Αιμιλία Καραλή
Ο Καρλ Μαρξ στο εξαιρετικό Εγκώμιο του εγκλήματος σημειώνει πως χωρίς το έγκλημα, χωρίς ένα μόνιμο σημείο αναφοράς του «κακού» και τη στοίχιση της κοινωνίας στην αέναη αντιμετώπισή του, η αστική κοινωνία «θα ήταν καταδικασμένη να φθαρεί, να καταποντιστεί αύτανδρη».
Μεταξύ 1860 και 1862 ο Μαρξ γράφει ένα κείμενο που έχει γίνει γνωστό στο ευρύ κοινό με τίτλο Εγκώμιο του εγκλήματος [Παρέκβαση περί παραγωγικής εργασίας] (εκδόσεις Άγρα). Οι εκδότες του έργου του το ενσωμάτωσαν στις Θεωρίες της υπεραξίας, στον τόμο IV του Κεφαλαίου.
Σε αυτό το ευφυές κείμενο, ο Μαρξ ανατέμνει τη δομή και τη λειτουργία της καπιταλιστικής κοινωνίας με βάση την «παραγωγή του εγκλήματος». Ποινικό δίκαιο, δικαστήρια, φυλακές, κατασταλτικοί μηχανισμοί, όργανα βασανιστηρίων, όπλα, επιστημονικά επιτεύγματα, έργα τέχνης, μέθοδοι ανίχνευσης του εγκλήματος, η προετοιμασία και η διεξαγωγή πολέμων απασχολούν πλήθος εργαζομένων. Καταλήγει πως χωρίς το έγκλημα, χωρίς ένα μόνιμο σημείο αναφοράς του «κακού» και τη στοίχιση της κοινωνίας στην αέναη αντιμετώπισή του, η αστική κοινωνία «θα ήταν καταδικασμένη να φθαρεί, να καταποντιστεί αύτανδρη», επικαλούμενος τη διαπίστωση ενός αστού οικονομολόγου, του Μπερνάν ντε Μάντεβιλ.
Ας σκεφτούμε λοιπόν πώς θα ήταν η κοινωνία χωρίς έγκλημα, χωρίς τη συμφιλίωση με την ύπαρξή του. Δύσκολο; Αδύνατο λένε οι περισσότεροι και απαριθμούν μια σειρά μικρά και μεγάλα, βίαια και αιματηρά εγκλήματα που διαπράττονται καθημερινά. Εξάλλου τα ΜΜΕ με τα ρεπορτάζ και τους πομπώδεις τίτλους ενισχύουν αυτήν την άποψη, εμπορευόμενα τον πόνο και την απελπισία ανθρώπων που έχουν υποστεί εγκληματική βία. Υπερθεματίζουν ταυτοχρόνως στη σκλήρυνση των ποινών, στη διάρκεια του χρόνου φυλάκισης όχι ως τρόπο αντιμετώπισης του εγκλήματος συνολικά αλλά ως τιμωρία του –όποιου– εγκληματία. Η συνήθης δικαιολογία είναι ότι έτσι θα παραδειγματιστούν και οι όποιοι επίδοξοι μιμητές του.
Το τελευταίο επιχείρημα το έχει καταρρίψει ο Θουκυδίδης εδώ και χιλιάδες χρόνια στη δημηγορία του Διοδότου. Αναφερόμενος στην αναποτελεσματικότητα της θανατικής ποινής που είχαν θεσπίσει πολλές πόλεις στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου έγραφε: «Πρέπει, λοιπόν, ή να βρούμε μια ποινή τρομερότερη απ’ τον θάνατο ή να παραδεχτούμε ότι τίποτε δεν προλαμβάνει το έγκλημα, γιατί πότε η τόλμη της απελπισίας του φτωχού, πότε η υπεροψία και η πλεονεξία του εξουσιαστή, πότε οι άλλες δυστυχίες της ζωής που ανάβουν πάθη τα οποία κυριαρχούν τους ανθρώπους, τους οδηγούν στην παρανομία».
Ψιλά γράμματα βέβαια αυτά για όσους εστιάζουν σε ποινές και φυλακίσεις και αποφεύγουν να δουν τις κοινωνικές δομές και αρχές που προετοιμάζουν, παράγουν και αναπαράγουν το όποιο έγκλημα. Ακόμη περισσότερο, ποτέ ή σπανίως ασχολούνται με τα μεγάλα εγκλήματα που διαπράττουν οι εξουσίες εις βάρος της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων είτε με τις πράξεις είτε με τις παραλείψεις τους.
Κυβερνώντες και ΜΜΕ εστιάζουν σε ποινές και φυλακίσεις, αποφεύγοντας να δουν τις κοινωνικές δομές και αρχές που παράγουν και αναπαράγουν το όποιο έγκλημα
Πού ν’ ασχοληθούν τώρα με τα αίτια της ανεργίας, της φτώχειας, της απουσίας υγειονομικών δομών που οδηγούν βίαια στην εξαθλίωση και στον θάνατο. Πού να πιάσουν στο στόμα τους τα εγκλήματα που διαπράττουν πολυεθνικές εταιρείες εις βάρος ολόκληρων λαών με την καταστροφή του οικοσυστήματος του τόπου τους προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη τους. Και κυρίως πώς να μιλήσουν για τους λόγους ύπαρξης των πολεμικών βιομηχανιών και για τον πόλεμο τον ίδιο σαν ένα διαρκές έγκλημα. Ο Νόαμ Τσόμσκι είχε πει κάποτε ότι αν ίσχυαν σήμερα οι αποφάσεις του δικαστηρίου της Νυρεμβέργης για τους εγκληματίες πολέμου όλοι οι μεταπολεμικοί πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών θα είχαν απαγχονιστεί. Και όχι μόνο των Ηνωμένων Πολιτειών βέβαια.
Είναι δυνατόν όμως να απαντά κάποιος στο έγκλημα με έγκλημα; Εξαρτάται βέβαια από το ποιος είναι αυτός ο κάποιος. Το θέμα είναι ότι από την πλειονότητα των ανθρώπων το έγκλημα αντιμετωπίζεται ως μια κανονικότητα. Η συμφιλίωση όμως με αυτήν απλώς διαιωνίζει την αγριότητα γιατί την αναπαράγει. Αφήνει ασύδοτους όσους το προκαλούν από την πιο απλή ως την πιο σύνθετη μορφή του. Ας σκεφτούμε λοιπόν: Ποιος το χρειάζεται και γιατί. Τι δεν θα υπήρχε αν εξαφανιζόταν, τι δεν θα χρειαζόταν να υπάρχει. Ας αρχίσουμε να μετράμε: Δεν θα υπήρχαν λοιπόν…