Γιώτα Ιωαννίδου
Σήμερα, σε έναν καπιταλισμό σε κρίση, χωρίς φραγμούς λόγω ταξικού συσχετισμού, το κεφάλαιο διεκδικεί όχι μόνο περισσότερο εργάσιμο χρόνο, αλλά να του παραχωρηθεί η δυνατότητα διεύθυνσης όλου του χρόνου του εργαζόμενου. Οι εργοδότες θέλουν να ακυρώσουν πλήρως οποιαδήποτε σύνορα μεταξύ ζωής και δουλειάς.
«Θα δουλεύω μόνο Σαββατοκύριακο, σαρανταοκτάωρο συνεχόμενα και θα πληρώνομαι κανονικά», μου είχε πει ο πατέρας μου, γυρίζοντας από τη νυχτερινή βάρδια σε μεγάλο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στον Πειραιά, ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω για το σχολείο. Θυμάμαι ακόμη, για όσο δούλεψε έτσι, αλλά και για μια ζωή μετά, να μιλάμε χαμηλόφωνα στις οικογενειακές συνευρέσεις, καθώς σχεδόν πάντα έγερνε και κοιμόταν στην πολυθρόνα. Η εξάντληση της συνεχόμενης εργασίας έβαλε το αποτύπωμά της σε όλη του τη ζωή.
Σήμερα, ο κύριος Χατζηδάκης, όταν δεν δεχόμαστε να κανονίζουμε την εργασιακή μας ζωή με βάση τις ανάγκες του εργοδότη, μας κατηγορεί για «ιδεοληψία». Ωστόσο, η φθορά του εργαζόμενου, φυσική και ψυχολογική, από την ένταση μιας συνεχόμενης, υπερβολικής εργασίας δύσκολα αναπληρώνεται. Πολύ περισσότερο, όταν αυτή η θεωρητική δυνατότητα αναπλήρωσης μετατίθεται σε χρόνο πολύ απώτερο του χρόνου της εργασίας. Είναι αυτό το καλά κρυμμένο μυστικό της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο, που αυξάνει ακόμη περισσότερο, όταν ο εργαζόμενος αναγκάζεται να του παραχωρεί εκτός από τον χρόνο εργασίας και τον αναγκαίο χρόνο για την αυτοσυντήρησή του. Τι κι αν με αυτό τον τρόπο η εργατική δύναμη καταστρέφεται ανεπανόρθωτα; Τι κι αν παρατείνεται για ένα ορισμένο διάστημα ο παραγωγικός χρόνος του εργάτη, συντομεύοντας όμως το συνολικό χρόνο ζωής του; Οι δεξαμενές ανεργίας να είναι καλά.
Οι βιομηχανικές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από την οικονομία του χρόνου και από τη σχετική διάκριση ανάμεσα στη δουλειά και τη ζωή, έγραφε ο Ε. Π. Τόμσον στο βιβλίο του Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός. Η μέτρηση του χρόνου εμφανίζεται ως μέσο εκμετάλλευσης της εργασίας. Ο χρόνος έχει γίνει χρήμα: δεν περνάει, ξοδεύεται. Οι εργαζόμενοι αισθάνονται τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον χρόνο για τον εργοδότη τους και στον καθαρά δικό τους χρόνο, που δεν διευθύνεται από αυτόν. Την ίδια εποχή, ξεκινούν οι εργατικοί αγώνες για τον περιορισμό του χρόνου δουλειάς, διεκδικώντας αύξηση του χρόνου για τη ζωή. Στο έδαφος του καπιταλισμού, αλλά με την πεποίθηση της δυνατότητας μιας άλλης κοινωνίας, όπου η μείωση του χρόνου εργασίας προς όφελος της αύξησης του δημιουργικού ελεύθερου χρόνου, θα είναι μέτρο της προοδευτικότητάς της.
Σήμερα, σε έναν καπιταλισμό σε κρίση, χωρίς φραγμούς λόγω ταξικού συσχετισμού, το κεφάλαιο διεκδικεί όχι μόνο περισσότερο εργάσιμο χρόνο, αλλά να του παραχωρηθεί η δυνατότητα διεύθυνσης όλου του χρόνου του εργαζόμενου. Σε έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, το 70% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι η έναρξη και λήξη της εργασίας καθορίζονται από τον εργοδότη, παραβλέποντας οποιαδήποτε σχετική νομοθεσία.
Θέλουν, λοιπόν, οι εργοδότες να ορίζουν όλο τον χρόνο ζωής του εργαζόμενου. Να ακυρώσουν πλήρως οποιαδήποτε σύνορα μεταξύ ζωής και δουλειάς, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν την πιο φτηνή εργασία, όταν και όπως την χρειάζονται. Οι κεφαλαιοκράτες θέλουν να επιβάλουν καθεστώς «φορτηγού ζώου, μηχανής παραγωγής ξένου πλούτου» (Κ. Μαρξ), στο οποίο περιέρχεται ένας εργαζόμενος, όταν όλος ο χρόνος της ζωής του είναι εργασία για αυτούς, εκτός από το φαγητό και τον ύπνο. Έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας έδειξε ότι 745.000 άνθρωποι πέθαναν το 2016,από εγκεφαλικά επεισόδια και καρδιοπάθειες εξαιτίας υπερωριών στην εργασία τους.
Ο χρόνος είναι ο χώρος της ανθρώπινης ανάπτυξης. Οι άνθρωποι έδωσαν μάχη να τον ορίσουν, ακόμη και σε συνθήκες ακραίας φτώχειας ή μπροστά στον ζόφο του θανάτου, της φυλακής ή της εξορίας. Τον τραγούδησαν, χορεύοντας νηστικοί και ξυπόλητοι. Δεν τον παραχωρούσαν στους δεσμώτες τους, γιατί ακριβώς έτσι αμφισβητούσαν τα δεσμά τους, φωτίζοντας την προσδοκία της ελευθερίας. Έτσι έμαθε ο πατέρας μου υλισμό και γαλλικά, μαθηματικά και θέατρο, στη Γυάρο τη δεκαετία του ‘40.
Οι εργαζόμενοι έχουν ανάγκη από τη μείωση του εργάσιμου χρόνου και την αύξηση του «δικού» τους χρόνου για ό,τι συνιστά την ανθρώπινη ουσία τους
Σήμερα, στην εποχή της τεράστιας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, οι εργαζόμενοι έχουν ανάγκη από τη μείωση του εργάσιμου χρόνου και την αύξηση του «δικού» τους χρόνου. Για μόρφωση, τέχνη, πολιτισμό, κοινωνικοπολιτική δράση, ψυχαγωγία, σχέσεις, νοιάξιμο, φιλία, έρωτα, ζωή. Ό,τι δηλαδή συνιστά την ανθρώπινη ουσία τους. Αυτά που έχασαν οι φίλοι της δεκάχρονης χαρισματικής Μόμο (στο βιβλίο του Μίχαελ Έντε), που προσπαθεί να τους απελευθερώσει πάλι, όταν έγιναν απόμακροι, ανταγωνιστικοί, αγχώδεις, μόνοι και δυστυχισμένοι, καθώς οι μυστηριώδεις γκρίζοι κύριοι τους έκλεψαν τον χρόνο για να τροφοδοτήσουν το χρονοταμιευτήριο της εξουσίας.
Για να γίνει αυτό, δεν αρκεί οι εργαζόμενοι να πάρουν από τον εργοδότη το χρονόμετρο, αλλά να διεκδικήσουν να ορίζουν την εργασία τους και όλο τον πλούτο που αυτή παράγει.