Γιώτα Ιωαννίδου
Η ανάγκη για αυτοπροσδιορισμό και ανθρώπινη επαφή πληρώθηκε με απομόνωση, χλευασμό, ψυχοφάρμακα και θάνατο. Η διεκδίκηση της διαφορετικότητας ή απλά η ύπαρξή της ορίζεται σαν απειλή. Οι κυρίαρχες αξίες ορίζουν το μέτρο. Παντού δικαστές και οι Πόντιοι Πιλάτοι.
«Είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες και δε ζουν τη ζωή τη δικιά σου…»
«Η Δημήτρη» της Λέσβου, όπως αποκαλούσε τον εαυτό της, είναι πια νεκρή. Εγκαταλελειμμένη ύστερα από τροχαίο, σε μια ζωή εγκατάλειψης. Οι πέρλες και τα κόκκινα φουστάνια της δε θα ξαναενοχλήσουν την κυρίαρχη, υποκριτική ηθικολογία. Θα πάψουν να διεισδύουν σα χίλιες βελόνες στην κοινωνική συνείδηση, απειλώντας να ξυπνήσουν ναρκωμένα νεύρα από κληρονομημένες προκαταλήψεις και ξέθωρες ιδέες. Θα λείψουν ίσως μόνο στους πρόσφυγες και τους κατατρεγμένους που αγκάλιαζε με το βλέμμα της και την καρδιά της, σαν πιο πρόσφυγας απ’ όλους.
Η ανάγκη για αυτοπροσδιορισμό και ουσιαστική ανθρώπινη επαφή πληρώθηκε με απομόνωση, κοροϊδία, χλευασμό, ψυχοφάρμακα και θάνατο. Η διεκδίκηση της διαφορετικότητας –ή απλά η ύπαρξή της– αντιμετωπίζεται σαν απειλή. Πληθαίνουν καθημερινά αυτοί που αυτάρεσκα συμπεριλαμβάνουν τον εαυτό τους στην κοινωνική κανονικότητα και δείχνουν με το δάκτυλο όσους θεωρούν ότι την παραβιάζουν. Οι κυρίαρχες αξίες ορίζουν το μέτρο. Οι δικαστές και οι Πόντιοι Πιλάτοι αυξάνονται. Η αμορφωσιά και η αποξένωση καλλιεργούν το μίσος ενός όχλου που αρκείται να επιβεβαιώνει την ύπαρξή του, ποδοπατώντας τους άλλους. Η «κοινή γνώμη» έχει εκπαιδευτεί να σιωπά από αποτροπιασμό, θρησκόληπτη φιλανθρωπία ή αστική ευγένεια. Εξάλλου, έχει γαλουχηθεί στον ανταγωνισμό και το πάτημα επί πτωμάτων, σε μια κατεστημένη, ανέραστη σεξουαλική ηθική που βλέπει τη σεξουαλικότητα σαν εργαλείο επιβολής, εγωκεντρισμού και μέσο έκφρασης κυριαρχίας.
Το παράξενο στην υπόθεση της Δημήτρη δεν είναι η διεκδίκηση του εαυτού και της κοινωνικής αποδοχής και επιβεβαίωσης, που είναι ανάγκη κάθε ανθρώπου. Συνειδητή ή ασύνειδη. Ομολογημένη ή ανομολόγητη. Είτε με τη σιωπή είτε με την πρόκληση. Εξάλλου, όπως περιέγραφε και η Δημήτρη σε μια συνέντευξή της, το δύσκολο ήταν να αποδεχτεί τον εαυτό της κι όχι να κυκλοφορεί από τα πενηνταδύο της χρόνια με κόκκινο φόρεμα και λευκές πέρλες. Το ανησυχητικό είναι ότι η κοινωνική πλειοψηφία θεωρεί περισσότερο πρόβλημα αυτή τη διεκδίκηση κι όχι όσους τη λοιδορούν, την απεχθάνονται έως και συναινούν δια της σιωπής στο λιντσάρισμά της. Θίγεται και ενοχλείται ο καθωσπρεπισμός της από την πρόκληση. Μένει στα ρούχα και στους τρόπους και αρνείται ή δεν μπορεί να δει πίσω από αυτά και εντός αυτών. Να κοιτάξει, δηλαδή, τους άλλους κατάματα και μέσα τους. Σε μια διαδικασία αναγνώρισης και συνειδητοποίησης του ίδιου του εαυτού της. Αυτή η κοινωνική πλειονότητα εύκολα επικαλείται το «αφύσικο» για να δικαιολογήσει το «απάνθρωπο». Και την ίδια στιγμή ούτε την πολυμορφία και την ομορφιά της φύσης έχει γνωρίσει, ούτε συναρπάζεται από τη διαδικασία προσέγγισης και ανακάλυψης των πτυχών του Άλλου, πλουτίζοντας και ομορφαίνοντας τις κοινωνικές σχέσεις και την ανθρώπινη ουσία τους. Δυστυχία και ασχήμια τελικά συνοδεύει όποιον βιάζεται να φορέσει τα ρούχα, τις ιδέες και τα θέλω των κυρίαρχων προτύπων για να γίνει αποδεκτός και δεν αναζητά γύρω του και εντός του να υφάνει τα δικά του. Σίγουρα, η μεγαλοψυχία της Δημήτρη απέναντι στους θιγμένους διώκτες της είναι μια απόδειξη.
Κανείς, ωστόσο, δεν μπορεί να προσδοκά τον οριστικό αφανισμό αυτής της βαρβαρότητας, αν δεν καταστραφεί το υπόβαθρο που πάνω του κτίζονται οι κάθε λογής αποκλεισμοί, αν δεν αλλάξει η συνείδηση που τους επιτρέπει να αναπαράγονται. Το εκμεταλλευτικό σύστημα που βλέπει τον άνθρωπο σαν εργαλείο της παραγωγής κέρδους και εμπορευματοποιεί ακόμη και τις ανθρώπινες σχέσεις. Που τον θέλει «καλό οικογενειάρχη» αλλά και καταναλωτή υπηρεσιών σεξ, χωρίς όριο, στο περιθώριο. Η Δημήτρη μπορεί να είχε εξελιχθεί σε τηλεπερσόνα, αν ήθελε να «πουλήσει» την ταυτότητα της στην αγορά του θεάματος. Να αποτελέσει το άλλοθι αθωότητας ενός συστήματος που λιθοβολεί την κάθε Δημήτρη στην πίσω αυλή της κοινωνίας.
Αυτή η κοινωνική πλειονότητα εύκολα επικαλείται το «αφύσικο» για να δικαιολογήσει το «απάνθρωπο»
Η κατανόηση και διεκδίκηση των θέλω και του ψυχισμού του κάθε ανθρώπου ως πλούτος των κοινωνικών σχέσεων δεν μπορεί να περπατήσει πάνω στο έδαφος της εκμετάλλευσης, της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης. Από ανθρώπους αποκλεισμένους από τη μόρφωση, τον πολιτισμό, την τέχνη, τον αναστοχασμό πάνω στα ανθρώπινα. Η απελευθέρωση του σύγχρονου ανθρώπου από τα εσωτερικά δεσμά του, από τα «καταλλήλως επιβληθέντα εντός μας», όπως γράφει ο Κ. Καβάφης, ξεκινά ουσιαστικά εκεί που αρχίζει η διεκδίκηση της συνολικής κοινωνικής απελευθέρωσης. Γιατί, όπως έλεγε και η Δημήτρη, «η χαρά της ζωής είναι η ίδια η ζωή»…
«Είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες. Θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου…»