιασμού, είτε σαν οπαδοί ενός απολίτικου και αταξικού «ορθολογισμού» είτε πλατσουρίζοντας στα θολά νερά της αντιεμβολιαστικής διαμαρτυρίας.
Μια Αριστερά που πάει για μεγάλες συγκρούσεις δεν θα μένει στα ρηχά μιας ενότητας στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή, χωρίς τις αναγκαίες ριζοσπαστικές απαντήσεις, με εκλογικό άγχος και αναζήτηση (ξανά!) μιας κάποιου τύπου «ανάπτυξης» όχι του κινήματος αλλά της οικονομίας. Μια Αριστερά που ξεκινά για να νικήσει στον νέο γύρο οφείλει να έχει ανοσία στη διαχείριση και στον κυβερνητισμό (στο παλιό σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ και τις νέες παραλλαγές), ταυτόχρονα με ισχυρά αντισώματα στον σεχταρισμό και στην αυτοαναφορικότητα.
Σε αυτήν την υπόθεση μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά η νεοσυγκροτημένη Πρωτοβουλία για Σύγχρονο Κομμουνιστικό Πρόγραμμα και Κόμμα, το ΝΑΡ και η πολιτική του πρόταση για αντικαπιταλιστικό μέτωπο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ειδικά ο κόσμος της εργασίας και της νεολαίας που έδωσε πρωτοπόρα τις μάχες.