Χρίστος Κρανάκης
▸ Το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του δεν θέλουν — ούτε μπορούν
Η εποχή του θερμοκηπίου έφτασε! Αυτό έδειξαν (και) οι φονικές πλημμύρες στην «ανεπτυγμένη» Βόρεια Ευρώπη, που στοίχισαν τη ζωή σε τουλάχιστον 180 ανθρώπους. Στη χώρα που επλήγη περισσότερο, τη Γερμανία, η υπερχείλιση των ποταμών Ρήνος και Μεύσης «έπνιξε» το βορειοδυτικό τμήμα της και ειδικότερα τις πλούσιες περιοχές της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Από το ορμητικό πέρασμα του νερού καταστράφηκαν ολοσχερώς εκατοντάδες σπίτια, μεγάλα κτήρια, κεντρικοί δρόμοι και γέφυρες, ενώ μεγάλες είναι και οι ζημιές στις σιδηροδρομικές γραμμές, στα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας, άρδευσης και ηλεκτρικής ενέργειας.
Στη συνέχεια, το πλημμυρικό ντόμινο χτύπησε το Βέλγιο και άφησε τεράστιες πληγές στη γαλλόφωνη περιφέρεια της Βαλονίας. Η Λιέγη, από πάλαι ποτέ τουριστικό αξιοθέατο, «βυθίστηκε» στα λασπόνερα, με τους κατοίκους της να επιστρατεύουν για τη μετακίνησή τους μέχρι και… βάρκες. Αλώβητη δεν έμεινε ούτε η Ολλανδία, όπου τα επίπεδα υπερχείλισης που κατεγράφησαν έσπασαν τα μέχρι πρότινος ιστορικά ρεκόρ. Οι ολλανδικές αρχές έδωσαν εντολή εκκένωσης σε περιφέρειες πλησίον του Βελγίου και της Γερμανίας και επιστράτευσαν τον στρατό για να ενισχύσει όσα φράγματα είχαν σπάσει.
Κοινή παραδοχή αποτελεί πως τα αίτια της καταστροφής πρέπει να αναζητηθούν κυρίαρχα στην κλιματική αλλαγή και την ανθρώπινη παρέμβαση στο περιβάλλον. Βεβαίως, τα κυβερνητικά επιτελεία και οι επιστημονικές τους ομάδες προσπάθησαν να δικαιολογηθούν, λέγοντας πως είναι αδύνατον να εκτιμηθεί ακριβώς το πότε θα επέλθει η περιβαλλοντολογική καταστροφή και ποια θα είναι η έκτασή της — πράγμα που ως ένα βαθμό ισχύει. Αποκαλύψεις γερμανικών ΜΜΕ, ωστόσο, ανέδειξαν τις χρόνιες επικρίσεις ειδικών και οικολογικών οργανώσεων για την άναρχη δόμηση πόλεων κοντά στις προσχωσιγενείς περιοχές ποταμών. Όπως τονίζουν, η ανεξέλεγκτη ανθρώπινη δραστηριότητα πλησίον όχθεων των ποταμών οδηγεί στην υπερκάλυψή τους με αδιαπέραστα υλικά, γεγονός που αυξάνει τόσο τη συχνότητα όσο και τη φονικότητα ενδεχόμενων πλημμυρών.
Η κοινή λογική πρόσταζε πως τα τελευταία γεγονότα στην «καρδιά» της Ευρώπης θα ηχούσαν ως καμπανάκι κινδύνου στις κυβερνήσεις αναφορικά με την κλιματική αλλαγή. Παρ’ όλα αυτά, στην πληγείσα Γερμανία, τα αστικά κόμματα προτίμησαν να δουν την καταστροφή ως ευκαιρία για να φορέσουν τον «ανθρωπιστικό» τους μανδύα και να ενισχύσουν τον προεκλογικό τους αγώνα, υποσχόμενα οικονομικά μέτρα ανακούφισης. Την ίδια ώρα, η έλλειψη ενός πραγματικού σχεδίου για τη διαχείριση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης γεμίζει τον λαό με αβεβαιότητα για το τι μέλλει γενέσθαι. Η ανεπάρκεια και η αδιαφορία των «από πάνω», όμως, δεν αποτελεί αποκλειστικά γερμανικό φαινόμενο…
Ελάχιστες μέρες μετά τις πλημμύρες στη Βόρεια Ευρώπη και την ίδια στιγμή που η Κίνα βιώνει τις χειρότερες «πλημμύρες της χιλιετίας», η κεντροδεξιά Νορβηγίδα πρωθυπουργός –που διεκδικεί με αξιώσεις την επανεκλογή της στις 13 Σεπτεμβρίου– «έκλεισε το μάτι» στις εγχώριες και πολυεθνικές ενεργειακές εταιρείες και ξεκαθάρισε πως η χώρα θα συνεχίσει με αμείωτο ρυθμό τις εξορύξεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, παρά τις αντίθετες προτροπές οικολογικών οργανώσεων.
Την ίδια στιγμή, σε διεθνές επίπεδο, τα «ευχολόγια» που ήθελαν τα lockdown διαρκείας να μειώνουν τις εκπομπές ζημιογόνων για το περιβάλλον αεριών, φαίνεται πως διαψεύδονται οριστικά. Έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας προειδοποίησε πως τα μέτρα που ανακοίνωσαν οι κυβερνώντες αναμένεται να οδηγήσουν σε εκτίναξη-ρεκόρ των εκπομπών διοξειδίου το 2023, με συνέχιση της αύξησης τα επόμενα έτη. Άλλωστε, παρά τις κάλπικες υποσχέσεις, κανένας διεθνής οργανισμός δεν έχει καταφέρει να δεσμεύσει έμπρακτα τις κυβερνήσεις και τη μεγάλη βιομηχανία στην ανάγκη μείωσης των εκπομπών. Μάλιστα, επιστήμονες θεωρούν δεδομένο πως τουλάχιστον μέσα την επόμενη πενταετία οι εκπομπές αυτές θα συνεχίσουν να αυξάνονται σημαντικά, καθώς τα περισσότερα προγράμματα αναμένεται να τεθούν σε εφαρμογή το 2025.
Μπροστά στην οριακή αυτή κατάσταση, οι υποσχέσεις του Μπάιντεν για οικολογική στροφή των ΗΠΑ φαντάζουν όχι μόνο ανεπαρκείς αλλά και γελοίες. Οι λόγοι είναι ότι, πρώτον, η «πρόταση Μπάιντεν» είναι συνυφασμένη με τα συμφέροντα συγκεκριμένων εταιρειών της λεγόμενης «πράσινης οικονομίας», που ελάχιστα νοιάζονται πραγματικά για τη σωτηρία του πλανήτη. Δεύτερον, ότι η κλιματική κρίση έχει φτάσει σε τόσο προχωρημένο επίπεδο που πλέον ελάχιστα εξαρτάται από το εάν οι Αμερικανοί καταφέρουν να μειώσουν τις εκπομπές αερίων τους ή όχι — πολλώ δε μάλλον όσο η Κίνα επιμένει εμμονικά να μην λαμβάνει παρόμοια μέτρα.
Το πολιτικό δίλημμα του ποιος θα «πληρώσει τη νύφη» της οικολογικής καταστροφής ανοίγεται μπροστά μας όσο ποτέ!
Κόντρα στις επικοινωνιακές κορώνες της νεοφιλελεύθερης οικολογίας, απαιτείται άμεσα ένας ριζικά αλλιώτικος τρόπος σκέψης, κατανόησης και αντιμετώπισης του φαινομένου. Αρχικά, όλο και περισσότεροι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, πλέον, σημαντικό μέρος των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι αδύνατο να ανακοπεί, ακόμα και αν ως δια μαγείας σταματούσε εδώ και τώρα κάθε επιβαρυντική για το περιβάλλον διαδικασία. Αντίθετα, η χρόνια οικολογική ζημιά από την καπιταλιστική λεηλασία έχει εκκινήσει μια (μερικώς) ανεπίστρεπτή διαδικασία απορρύθμισης των γεωφυσικών κύκλων, κομμάτι των επιπτώσεων της οποίας θα βιώσει νομοτελειακά μέρος του πλανήτη. Για παράδειγμα, φαινόμενα όπως η ερημοποίηση των θερμότερων περιοχών του πλανήτη, η αύξηση των πλημμυρών στις ψυχρότερες και η αναδιάταξη της αγροτικής παραγωγής πρέπει να θεωρούνται δεδομένα.
Τα παραπάνω σκιαγραφούν μια σειρά νέων καθηκόντων για τα σύγχρονα οικολογικά κινήματα, καθώς από τη μάχη της «πρόληψης» της κλιματικής αλλαγής τώρα καλούνται ταυτόχρονα να δώσουν και εκείνη της «διαχείρισης» των επιπτώσεών της. Οι πλουσιότερες χώρες, βυθισμένες στην υπεροψία τους, εντέχνως αρνούνται να θεσπίσουν μέτρα που θα προστατεύσουν τους κατοίκους περιοχών που αναμένεται να καταστραφούν (κυρίαρχα Αφρική και Ασία). Με τον παγκόσμιο καπιταλισμό να δείχνει πως ελάχιστα ενδιαφέρεται να επενδύσει σε μη κερδοφόρα μέτρα που θα αμβλύνουν και θα διαχειριστούν τις ήδη υπαρκτές οικολογικές επιπτώσεις, η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο της ριζοσπαστικής οικολογίας. Η πάλη του κινήματος για ανακοπή της κλιματικής αλλαγής και ταυτόχρονη προστασία όσων περιοχών πλήττονται ή θα πληγούν σύντομα ανάγονται σε πιο αναγκαία από ποτέ.