Δημήτρης Χατζηπαναγιώτου
Στη λεγόμενη «Έκθεση Στερν» που συντάχθηκε μετά από αίτημα της βρετανικής κυβέρνησης, επισημαίνεται ότι η κλιματική αλλαγή «συνιστά μια χωρίς προηγούμενο αποτυχία της αγοράς».
Είναι παράλογο όμως να πιστεύουμε ότι ένα φαινόμενο που οφείλεται στην αγορά θα μπορούσε να καταπολεμηθεί από την επέκταση της αγοράς. Ωστόσο, αυτό είναι που προτείνει ο Στερν, και είναι προς την ίδια κατεύθυνση που πάει το G8: περισσότερη αγορά, περισσότερη ανάπτυξη, περισσότερη παγκοσμιοποίηση… Απεναντίας, πρέπει να πάμε προς την αντίθετη κατεύθυνση: λιγότερη αγορά, περισσότερο Δημόσιο. Λιγότερος ανταγωνισμός, περισσότερη συνεργασία. Λιγότερη «επιχειρηματική ελευθερία», περισσότερος σχεδιασμός. Λιγότερη οικονομική παγκοσμιοποίηση, περισσότερη τοπικοποίηση. Μια πολιτική των αναγκών δεν χρειάζεται να παράγει όλο και πιο πολύ.
Παράγονται άχρηστα ή βλαβερά πράγματα με μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση της απληστίας των μετόχων των εταιρειών
Γιατί ευθύνεται η οικονομία της αγοράς για την υπερθέρμανση; Επειδή στηρίζεται πάνω στον ανταγωνισμό και στη συσσώρευση. Οι αποφάσεις για την παραγωγή δεν λαμβάνονται σε συνάρτηση με τη χρησιμότητα και την οικολογία, αλλά σε συνάρτηση με τα κέρδη. Παράγονται άχρηστα ή βλαβερά πράγματα με μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση της απληστίας των μετόχων των εταιρειών. Πανάκριβες διαφημιστικές εκστρατείες χρησιμεύουν για να πωλούνται τα εμπορεύματα. Ο τυφλός ανταγωνισμός σπρώχνει στην υπερπαραγωγή, ένα μέρος πάει στα σκουπίδια. Αντικείμενα σχεδιάζονται για να φθαρούν γρήγορα ή για να καταναλώσουν υπερβολική ενέργεια. Κατασκευάζουμε στις φτωχές χώρες και κατόπιν μεταφέρουμε τα προϊόντα στις πλούσιες… Με λίγα λόγια: η σπατάλη των πόρων είναι σύμφυτη στην οικονομία της αγοράς.
Αν η επιστημονική έρευνα είχε προσανατολισθεί κατά προτεραιότητα προς την εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας, σήμερα η ατμόσφαιρα δεν θα ήταν κορεσμένη από άνθρακα. Όμως, γιατί δεν ακολουθήθηκε αυτός ο προσανατολισμός; Για το συγκεκριμένο λόγο ότι κανείς δεν μπορεί να γίνει ιδιοκτήτης της απεριόριστης ηλιακής ροής, ενώ είναι δυνατό να είμαστε ιδιοκτήτες των περιορισμένων αποθεμάτων άνθρακα, πετρελαίου, φυσικού αερίου… Κι αυτό προσφέρει τεράστια κέρδη.
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και την υποκριτική ευαισθησία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία του περιβάλλοντος, η οποία στην πραγματικότητα αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως εμπόρευμα στη βάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κερδοσκοπίας. Ιδιαίτερο εμπόρευμα μάλιστα αποτελεί η ανθούσα βιομηχανία προστασίας του περιβάλλοντος. Οι κεφαλαιοκράτες πρώτα ρυπαίνουν αχαλίνωτα (με την άδεια ή την ανοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης) το Περιβάλλον και μετά πουλάνε τις μεθόδους και τα μέσα απορρύπανσης. Παράλληλα εφαρμόζουν την καταστροφική λογική «ο ρυπαίνων πληρώνει», η οποία ουσιαστικά δεν εφαρμόζεται ή την περιβόητη «ελεύθερη επιλογή» π.χ. στα λεγόμενα μεταλλαγμένα προϊόντα, όπου σκόπιμα παραβλέπεται η ταξική θέση και το μορφωτικό επίπεδο του καταναλωτή.
Μέχρι σήμερα οι συνέπειες της υπερθέρμανσης θίγουν αποκλειστικά τους φτωχούς. Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι φτωχοί, παραδείγματος χάριν, στις ΗΠΑ, που ξεσπιτώνονται από τους τυφώνες και τους κυκλώνες.
Ωστόσο, σε τελευταία ανάλυση, η αγορά προσπαθεί να κάνει κάτι για να σταθεροποιήσει την κατάσταση. Η στιγμή αυτής της απόφασης πλησιάζει αναπόφευκτα, αλλά αυτό δεν θα σημάνει το τέλος των προβλημάτων μας. Και αυτό, επειδή η αγορά θα δράσει σε συνάρτηση με το κέρδος, όχι σε συνάρτηση με τις ανάγκες της κοινωνίας.