Μαριάννα Τζιαντζή
Η εντυπωσιακή απήχηση που είχε το «Για να μην τα χρωστάω» του Μιθριδάτη, δεν συνδέεται μόνο με τη δύναμη και το περιεχόμενο του συγκεκριμένου τραγουδιού αλλά με την ανάγκη για λέξεις, λόγια, ποίηση, τραγούδια.
«Σε καιρούς κρίσης, η ποίηση πρέπει να έχει την αποδοχή του λαού, αντί να περιχαρακώνεται σε μια μικρή παρέα ποιητών, κριτικών και αναγνωστών υψηλού αισθητισμού που γράφουν ή διαβάζουν ποίηση κοιτάζοντας τον καθρέφτη», έγραφε πριν λίγο καιρό ο ποιητής Ντίνος Σιώτης.
Σε καιρούς παρατεταμένης κρίσης, σαν τους τωρινούς, που η οικονομική και εργασιακή ανασφάλεια συνυπάρχει με τη συρρίκνωση της δημοκρατίας και τη σκιά της ασθένειας και του θανάτου (βλέπε covid), έχουμε ανάγκη τις λέξεις, τα λόγια, την ποίηση, τα τραγούδια. Κυρίως έχουμε ανάγκη όχι τα ηρωικά άσματα του χθες αλλά τα τραγούδια του σήμερα, αυτά που μιλούν για τους εφιάλτες και τις ελπίδες μας —εφόσον αυτές υπάρχουν.
Η εντυπωσιακή απήχηση που είχε το «Για να μην τα χρωστάω» του Μιθριδάτη, δεν συνδέεται μόνο με τη δύναμη και το περιεχόμενο του συγκεκριμένου τραγουδιού, αλλά και με αυτήν ακριβώς την ανάγκη. Δεν είναι συνηθισμένο φαινόμενο ένα τραγούδι, μέσα σε λίγες μέρες από τότε που ανέβηκε στο youtube, να αγγίζει σχεδόν το ενάμισι εκατομμύριο προβολές, να συνοδεύεται από χιλιάδες γραπτά σχόλια και να δέχεται επιθέσεις από τις πιο ξινισμένες νεοφιλελεύθερες πένες. Ασφαλώς τα εντυπωσιακά νούμερα των views δεν σημαίνουν και επιδοκιμασία ούτε ταυτίζονται με τον αριθμό των ατόμων που άκουσαν/είδαν ολόκληρο το τραγούδι ή διάβασαν με προσοχή τους στίχους του. Όμως είναι μυριάδες, και κυρίως νέοι, αυτοί που όχι μόνο ήρθαν σε επαφή με τα λόγια του τραγουδιού, αλλά και τα έχουν ήδη αποστηθίσει, όπως έχουν αποστηθίσει και τα λόγια των τραγουδιών άλλων καλλιτεχνών της ραπ.
Αρκετοί από τους 260 στίχους του διάρκειας 13 λεπτών τραγουδιού του Μιθριδάτη εικονογραφούν με ευρηματικότητα, ευστοχία και φαντασία την εποχή που ζούμε: «ψωμί λοιπόν ελιά και Covid-19» » ή «οκτάωρη εργασία είναι μπαναλιτέ/ και κάθε υπερωρία θα είναι απληρωτέ».
Η τρέχουσα ζωηρή συζήτηση γύρω από τον Μιθριδάτη φανερώνει πολλά όχι μόνο για το σύγχρονο τραγούδι αλλά για τη σύγχρονη κοινωνία. Και το ενδιαφέρον είναι ότι στη συζήτηση αυτή δεν συμμετέχει το σύνηθες κοινό αυτού του μουσικού είδους, αλλά και εξηντάρηδες και βάλε, εγγόνια και παππούδια. Γιατί δεν ισχύει μόνο το «πολεμάμε και τραγουδάμε» αλλά και το «αντέχουμε και τραγουδάμε» ή «τραγουδάμε για να αντέξουμε».
Ίσως είναι νωρίς να πούμε ότι με το «Για να μην τα χρωστάω» το πολιτικό, το κοινωνικό τραγούδι επιστρέφει (αν και ποτέ δεν χάθηκε εντελώς). Πάντως, το έδαφος είναι γόνιμο ώστε να μπορούμε να μιλάμε για το ενδεχόμενο μιας τέτοιας επιστροφής και ας μη γνωρίζουμε ποια μουσική, ποιητική έκφραση θα πάρει και ποιοι θα είναι οι εκπρόσωποί του.
Είναι προφανές ότι η επίθεση της Δεξιάς στο τραγούδι του Μιθριδάτη δεν οφείλεται στο αντικυβερνητικό περιεχόμενο των στίχων του αλλά στην τεράστια απήχησή του και στην ταχύτητα με την οποία διαδόθηκε. Ασφαλώς ένα «λάικ» δεν φέρνει την άνοιξη, αλλά ούτε τα πολλά τη φέρνουν. Και ο ίδιος ο καλλιτέχνης έχει επίγνωση του πόσο εύθραυστη είναι η σκαλωσιά πάνω στην οποία στήθηκε αυτή η εντυπωσιακή επιτυχία, του πόσο μετράνε τα επαναστατικά λόγια μας όταν δεν συνοδεύονται από θαρραλέα πράξη:
Χώσε ποίηση για να πέσει κοινοποίηση
ούτε λόγος όμως για κινητοποίηση.
Κάνε statement, κάνε μου μια δήλωση
κι άσε τα παιδιά να κάνουνε διαδήλωση.
Δεν ισχύει μόνο το «πολεμάμε και τραγουδάμε» αλλά και το «αντέχουμε και τραγουδάμε» ή «τραγουδάμε για να αντέξουμε»
Οι νέοι, τα «παιδιά» (κυρίως) είναι αυτά που σήμερα «κάνουνε διαδήλωση», κάτι που φαίνεται με γυμνό μάτι στις πιο πρόσφατες κινητοποιήσεις. Όμως μόνο όταν «τα παιδιά» κάνουνε statement και δήλωση, όταν γίνουν υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, θα μπορούμε να μιλάμε για τομή, για ποιοτική αλλαγή. Σήμερα, στους κόλπους ενός μεγάλου κομματιού της νεολαίας υπάρχει απογοήτευση, ζοχάδα και οργή, κάτι που αναπόφευκτα θα ξεσπάσει με αυθόρμητα ξεσπάσματα, ίσως και υψηλής έντασης. Όμως δεν υπάρχει οργάνωση, όπως δεν υπάρχει πολιτικός λόγος και πρόγραμμα. Ο ποιητικός-μουσικός λόγος δεν δείχνει τον δρόμο για κάτι τέτοιο, όμως δείχνει την ανάγκη για ένα στοιχειώδες πολιτικό πρόγραμμα. Τα social media διευκολύνουν, αλλά δεν υποκαθιστούν την απουσία πολιτικού λόγου που να εμπνέει και να πείθει.
Δεν είμαι σίγουρη ότι το «Για να μην τα χρωστάω» θα γίνει ο Θούριος των αγώνων που πιθανότατα θα ξεσπάσουν. Όμως δείχνει ότι χρειαζόμαστε έναν νέο Θούριο, όπως κάποτε λέγαμε ότι χρειαζόμαστε το Κεφάλαιο ή το Κομμουνιστικό Μανιφέστο της εποχής μας. Και αυτό τον νέο Θούριο, αυτό το νέο Κεφάλαιο δεν θα το γράψουν ένας (1) Ρήγας, ένας (1) Μαρξ, αλλά πολλοί.