Κίμων Ρηγόπουλος
Αυτά τα δύο τραγούδια δεν αποτελούν απλά γεννήματα της κρίσης. Το διακριτό στοιχείο τους είναι ότι την περιέχουν εν γνώσει των δημιουργών τους. Γι΄αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι και τραγούδια πολιτικά. Αρθρώνουν μια διάθεση ρήξης χωρίς να παραδίνονται σε ενσωματωμένους και χειραγωγούμενους «ψυχολογισμούς».
Μέσα στα αποκαΐδια της μνημονιακής συντριβής όπου τα όρια μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτα, κάποιοι άνθρωποι επιμένουν να πιστοποιούν την ύπαρξή τους δημιουργώντας. Σε ασφυκτικές στενωπούς και σε άγονες γραμμές γράφονται τραγούδια. Τραγούδια απελευθερωμένα από πριμοδοτούμενους γλυκασμούς και την καθηλωτική νοσταλγία του: «τι ωραία που ήταν κάποτε». Τραγούδια που αγωνιούν να εκφράσουν τις επί ξύλου κρεμάμενες ζωές μας όχι με στίχους αλά κρεμ και ανήμπορες οιμωγές αλλά με πολεμική οξύτητα. Είναι μια προσπάθεια νεκρανάστασης μιας γλώσσας επικοινωνίας σε χρόνο παρόντα. Τραγούδια δραστικά που επιλέγουν την αναμέτρηση και όχι τη φυγομαχία. Με κριτική και αυτοκριτική διάθεση αντί της αυτοθυματοποίησης, που καταλήγει πάντοτε να κολακεύει τα «αθώα» θύματα –δεν είδα, δεν άκουσα, δεν ήξερα– αφήνοντας άθικτη τη βαρβαρότητα και τους αυτουργούς της. Εδώ η μισθωμένη καλολογία εξορίζεται και το μελό γίνεται τραγωδία που επιζητεί την κάθαρση. Αναφέρω ως ενδεικτικά δείγματα αυτής της τάσης δύο τραγούδια: το «, του Θέμου Σκανδάμη και το «Για να μην τα χρωστάω», του Μιθριδάτη.
Στο «Έχει φύγει το παιδί», ο Σκανδάμης ιστορεί τις νυχθημερόν περιπέτειες ενός ντελιβερά που καβάλα στο γερασμένο παπί του, εξυπηρετεί και με ζέστη και με κρύο τις θρονιασμένες στους καναπέδες της μαλακίας παρέες. Ο ντελιβεράς, αυτός ο διημερεύων γιατρός της πείνας και της δίψας, γαμοσταυρίζει τη Eurovision και το Champions League αφού εξαιτίας τους πρέπει να επιταχύνει την παράδοση σε αυτό το αγώι του τρόμου. Ο ιππότης της ασφάλτου, ο Δον Κιχώτης των Εξαρχείων, ονειρεύεται την ανάληψη του ίδιου και του παπιού του στους ουρανούς, μακριά από τη μυρωδιά του λαδωμένου πιτόγυρου και του αγριεμένου πλήθους. Πρόκειται για ένα τραγούδι που η τρυφερότητά του έγκειται ακριβώς στη σκληρότητα του υλικού που επεξεργάζεται μουσικά.
Το «Για να μην τα χρωστάω» είναι περισσότερο μια θεατρική παρλάτα παρά τραγούδι. Αποτελεί μια εφ’ όλης της ύλης, εν θερμώ και εν ψυχρώ, αποτίμηση της πολιτικής και κοινωνικής καφρίλας που την εξυπηρετούμε ως την υποχρεωτική αποπληρωμή του προπατορικού αμαρτήματός μας. Εδώ ο Μιθριδάτης, με μια υποψία χιπ χοπ συνοδείας, τα «ρίχνει» γενικώς και ειδικώς. Στοχεύει στον τρέχοντα κυβερνητισμό και την εξουσία: «Για κάθε σου απορία έχουν μια διμοιρία», αλλά και στον «υπέροχο» λαό που συνήθως δεν είναι και τόσο υπέροχος. Τα χώνει και στην άλλα λόγια να αγαπιόμαστε σιωπηρή καλλιτεχνία: «Κάνουνε τον Μαρσέλ Μαρσό οι διορισμένοι».
Αν το παραπονεμένο γαμώτο δεν αρθεί σε αξίωση για ζωή υπερήφανη, τότε και η τιμιότητα των φτωχών δεν είναι μισή αρχοντιά αλλά ολόκληρη υποταγή
Αυτά τα δύο τραγούδια δεν αποτελούν απλά γεννήματα της κρίσης. Το διακριτό στοιχείο τους είναι ότι την περιέχουν εν γνώσει των δημιουργών τους. Γι΄αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι και τραγούδια πολιτικά. Αρθρώνουν μια διάθεση ρήξης χωρίς να παραδίνονται σε ενσωματωμένους και χειραγωγούμενους «ψυχολογισμούς». Η εποχή της ηρωικής άμυνας των δεκαετιών ‘50 και ‘60 μας έχει αφήσει χρόνους. Τώρα διανύουμε την εποχή όπου η αυτοάμυνα των θιγόμενων ή θα είναι κυριολεκτικά επιθετική ή θα αποτελεί μια θλιβερή επετειακή υπενθύμιση. Από τα εμβληματικά τραγούδια μιας «ένδοξης» ήττας, όπως ήταν η «Δραπετσώνα» και τα «Παραπονεμένα λόγια», έχουμε τώρα την ανάγκη να εκφράσουμε την αποδέσμευσή μας από τον ζυγό της αυτολύπησης. Το «είμαστε άξιοι της μοίρας μας», αυτός ο αμφίσημος χρησμός της ιστορίας, ας ιδωθεί πια στην πιο ενεργητική και ανατρεπτική σημασία του. Δεν είμαστε οι τίμιοι καρπαζοεισπράκτορες και τα καλά παιδιά της γειτονιάς. Δεν είμαστε αυτοί που καταπίνουν αμάσητες τις προσβολές, περιμένοντας κάποιες καλύτερες μέρες. Δεν κρυβόμαστε πίσω από το ανάπηρο επιχείρημα του «μη χείρον» για να κλαιγόμαστε γοερά «μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου».
Τα τραγούδια δεν γράφονται μόνο για να εκφράσουν, αλλά και για να εκφραστούν. Να εκφραστούν από ένα κίνημα που δεν μασάει και δεν μαραζώνει από τη μεμψιμοιρία των «φτωχών πλην τίμιων». Να εκφραστούν από το παρασύνθημα των αποφασισμένων στο ξερό γήπεδο της καπιταλιστικής εγκατάλειψης. Αν το παραπονεμένο γαμώτο δεν αρθεί σε αξίωση για ζωή υπερήφανη, τότε και η τιμιότητα των φτωχών δεν είναι μισή αρχοντιά αλλά ολόκληρη υποταγή.
Σημείωση: Ενώ το κείμενό μου είχε ήδη ταξιδέψει για το Πριν, διάβασα το εξαιρετικό και σχετικό με το θέμα κείμενο της Μαριάννας Τζιαντζή. Ας θεωρηθεί, λοιπόν, και το δικό μου άρθρο ως συμμετοχή σε έναν διάλογο που θα τον γονιμοποιήσει η αγωνία μας.