Γιώργος Μιχαηλίδης
Η αναζωπύρωση των πολεμικών συγκρούσεων στην Υεμένη είναι γεγονός. Εδώ και μία εβδομάδα τουλάχιστον σφοδρές μάχες μαίνονται γύρω από την πόλη Μαρίμπ, η οποία προς το παρόν ελέγχεται από τη συμμαχική προς τη Σαουδική Αραβία κυβέρνηση Χάντι. Η Μαρίμπ, που πολιορκείται από τους σιίτες Χούθι, αποτελεί το μοναδικό αστικό κέντρο που ελέγχει η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Υεμένης στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας και την κοντινότερη πόλη στην πρωτεύουσα των Χούθι Σαναά. Μάλιστα, στην περιοχή της Μαρίμπ βρίσκονται σημαντικές πετρελαιοπηγές και αγωγοί, οι οποίοι φέρνουν οικονομικά οφέλη στην κυβέρνηση Χάντι. Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι δυνάμεις των Χούθι, έχοντας καταφέρει να προωθηθούν στο μέτωπο της Μαρίμπ, βρίσκονταν κατ’ άλλους έξι και κατ’ άλλους δύο χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Αν η Μαρίμπ αλλάξει χέρια θα μιλάμε για την σημαντικότερη στρατιωτική και πολιτική εξέλιξη των τελευταίων ετών στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης.
Ωστόσο, πέραν του στρατιωτικού πεδίου αξίζει να σταθούμε στη χρονική συγκυρία που έλαβε χώρα αυτή η αναζωπύρωση. Οι νέες στρατιωτικές συγκρούσεις πραγματοποιούνται στο φόντο της πρότασης του ΟΗΕ για εκεχειρία και ειρήνευση, με άνοιγμα οδικών αρτηριών μεταξύ βορρά και νότου και παύση του θαλάσσιου εμπάργκο που έχει επιβάλλει η Σαουδική Αραβία μεταξύ των Χούθι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο επίσης, ότι αυτές οι πρωτοβουλίες, όπως η κι η ανάληψη πρωτοβουλιών εκ μέρους των Χούθι σημειώνεται λίγο μετά την εκλογή Μπάιντεν. Οι Δημοκρατικοί βρίσκονται σε μια τροχιά επαναφοράς της πολιτικής τους στη Μέση Ανατολή στις ράγες της περιόδου Ομπάμα. Αυτό συμπεριλαμβάνει μια νέα προσέγγιση του Ιράν και έναν τίμιο συμβιβασμό στην Υεμένη. Το τελευταίο φαίνεται να επιθυμεί και η Σαουδική Αραβία, η οποία φέρεται να είναι κουρασμένη και προβληματισμένη από την αδυναμία της ίδιας και των συμμάχων της να επιβληθούν στρατιωτικά εναντίον των Χούθι
. Οι επιθέσεις των τελευταίων εναντίον Σαουδαραβικών στρατιωτικών και οικονομικών στόχων από τις συνοριακές περιοχές που ελέγχουν στον βορρά της χώρας είναι διαρκείς. Όμως μια στροφή της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή απαιτεί ακύρωση της πολιτικής Τραμπ, κάτι το οποίο δεν δύναται να συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη τόσο για εσωτερικούς όσο και για εξωτερικούς λόγους μη διασάλευσης των σχέσεων των ΗΠΑ με τους περιφερειακούς τους συμμάχους. Σε κάθε περίπτωση, οι διαρκείς μετατοπίσεις της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής σημαίνει ότι η αξιοπιστία των ΗΠΑ έχει ήδη τρωθεί ενώ αρκετοί μιλούν για αδιέξοδο το οποίο δεν μπορούν να υπερβούν δια της ισχύος. Είναι σε αυτό το φόντο που το Ιράν, παρότι ανήσυχο και υπό διαρκή πίεση, δεν βιάζεται να δείξει έτοιμο για συμβιβασμό ενώ η αύξηση της ενεργητικότητας των Χούθι θα τους ενισχύσει στο διαπραγματευτικό τραπέζι που φαίνεται να ετοιμάζεται. Το Ιράν απαιτεί νέα συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα η οποία θα περιλαμβάνει απόσυρση των οικονομικών κυρώσεων των ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν αν και θεωρητικά τάσσεται υπέρ μιας τέτοιας πορείας, στην πράξη φαίνεται να κινείται ενδιάμεσα στις διακηρύξεις της και την πολιτική Τραμπ, όπως και σε μία σειρά ζητήματα. Βέβαια, η δυνατότητα των Χούθι να χτυπούν στόχους στην Ερυθρά Θάλασσα σημαίνει ότι ανά πάσα στιγμή μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα στη διεθνή ναυσιπλοϊα ανάλογα με την από λάθος φραγή της διώρυγας του Σουέζ. Επιπλέον, οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν τη σταθεροποίηση μίας δεύτερης Χεζμπολάχ, αυτή τη φορά στην Υεμένη. Όσο όμως ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίζεται, οι Χούθι και το σιιτικό μισό της Υεμένης προσδένονται όλο και πιο σφιχτά στην Τεχεράνη.
Με άλλα λόγια η κατάσταση έχει διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε η συνολική υπερίσχυση της μίας συμμαχίας έναντι της άλλης φαίνεται αδύνατη ενώ δεν υπάρχει στον ορίζοντα συμβιβασμός που να μην είναι επώδυνος – και άρα απευκταίος – για κάποια απ’ τις σημαντικές δυνάμεις που παρεμβαίνουν στη σύγκρουση. Φαινόμενο της ρευστής εποχής στην οποία ζούμε; Μάλλον καθώς μία σειρά μέτωπα που έχουν ανοίξει στο α’ μισό της προηγούμενης δεκαετίας (Συρία, Υεμένη, Ουκρανία αλλά και Λιβύη) αδυνατούν να κλείσουν οριστικά. Εν προκειμένω, σε αυτό το φόντο, ο λαός της Υεμένης δέχεται τις τρομερές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, των σαουδαραβικών εναέριων βομβαρδισμών κατά πόλεων και του αντίστοιχου θαλάσσιου αποκλεισμού.