Γιώργος Κώνστας
Δεν ήταν μια «αλλόκοτη μάχη», ένας «αλλοπρόσαλλος αγώνας», «μια απέλπιδα προσπάθεια» συγκράτησης του ναζί κατακτητή. Η Μάχη της Κρήτης αποτέλεσε ίσως την πρώτη σκηνή στο θέατρο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου όπου ο λαϊκός παράγοντας έγινε πρωταγωνιστής. Ξεχωριστή η δράση των κομμουνιστών που, παρότι κυνηγημένοι από το μεταξικό καθεστώς, βγήκαν στην πρώτη γραμμή του πεδίου της μάχης και, μετά την κατάληψη του νησιού, έσπευσαν να οργανώσουν την αντίσταση.
Στις αρχές του Μαΐου του 1941, με την Ελλάδα υπό κατοχή και μόνο ελεύθερο έδαφος την Κρήτη, οχτώ κρητικοί κομμουνιστές εξόριστοι στη Φολέγανδρο κατορθώνουν να αποδράσουν και με ένα καΐκι να φτάσουν στο Ηράκλειο, τις παραμονές της Μάχης. Πρόκειται για τους Νίκο Μανουσάκη, Μιχάλη Βιτσαξάκη, Γιάννη Τριανταφύλλου, Γιάννη Καλαϊτζάκη (Ηράκλειο), Σωκράτη Καλλέργη, Γιάννη Σιμιτζή (Ρέθυμνο), Ευθύμη Μαριακάκη, Μανώλη Πισσαδάκη (Χανιά) και Στέργιο Αναστασιάδη από την ηπειρωτική Ελλάδα, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ. Κατά την αποβίβασή τους, συλλαμβάνονται από την ασφάλεια και φυλακίζονται εκ νέου!
Την πρώτη ημέρα της επίθεσης των Γερμανών, κατά τον βομβαρδισμό της πόλης, μια βόμβα άνοιξε τρύπα στο κρατητήριο από όπου οι κρατούμενοι βγήκαν έξω.
Από εκεί βρέθηκαν στη «Χανιώπορτα» όπου συμμετείχαν στη μάχη απόκρουσης των αλεξιπτωτιστών που προσπαθούσαν να μπουν στο Ηράκλειο, με τη μαχητικότητα της ομάδας να εντυπωσιάζει ακόμα και τους αξιωματικούς του στρατού.
«Τι ήταν αυτό που έκανε τους ανθρώπους αυτούς αντί να “λουφάξουν” και να κρυφτούν να πάρουν τα όπλα; Ότι ένιωθαν ότι ήταν χρέος τους να αντιταχθούν στον χιτλερικό εισβολέα αλλά και απέναντι στη μεταξική δικτατορία. Ήταν άνθρωποι βαθιά συνειδητοποιημένοι και πολιτικά ώριμοι γι’ αυτό και μετά την κατάληψη του νησιού, συμμετείχαν ενεργά στην οργάνωση της αντίστασης», επισημαίνει στο Πριν ο Γιώργος Πιτσιτάκης, εκπαιδευτικός και ιστορικός ερευνητής με πάμπολλες δημοσιεύσεις για τα γεγονότα της εποχής.
Η ομάδα των εξόριστων ήταν αυτή που το βράδυ 28 προς 29 Μαΐου, σε συγκέντρωσή της στο προάστιο Φορτέτζα του Ηρακλείου, δήλωσε την απόφασή της να συνεχίσει τον αγώνα κατά των κατακτητών, δημιουργώντας το Παγκρήτιο Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΠΑΜ), το οποίο προσχώρησε άμεσα στο ΕΑΜ όταν αυτό δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς. Άλλη ομάδα εξόριστων κομμουνιστών που βρίσκονταν στη Γαύδο απέδρασε και στις 30 Μαΐου βρέθηκε στα Σφακιά και συμμετείχε αργότερα στην αντίσταση. Ανάμεσα σε αυτούς βρίσκονταν οι Μάρκος Βαφειάδης, Λεωνίδας Στρίγγος, Μήτσος Βλαντάς, Μιχάλης Κλιάνης (κουμπάρος), Γιώργης Κοντοκότσος, Γιάννης Λαθούρας, Αντώνης Δουραχάλης.
«Το στίγμα της πολιτικής του ΚΚΕ ενόψει της Μάχης της Κρήτης έδωσε ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης (σημαίνον στέλεχος του ΚΚΕ) από την εφημερίδα Κρητικά Νέα στις 16 Μαΐου, παραμονές της μάχης, με το άρθρο του “Ηνωμένοι προς την νίκην”», τονίζει ο ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Γιάννης Σκαλιδάκης. Όπως σημειώνει, μετά την απόδραση του Πορφυρογένη από την Κίμωλο, τον ίδιο μήνα βρέθηκε στην Κρήτη μαζί με τη σύζυγό του, Φούλα Χατζηδάκη και «ξεκίνησε αμέσως πολιτικές επαφές, ζητώντας από την κυβέρνηση αμνηστία για τους πολιτικούς κρατούμενους και εκκαθάριση του προσωπικού της μεταξικής δικτατορίας καθώς και οργάνωση του λαού ενόψει της γερμανικής επίθεσης», χωρίς όμως να εισακουστεί.
«Μα πού να βρεθούν όπλα»
Αξιοποιώντας το αρχείο (που έχει μελετήσει εκτενώς ο Γ. Πιτσιτάκης) του Γιάννη Κοντουδάκη (1908-2005) από το Πολεμάρχι Χανίων, του σεμνού αγωνιστή της αντίστασης και βουλευτή της ΕΔΑ στα Χανιά το 1958, μεταφερόμαστε στον Μάιο του 1941 στον κάμπο της Κισσάμου. Ο Κοντουδάκης ήταν λοχίας εκπαιδευτής στο σύνταγμα που είχε δημιουργηθεί με 800 νεοσύλλεκτους Μακεδόνες, Ρουμελιώτες, Ηρακλειώτες στην περιοχή. Ο οπλισμός που τους παρείχε το βασιλομεταξικό κράτος ήταν 600 όπλα στάγιερ και επτά φυσίγγια για το κάθε όπλο(!) θυμάται ο Κοντουδάκης.
«Έχει αρχίσει η πτώση των αλεξιπτωτιστών και η ρίψη των εφοδίων τους κι εγώ έχω παραδώσει την αναφορά στο τάγμα και γυρίζω στο Γυμνάσιο», γράφει ο Κοντουδάκης και συνεχίζει: «οι στρατιώτες που έχουν ακροβολιστεί στ’ ανατολικά της κωμόπολης και άλλοι από άλλα σημεία και τα πολυβόλα από τον Παρθενώνα (λόφος της περιοχής) έχουν μπει στη μάχη. Τότε βλέπω να συντελείται αυτό που θαύμασε και χειροκρότησε η ανθρωπότητα. Τους πολίτες του Καστελλιού άφοβους κι αποφασισμένους να μας ζητούν όπλα, για να πολεμήσουν στην παράξενη μάχη. Μα πού να βρεθούν όπλα, αφού δεν είχαν ούτε οι στρατιώτες; Κι έτρεξαν κι άοπλοι στη μάχη γιατί εκτελούσαν μια επιταγή της παράδοσης σ’ ανάλογες περιστάσεις της επαναστατημένης Κρήτης: “–Απού ‘χει άρματ’ ας βαστά κι απού δεν έχει ας βρίστει!” για να πάρουν από ζωντανούς εχθρούς ή όποιους σκοτωμένους και να κάνουν αυτό που θεωρούσαν χρέος στην πατρίδα».
Εξηγώντας τη στάση των απλών πολιτών που έσπευσαν όχι μόνο στο Καστέλι Κισσάμου αλλά και στο Μάλεμε, στο Γαλατά, στην Αγιά, στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο και όπου γίνονταν μάχες, ο Γ. Πιτσιτάκης επισημαίνει πως «πάντα ο Κρητικός εξαιτίας των συνεχών επαναστάσεων, είχε μια σχέση με τα όπλα σχεδόν ερωτική. Επίσης ήταν ισχυρό το δημοκρατικό φρόνημα στο νησί. Το 1938 είχαμε το μοναδικό κίνημα απέναντι στον Μεταξά στην Κρήτη και όταν κατέβηκε με το βασιλιά Γεώργιο έγιναν πάμπολλα επεισόδια και περιστατικά αποδοκιμασίας του καθεστώτος».
Αναθεωρητισμός και αστική πολιτική
O σύγχρονος ιστορικός αναθεωρητισμός δεν θα μπορούσε να αφήσει εκτός της εμβέλειάς του και τη Μάχη της Κρήτης. Στο σχετικό βιβλίο του, ο Χάιντς Ρίχτερ παρουσιάζει τη μάχη μεταξύ Βρετανών και Γερμανών ως μια σύγκρουση ευγενών, τη δε ανάμιξη του λαού της Κρήτης ως καθοδηγούμενη από τους… συμμάχους, ενώ επαναλαμβάνει συνεχώς τα περί «ωμοτήτων» των ντόπιων σε βάρος των αλεξιπτωτιστών χωρίς να δίνει στοιχεία.
«Είναι γνωστή μέθοδος η γενίκευση ειδικών παραμέτρων όπως και η έντεχνη υποβάθμιση πλευρών που δεν ταιριάζουν με το γενικότερο σχήμα του εκάστοτε συγγραφέα», σημειώνει στο Πριν ο καθηγητής ιστορίας Γιάννης Σκαλιδάκης, συμπληρώνοντας πως «η τακτική ωραιοποίησης του τακτικού στρατού της Βέρμαχτ (σε σύγκριση με τα SS), υποβάθμισης των γερμανικών εγκλημάτων, δικαιολόγησης ακόμα και των επιλογών του Χίτλερ για τη διεξαγωγή του πολέμου εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης είναι υπαρκτές τάσεις της γερμανικής ιστοριογραφίας. Ο γερμανικός ιστορικός αναθεωρητισμός πάει διαχρονικά χέρι-χέρι με πτέρυγες του γερμανικού πολιτικού συστήματος.
Το 1938 είχε εκδηλωθεί στο νησί το μοναδικό κίνημα απέναντι στον Μεταξά
Οι γερμανοί ιστορικοί αυτής της τάσης, με πρωτεργάτη τον Ερνστ Νόλτε, θα λέγαμε πως επιδιώκουν να αποκαταστήσουν τον γερμανικό εθνικισμό, επιδόθηκαν στην αναθεώρηση του ναζισμού, σχετικοποιώντας (δηλαδή ελαχιστοποιώντας) τα εγκλήματά του και προβάλλοντας τις “θετικές” πλευρές του, ενώ συστηματική ήταν, παράλληλα, η μεγιστοποίηση των δεινών που υπέστησαν οι Γερμανοί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετατρέποντας εν πολλοίς τους θύτες σε θύματα. Ο Χάιντς Ρίχτερ μάλλον προσπάθησε να ενταχθεί σε αυτό το ρεύμα, ταλαιπωρώντας την ελληνική ιστορία».
Ειδικά σε ό,τι αφορά τις προσπάθειες να δικαιολογηθούν τα αντίποινα των ναζί σε βάρος του άμαχου πληθυσμού, ο Γ. Σκαλιδάκης παρατηρεί πως η όλη κίνηση «θυμίζει την πτωματολογική μέθοδο που ακολουθούν άλλοι θιασώτες του ιστορικού αναθεωρητισμού. Βάζουμε λίγα πτώματα λιγότερα από εδώ, λίγα περισσότερα από εκεί και “αποδεικνύουμε” ό,τι θέλουμε.
Στην πραγματικότητα, οι γερμανικές αντεκδικήσεις εναντίον του πληθυσμού, συλλογικές εκτελέσεις και καταστροφές χωριών δεν έγιναν εν θερμώ αλλά εφαρμόστηκαν κατά κύματα όλο το καλοκαίρι και μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου 1941 από τους πρώτους στρατιωτικούς διοικητές Κουρτ Στούντεντ και Αλεξάντερ Αντρέ. Ώστε, τόσο οι αλεξιπτωτιστές όσο και οι ορεινοί καταδρομείς αλλά και νέα στρατεύματα που κατέφθασαν, έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις αυτές. Πρόκειται για απερίγραπτα εγκλήματα πολέμου, που διαπράχθηκαν από τον τακτικό γερμανικό στρατό, ο οποίος είχε εγκολπωθεί την επίσημη ιδεολογία του καθεστώτος, τον ναζισμό. Η ιδεολογική παράμετρος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή φασισμός/αντιφασισμός προϋπήρχε από χρόνια. Άλλοι έκαναν πως δεν την έβλεπαν τότε, άλλοι συνεχίζουν να μην την βλέπουν και σήμερα».
Η αποτύπωση σε ένα πίνακα
Ένας πίνακας λαϊκού καλλιτέχνη δίνει την εικόνα των γεγονότων της εποχής. Ο Πέτρος Βλαχάκης, ο ζωγράφος που αποτύπωσε τη σκηνή στον κλασσικό σήμερα πίνακα του (κεντρική φωτογραφία) που φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης και αποτελεί ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα σύγχρονα έργα τέχνης στη Μεγαλόνησο, είχε μιλήσει το 2008 στον γράφοντα για τη σκηνή που αποτύπωσε.
«Πήγαινα προς τον “Θόλο” (σημείο στο Γαλατά το χωριό του Βλαχάκη) και είδα ένα Γερμανό με αλεξίπτωτο να περνάει από πάνω μας. “Βαράτε του” λέω σε δυο στρατιώτες που ήταν κάτω από μια ελιά. Πυροβόλησαν και αυτός έπεσε πίσω από ένα σπίτι. “Τον καθαρίσαμε” μου έκαναν νόημα, αλλά δεν ήταν έτσι. Πηγαίνοντας πίσω από τον σπίτι είδα ότι ο Γερμανός είχε πέσει σε ένα χωράφι πιο κάτω και δεν είχε κτυπηθεί. Ένας χωριανός, ο Μανώλης Θεοδωράκης, τον είδε και παίρνει ένα δίκανο από το σπίτι του και κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Τον πυροβόλησε αλλά δεν τον πέτυχε και ο αλεξιπτωτιστής γυρίζοντας το αυτόματο τον γάζωσε τραυματίζοντας τον σοβαρά στη κοιλιά.
Για αυτό και στον πίνακα μου, ο Θεοδωράκης φαίνεται σκυμμένος. Τότε ένας άλλος γείτονας, ο Αντώνης Φυντικάκης, με μια πρωτοφανή λύσσα και επειδή ήταν και άοπλος, αρπάζει μια πέτρα από κάτω και πέφτει πάνω στον Γερμανό. Με την πέτρα του σπάει το κεφάλι και τον σκοτώνει. Αυτήν την εικόνα την είδα να γίνεται μπροστά και μετά τον πόλεμο την αποτύπωσα σε πίνακα. Ο Θεοδωράκης την επομένη πέθανε από τα τραύματα του. Ο Φυντικάκης μπορεί να ήταν αγράμματος αλλά ήταν Κρητίκαρος με ψυχή» είχε πει ο Π. Βλαχάκης.
Πηγές:
-Σταμ. Α. Αποστολάκη, Δασκάλου-Λαογράφου, Η Μάχη της Κρήτης στο Δημοτικό Τραγούδι του Νησιού, σελ. 14, Χανιά 1991
– Δημ. Βλησίδη-Λ. Ηλιάκη: Τα πρώτα βήματα του ΕΑΜ στην Κρήτη
– Αλέκος Ψηλορείτης (Γιώργης Αγγουράκης): Η Μάχη της Κρήτης
– Γ. Σκαλιδάκης «Φρούριο Κρήτη». Γερμανική κατοχή και πολιτικές μεταβολές (υπό έκδοση).
– Συνέντευξη Π. Βλαχάκη στον γράφοντα για τα Χανιώτικα Νέα