Γιώργος Μουρμούρης
▸ Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ «μαύρου» και «λευκού» καπιταλισμού δεν είναι όσο αδιαπέραστες φαίνονται
Το Suburra (στα ελληνικά αποδίδεται ως Υπόγεια Πόλη) είναι μία από τις πιο δημοφιλείς σειρές του Netflix, στηριζόμενη στο ομώνυμο βιβλίο των Κάρλο Μπονίνι και Τζιανκάρλο Κατάλντο (εκδόσεις Εστία). Συνδυάζοντας πραγματικά γεγονότα και στοιχεία μυθοπλασίας, σε τέσσερις κύκλους εξιστορεί τον πόλεμο στο εσωτερικό της μαφίας της Ρώμης, με αφορμή ένα μεγάλο έργο ανάπλασης στο παραλιακό μέτωπο της ιταλικής πρωτεύουσας. Ο πόλεμος κλιμακώνεται μετά την εκτέλεση του «Σαμουράι», ανθρώπου-κλειδί που κρατούσε τις ισορροπίες στον υπόκοσμο της Ρώμης, και καταλήγει στην «ημέρα της αποκάλυψης», μια ανοιχτή σύγκρουση με δεκάδες νεκρούς.
Στην Ελλάδα, ένας αντίστοιχου επιπέδου πόλεμος μαίνεται τα τελευταία χρόνια στο εσωτερικό του υπόκοσμου με απειλές, συμβόλαια θανάτου και εκτελέσεις με φόντο επιχειρήσεις παροχής «προστασίας», εμπόριο ναρκωτικών, λευκής σαρκός, λαθραίων τσιγάρων, όπλων αλλά και επέκταση σε νόμιμες δραστηριότητες — και φυσικά τζίρους εκατομμυρίων. Σύμφωνα με δημοσιεύματα που επικαλούνται έρευνα της ΕΥΠ την περίοδο 2015-2017, το πολυπλόκαμο δίκτυο της ελληνικής μαφίας περιλαμβάνει αστυνομικούς, δικαστικούς, πολιτικούς και δημοσιογράφους, ενώ το πεδίο δραστηριοποίησης ξεκινά από την παροχή προστασίας σε οίκους ανοχής και παράνομα καζίνο και φτάνει μέχρι επενδύσεις «ξεπλύματος» των κερδών ακόμα και σε… φωτοβολταϊκά πάρκα.
Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ του «μαύρου» και του «λευκού» (ου μην και «πράσινου») καπιταλισμού δεν είναι τόσο αδιαπέραστες όσο μπορεί να φαίνονται: «Καθωσπρέπει» επιχειρηματίες φέρονται να διαπλέκονται με ανθρώπους του υποκόσμου, ενώ, από την άλλη, η μαφία διαχειρίζεται τις υποθέσεις της με επαγγελματισμό που θυμίζει μεγάλη επιχείρηση. Όπως και είναι, άλλωστε: Σχετικά δημοσιεύματα κάνουν λόγο για τζίρο 1 εκατομμυρίου ευρώ τον μήνα, εκ των οποίων 150.000 ευρώ κατευθύνονταν για «λάδωμα» αστυνομικών και 100.000 για τον έλεγχο πόστων-κλειδιών στην αστυνομία. Σε έναν μόνο από τους τομείς δραστηριοποίησης, αυτόν της παροχής προστασίας, το «μηνιάτικο» ανέρχεται σε 1.000 ευρώ για τους οίκους ανοχής, 1.500 για τα στούντιο και 7.000 για κάθε παράνομο καζίνο.
Η έρευνα της ΕΥΠ και η δικαστική διερεύνηση που ακολούθησε, η οποία ωστόσο έκτοτε «σέρνεται», φέρεται να προκάλεσε αστάθεια και ανασφάλεια στο εσωτερικό της μαφίας, πυροδοτώντας έναν μεγάλο κύκλο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών με 22 δολοφονίες και 6 απόπειρες από το 2017 έως σήμερα. Τους τελευταίους πέντε μήνες έχουν δολοφονηθεί πέντε άνθρωποι, τις περισσότερες φορές μέρα μεσημέρι σε πολυσύχναστα σημεία, μπροστά στα έκπληκτα μάτια περαστικών. Μέσα σε 24 ώρες, την Κυριακή 30 και τη Δευτέρα 31 Μαΐου, δύο άνθρωποι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Τα ξημερώματα της 1ης Ιουνίου άγνωστοι «γάζωσαν» διαμέρισμα στον Άλιμο. Τις ίδιες ώρες, δημοσιευόταν η προκήρυξη για την πρόσληψη 400 αστυνομικών για τη στελέχωση της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας…
Από πλευράς κυβέρνησης, η «αντιμετώπιση» του οργανωμένου εγκλήματος περιορίζεται σε διαρροές για τις… «πρωτοβουλίες» του αρμόδιου υπουργού Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, ο οποίος σκοπεύει να «μεταβεί στην Ιταλία» για απόκτηση «τεχνογνωσίας» από τις εκεί υπηρεσίες. Και αυτή είναι η «αθώα» εκδοχή: Η κυβερνητική εκπρόσωπος, Αριστοτελία Πελώνη, έφτασε στο σημείο να συνδέσει την έξαρση των δολοφονιών με την… άρση του lockdown! Παρά τα κυβερνητικά φληναφήματα, είναι οφθαλμοφανές στον καθένα ότι ακριβώς την περίοδο που η ΕΛΑΣ ενισχύεται διαρκώς με προσωπικό, ίδρυση νέων σωμάτων καταστολής, αγορές οχημάτων και πανάκριβου εξοπλισμού με στόχο το κίνημα, οι σφαίρες «βουίζουν» μέρα μεσημέρι.
Μοιάζει με τρανταχτή αντίθεση, ωστόσο υπάρχει συσχέτιση: Όσο περισσότερο αποχαλινώνεται το βαθύ κράτος –εν προκειμένω η αστυνομία, όσο περισσότερο διαφεύγει από οποιονδήποτε έλεγχο, όσο περισσότερο η σήψη και η διαφθορά στους κόλπους της ΕΛΑΣ καλύπτονται από τη φλυαρία για το «κοινωνικό έργο» που επιτελεί η αστυνομία, τόσο περισσότερο στελέχη της –από «χοντρά» δικτυωμένους αξιωματικούς μέχρι απλούς αστυνομικούς που ψάχνουν «εξτραδάκια» στο μισθό τους– αισθάνονται την ασφάλεια και την αυτοπεποίθηση να έρθουν σε επαφή με τον υπόκοσμο για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στον ενδοϋπηρεσιακό ή δι-υπηρεσιακό ανταγωνισμό. Πόσο μάλλον, όταν η μαφία δεν αποτελεί μια περιθωριακή δραστηριότητα αλλά την άλλη όψη του «καλογυαλισμένου» καπιταλισμού.