▸Σοβαρές παρατυπίες, παραβιάσεις δικαιωμάτων και πολιτικές σκοπιμότητες στην δίκη των τεσσάρων νεαρών Αφγανών για τον εμπρησμό στη Μόρια καταγγέλλουν οι συνήγοροι υπεράσπισης. Οι τέσσερις αιτούντες άσυλο καταδικάστηκαν σε ποινή κάθειρξης δέκα ετών, χωρίς ελαφρυντικά ή ανασταλτικό χαρακτήρα στην έφεση. Οι δικηγόρο παραθέτοντας σημαντικά στοιχεία σημειώνουν πως η συγκεκριμένη δίκη στη Χίο και η συνολική διαδικασία που ακολουθήθηκε κάθε άλλο παρά δίκαιη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η σκοπιμότητα και η πολιτική εκμετάλλευση σε ζητήματα εθνικού ενδιαφέροντος και τέρψης της κοινής γνώμης, υποσκελίζουν το οποιοδήποτε δικαίωμα των κατηγορουμένων.
Αναλυτικά:
Την Παρασκευή 11/06 και Σάββατο 12/06 έγινε στη Χίο, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, η δίκη τεσσάρων νεαρών Αφγανών, οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί από τις Ελληνικές αρχές για τον εμπρησμό στη Μόρια τον περασμένο Σεπτέμβριο, που είχε σαν αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή του στρατοπέδου.
Και οι τέσσερις καταδικάστηκαν, ομόφωνα, σε ποινή κάθειρξης δέκα ετών, χωρίς να τους αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό και χωρίς η έφεσή τους να έχει ανασταλτική δύναμη και για το λόγο αυτό οδηγήθηκαν πίσω στη φυλακή Αυλώνα, όπου βρίσκονταν προφυλακισμένοι για δέκα σχεδόν μήνες.
Η διαδικασία που θα ακολουθούνταν από το δικαστήριο είχε διαφανεί από την πρώτη στιγμή. Κατά την είσοδο και με εντολή του προέδρου του δικαστηρίου, ελέγχθηκαν και οι συνήγοροι υπεράσπισης, στους οποίους ανοίχτηκαν οι φάκελοι της δικογραφίας και τα προσωπικά αντικείμενα (πορτοφόλια κ.λ.π.). Στη συνέχεια απορρίφθηκε το αίτημα τεσσάρων δημοσιογράφων (δύο από ελληνικά και δύο από διεθνή μέσα) καθώς και το αίτημα των συνηγόρων υπεράσπισης που αφορούσε σε δύο διεθνείς παρατηρητές (δικηγόρους διαπιστευμένους από διεθνείς ενώσεις νομικών) να παρευρίσκονται στη διαδικασία, ώστε να εξασφαλιστεί στο ελάχιστο η δημοσιότητα της δίκης, με το πρόσχημα των μέτρων για τον covid, ενόσω καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας παρόντες στην αίθουσα ήταν 7-9 αστυνομικοί, για την τήρηση μη αναγκαίων μέτρων τάξης. Αξίζει να σημειωθεί ότι από την παρακολούθηση της δίκης αποκλείστηκε και εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους ίδιους λόγους.
Η διαδικασία ξεκίνησε με την υποβολή ένστασης αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, βασισμένη σε επίσημα έγγραφα από τις χώρες καταγωγής, που ήδη από το στάδιο της ανάκρισης είχαν προσκομισθεί από τους 3 κατηγορούμενους, τα οποία αποδείκνυαν ότι οι κατηγορούμενοι ήταν ανήλικοι κατά την υποτιθέμενη τέλεση της πράξης και τα οποία, σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 9889/2020 άρθρο 1 παρ. 12 αίρουν κάθε αμφιβολία υπέρ της ανηλικότητας χωρίς καμία επιφύλαξη ενώ σταματά οποιαδήποτε διαδικασίας διαπίστωσης ανηλικότητας. Η συγκεκριμένη ένσταση θα είχε, στην περίπτωση που είχε γίνει δεκτή, καταλυτική σημασία στην ποινική αντιμετώπιση των 3, καθόσον θα έπρεπε να παραπεμφθούν σε δικαστήριο ανηλίκων. Παρόλα αυτά το δικαστήριο αποφάσισε την απόρριψη της ένστασης, άνευ ουσιαστικής αιτιολογίας, στηρίζοντας την απόρριψη σε μία αμφίβολης προέλευσης, ποιότητας, αξιοπιστίας και εγκυρότητας πραγματογνωμοσύνη, ενός αναρμόδιου πραγματογνώμονα (όχι γιατρού, αλλά κοινωνικού επιστήμονα –εγκληματολόγου/ανθρωπολόγου), ο οποίος υποτίθεται ότι κατάφερε να διαβάσει ακτινογραφίες και να διαπιστώσει ότι είναι ενήλικοι και επιπλέον παραβιάζοντας την εκ του νόμου προβλεπόμενη διαδικασία για την εκτίμηση της ηλικίας. Το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ούτε το ευεργέτημα της αμφιβολίας για την ηλικία των κατηγορούμενων, όπως αυτό προβλέπεται από τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Περαιτέρω απορρίφθηκε παραχρήμα και η ένσταση περί επίδοσης όλων των εγγράφων της κατηγορίας στους κατηγορούμενους στα ελληνικά, χωρίς ούτε στοιχειώδη μετάφραση αποσπασμάτων του κατηγορητηρίου σε γλώσσα που να κατανοούν, παρόλο που αυτό προβλέπεται τόσο στις οδηγίες 2010/64/ΕΕ του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και του συμβουλίου της 20/10/2010 και 2012/13/ΕΕ του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και του συμβουλίου της 22/05/2012, όσο και στο άρθρο 237 ΚΠΔ.
Το τεκμήριο της αθωότητας των κατηγορουμένων και κάθε έννοια του κράτους δικαίου είχε καταλυθεί από την πρώτη στιγμή. Καίτοι από τα επίσημα έγγραφα της προανάκρισης σαφέστατα προκύπτει ότι όλοι συνελήφθησαν στις 15/09/2020 μεταξύ 22:50 και 23:00 (το βράδυ δηλαδή), εμφανίζονται (και πάλι στα επίσημα έγγραφα) να απολογούνται στις 15/09/2020 μεταξύ 13:00 και 13:30 (το μεσημέρι δηλαδή), πριν συλληφθούν. Την ίδια μέρα και πριν τη σύλληψή τους υπήρξαν δηλώσεις δύο υπουργών της κυβέρνησης, ότι οι δράστες του εμπρησμού της Μόριας συνελήφθησαν, κρατούνται, θα καταδικαστούν και θα απελαθούν.
Η καταδίκη των κατηγορούμενων στηρίχθηκε αποκλειστικά στη γραπτή κατάθεση στην αστυνομία ενός και μοναδικού μάρτυρα-κατοίκου του στρατοπέδου, ο οποίος κλήθηκε (χωρίς συγκεκριμένο κριτήριο) αυτός και μόνο και κανένας άλλος κάτοικος, στον οποίο δόθηκε το δικαίωμα να καταθέσει χωρίς να δηλώσει μόνιμη κατοικία, ώστε να καταστεί ανέφικτος ο εντοπισμός του στα μεταγενέστερα στάδια της διαδικασίας. Περαιτέρω δεν έγινε καμία προσπάθεια ανεύρεσής του από την εισαγγελία, μέσω της υπηρεσίας ασύλου ή της αστυνομίας που έχει πρόσβαση στα στοιχεία της υπηρεσίας ασύλου, όπου κάθε αιτών άσυλο ή έχων καθεστώς πρόσφυγα είναι υποχρεωμένος να δηλώνει τη μόνιμη διεύθυνσή του. Η εισαγγελία αρκέστηκε να τον θεωρήσει ως αγνώστου διαμονής, να τον απαλλάξει από τη βάσανο της προφορικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να αναγνωσθεί η κατάθεσή του στο δικαστήριο, απορριφθείσας (χωρίς αιτιολογία) της σχετικής ένστασης που προτάθηκε από τους συνηγόρους υπεράσπισης, περί καταστρατήγησης του υπερασπιστικού δικαιώματος των κατηγορούμενων. Στη συγκεκριμένη κατάθεση, ο μοναδικός μάρτυρας κατηγορίας που ενοχοποιεί τους κατηγορούμενους, τους «αναγνωρίζει» μόνο με τα μικρά τους ονόματα, χωρίς να τους περιγράφει ή να δίνει κάποιο άλλο χαρακτηριστικό που να τους ταυτοποιεί. Ως εκ θαύματος, η αστυνομία του επιδεικνύει πέντε συγκεκριμένες φωτογραφίες (μολονότι τα μικρά ονόματα που αναφέρει είναι ιδιαίτερα κοινά στην αφγανική κοινότητα), από τις οποίες αναγνωρίζει ανεπιφύλακτα και με τον τρόπο αυτό καθιστά τους συγκεκριμένους ανθρώπους κατηγορούμενους. Μόνο αυτός και με αυτό τον τρόπο, καθώς πολλοί άλλοι μάρτυρες κατηγορίας, αστυνομικοί και πυροσβέστες, δεν ήταν σε θέση να τους αναγνωρίσουν, παρόλο που ήταν αυτόπτες μάρτυρες στην πυρκαγιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα ανατρέπεται με τον πλέον ξεκάθαρο και αξιόπιστο τρόπο από την ίδια την Έκθεση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Μυτιλήνης, καθώς ο ίδιος εμφανίζεται να «αναγνωρίζει» άτομα να βάζουν φωτιά σε συγκεκριμένη μέρα και περιοχή του ΚΥΤ, που σύμφωνα με την Έκθεση όχι μόνο δεν είχε καεί την κρίσιμη ημέρα αλλά την επομένη και μάλιστα όχι από ανθρώπινη ενέργεια αλλά εξαιτίας της φοράς του ανέμου.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας υπήρξαν και άλλες μείζονες παραβιάσεις (διερμηνείας, προσβολής των μαρτύρων υπεράσπισης, δικαιώματος στην απολογία των κατηγορουμένων κ.λ.π.) και άλλα διάφορα παράδοξα (δόθηκε η πολυτέλεια σε μάρτυρα κατηγορίας, του οποίου το κτήμα είχε σε άλλη χρονική στιγμή καεί να περιγράφει με λεπτομέρειες την απώλεια της περιουσίας του, μολονότι δεν υπήρχε κατηγορία για τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους επ’ αυτού).
Τέλος, δεν αναγνωρίστηκε ομόφωνα από το δικαστήριο στους κατηγορούμενους κανένα ελαφρυντικό, ούτε καν αυτό του νεαρού παραβάτη, καίτοι η ελληνική πολιτεία ήδη τους είχε αναγνωρίσει ως τέτοιους προφυλακίζοντάς τους σε ειδικό κατάστημα κράτησης, πόσο μάλλον αυτό των μη ταπεινών αιτίων, στηριζόμενης της επ’ αυτού κρίσης στις πραγματικά απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των κατηγορούμενων στο «κολαστήριο» της Μόριας, όπως αναγνωρίστηκε από όλους μετά την καταστροφή του.
Όλα τα παραπάνω καταλείπουν την αδιαμφισβήτητη εντύπωση ότι, η συγκεκριμένη δίκη κάθε άλλο παρά δίκαιη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ότι η σκοπιμότητα και η πολιτική εκμετάλλευση σε ζητήματα εθνικού ενδιαφέροντος και τέρψης της κοινής γνώμης, υποσκελίζουν το οποιοδήποτε δικαίωμα των κατηγορουμένων.
Οι Συνήγοροι Υπεράσπισης