Γιώργος Μουρμούρης
Μετά δέκα έτη
«Εδώ και πολύ καιρό παίρνονται αποφάσεις για εμάς χωρίς εμάς. Είμαστε εργαζόμενοι, άνεργοι, συνταξιούχοι, νεολαίοι, που έχουμε έρθει στο Σύνταγμα για να παλέψουμε και να αγωνιστούμε για τις ζωές μας και το μέλλον μας. Είμαστε εδώ γιατί γνωρίζουμε ότι οι λύσεις στα προβλήματά μας μπορούν να προέλθουν μόνο από εμάς. […] Δεν θα φύγουμε από τις πλατείες, μέχρι να φύγουνε αυτοί που μας οδήγησαν εδώ: Κυβερνήσεις, Τρόικα, Τράπεζες, Μνημόνια και όλοι όσοι μας εκμεταλλεύονται».
Μια αιωνιότητα ή μία μέρα. Τόσο μοιάζει να έχει μεσολαβήσει, παραφράζοντας τον Αγγελόπουλο, από όταν οι παραπάνω γραμμές αποτυπώνονταν στο πρώτο ψήφισμα των Αγανακτισμένων της πλατείας Συντάγματος, στις αρχές του καλοκαιριού του 2011. Ήταν 25 Μαΐου, όταν, απαντώντας στην «προσβολή» των Ισπανών indignados που καλούσαν σε «ησυχία» για να «μην ξυπνήσουμε τους Έλληνες», χιλιάδες άνθρωποι όλων των ηλικιών κατέκλυζαν το Σύνταγμα και κεντρικές πλατείες άλλων μεγάλων πόλεων της χώρας. Ζητώντας τι; Αρχικά, κανείς δεν μπορούσε να πει με ακρίβεια. Όμως σύντομα, μέσα στη «φωτιά» των εξεγέρσεων που πυροδοτούσε διεθνώς η υπέρβαση υπέρ του κεφαλαίου της κρίσης του 2008, η αρχική αγανάκτηση βρήκε τον τρόπο να μετατραπεί σε οργή, σε μια λάβα έτοιμη να σαρώσει στο πέρασμά της «κυβερνήσεις, τρόικα, τράπεζες, μνημόνια». Δεν τα κατάφερε. Γιατί; Τι πήγε λάθος; Ποια ήταν τα όρια, και τι οδήγησε στην ήττα του «κινήματος των πλατειών»; Ποιες είναι οι παρακαταθήκες που άφησε, και γιατί μια δεκαετία αργότερα ακόμα τρομάζει την καθεστηκυία τάξη, σε βαθμό τέτοιο που, μετά τις διαδηλώσεις του Μαρτίου, καθεστωτικά ΜΜΕ να προειδοποιούν για «κίνδυνο» δημιουργίας «πλατειών νεο-αγανακτισμένων»;
Δέκα χρόνια μετά, το Πριν ανοίγει τον φάκελο του «κινήματος των πλατειών» — έχοντας κατά νου την τελευταία σημείωση του πρώτου ψηφίσματος των «αγανακτισμένων» του Συντάγματος: «Ο μόνος αγώνας που χάνεται είναι αυτός που δεν δόθηκε ποτέ».
Το απόγευμα της Τετάρτης, 25 Μαΐου του 2011, η Ήρα κατέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής. Ήξερε για το διαδικτυακό κάλεσμα των «Αγανακτισμένων» στο Σύνταγμα. Αν και αρχικά δύσπιστη, καθώς η πρόσκληση τής φαινόταν «απολίτικη» σε σχέση με το κλίμα που επικρατούσε εκείνη την περίοδο, άρχισε να περπατά προς την κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας. Αυτό που είδε την εξέπληξε. «Θυμάμαι μια Βασιλίσσης Σοφίας γεμάτη, δεν ήταν όμως απεργία, δεν ήταν Πρωτομαγιά, δεν ήταν 17 Νοέμβρη, ήταν κάτι άλλο», αφηγείται στο Πριν. Εκπαιδευτικός, ενεργή στα κινήματα αλλά χωρίς κομματική στράτευση, η Ήρα παρατηρούσε τους ανθρώπους γύρω της στην κεντρική λεωφόρο της Αθήνας, πλησιάζοντας στο Σύνταγμα. «Όσο έβλεπα τον κόσμο, γέμιζα με ενθουσιασμό — τόσο που χάθηκε η δυσπιστία. Στον δρόμο είχε αυτοσχέδια πλακάτ, κάποια ήταν γραμμένα με παιδικά γράμματα».
Ο Δημήτρης ήταν τότε προπτυχιακός φοιτητής, μέλος του ΝΑΡ και της νΚΑ. Μας λέει: «Θυμάμαι όταν είχα πρωτοδεί για τους “Αγανακτισμένους”, ήταν λίγο μετά από την εμφάνιση ενός πανό στις αντίστοιχες συνελεύσεις της Ισπανίας που έλεγε “ησυχία, μην ξυπνήσουμε τους Έλληνες”. Λίγο αργότερα, δημιουργήθηκε ένα event στο facebook που καλούσε στο Σύνταγμα. Τότε ήταν κάτι πρωτοφανές, γιατί τα social media δεν έπαιζαν τον ρόλο που παίζουν τώρα».
«Από τις 25 Μαΐου και μετά ο κόσμος διαρκώς αυξανόταν», αφηγείται η Ήρα. «Τότε άρχισαν και τα πιο σοβαρά, οι συζητήσεις, οι πρώτες συνελεύσεις. Όταν βλέπεις κάπου να κουβεντιάζουν, πηγαίνεις να ακούσεις. Το κλίμα ήταν πολύ θερμό, υπήρχαν παντού ωραία συνθήματα, μητέρες με παιδιά που ζωγράφιζαν, οι κατασκηνωτές που έμεναν τα βράδια. Λίγο-λίγο η πλατεία άρχισε να παίρνει μια πιο οργανωμένη μορφή, να δημιουργούνται οι πρώτες ομάδες. Δημιουργήθηκε η ομάδα φαγητού, ομάδα μεταφράσεων και Τύπου, ομάδες Υγείας —που ήταν από τις πιο δυναμικές και αργότερα θα βοηθούσε πολύ στις επιθέσεις της αστυνομίας με τα χημικά». Στις συνελεύσεις, οι συζητήσεις οργιάζαν: «Συζητούσαμε για το Μεσοπρόθεσμο, ωστόσο δεν ήταν το κυρίαρχο θέμα. Άκουσα πολύ αξιόλογα άτομα να αναπτύσσουν σκέψεις για την άμεση Δημοκρατία, να συζητάμε πχ για το αν πρέπει να λέγεται “άμεση” ή “αυτόματη”. Ήταν πιο “στρατηγική” η κουβέντα». «Μου άρεσε που σιγά-σιγά άρχισαν να οργανώνονται ομάδες οι οποίες έκαναν κουβέντες και έβαζαν και ένα ιδεολογικό υπόβαθρο», λέει ο Δημήτρης. «Είχα συμμετάσχει κι εγώ σε μία, για την ιδέα της άμεσης δημοκρατίας. Συζητούσαμε πώς θα οργανωθεί, αν θα είναι καλύτερη ή χειρότερη από την κοινοβουλευτική κλπ».
Η «συνάντηση» των Αγανακτισμένων με τις οργανωμένες μορφές του κινήματος, τα σωματεία και την Αριστερά, δεν ήταν βεβαίως «αναίμακτη». Ενώ στο Σύνταγμα είχε αρχίσει να σχηματοποιείται ο διαχωρισμός μεταξύ της «πάνω» και της «κάτω» πλατείας, κοινή συνισταμένη ήταν ότι κανείς δεν ήθελε τα κόμματα. «Σε σημείο μάλιστα που να νιώθω παράξενα», λέει η Ήρα. «Γιατί εγώ δεν ανήκω σε κόμμα, όμως ψηφίζω. Ερχόντουσαν τότε μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και πολλοί λέγανε “βάζουν τα πιτσιρίκια να μας κάνουν προσηλυτισμό, να πουν το ποίημά τους”. Μπορούσες, βέβαια, να πάρεις τον λόγο και να μιλήσεις και ως μέλος κόμματος, αλλά χωρίς πανό ή διακριτικά». «Η Αριστερά εμφανίστηκε στις πλατείες την περίοδο που το κίνημα είχε αρχίσει να παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Ιδεολογική πλατφόρμα στους Αγανακτισμένους, βεβαίως, δεν υπήρχε, αν και στο σύνολό του το κίνημα ήταν έντονα αντικοινοβουλευτικό», λέει ο Δημήτρης, που θυμάται ότι στην αρχή υπήρχε μεγάλη επιφυλακτικότητα ως προς τις οργανωμένες δυνάμεις. «Βλέπανε πανό και λέγανε, “όλοι ίδιοι είστε”», αφηγείται. «Όμως πολλοί πολιτικοποιήθηκαν και οργανώθηκαν μέσα από τους Αγανακτισμένους. Τα πράγματα ήταν ρευστά και δυναμικά». Στα μέσα Ιουνίου, οι «πλατείες» βρίσκονταν στο απόγειό τους. «Έρχονταν πάρα πολλοί ξένοι. Η πλατεία ενέπνεε, ξεπηδούσαν αντίστοιχες συνελεύσεις σε άλλα μέρη του κόσμου. Είχαμε επαφές με άτομα που αργότερα συγκρότησαν το Occupy Wall Street», λέει η Ήρα. «Υπήρχε ένας προτζέκτορας που μετέδιδε εικόνες από την Ισπανία, ανταλλάσσαμε μηνύματα. Οι συνελεύσεις ήταν τεράστιες, διαρκούσαν ατέλειωτες ώρες. Είχαμε φτάσει να συζητάμε τι νόμισμα θα έχουμε την επομένη της νίκης μας». Στις 15 εκείνου του μήνα, ήταν ημέρα πανεργατικής απεργίας. Οι απεργοί και τα σωματεία αναμειγνύονται με τους Αγανακτισμένους. Δεκάδες χιλιάδες άτομα πλημμυρίζουν το Σύνταγμα. Η απάντηση κράτους και κυβέρνησης: Πόλεμος. «Στις 15 Ιουνίου στόχος της κυβέρνησης ήταν να διαλυθούν οι αγανακτισμένοι», λέει ο Δημήτρης. «Υπήρξε υπέρμετρη αστυνομική βία. Θυμάμαι να χτυπάνε στο κεφάλι διαδηλωτές με ανάποδα κλομπ, θυμάμαι τις κλωτσιές σε κοπέλες. Θυμάμαι να σέρνουν συλληφθέντες στον δρόμο. Όμως ο κόσμος δεν υποχωρούσε, η καταστολή τον πείσμωνε». «Η καταστολή της 15ης Ιουνίου ήταν απίστευτη, άνευ προηγουμένου», θυμάται και η Ήρα, «όμως δεν πτοούσε τον κόσμο, αντιθέτως». Το κλίμα προς τα κόμματα πια είχε αλλάξει: «Όταν αποχωρούσαν, ο κόσμος τους φώναζε “μη φύγετε, μείνετε να κρατήσουμε την πλατεία”».
Οι δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές που βρέθηκαν στο Σύνταγμα, κέρδισαν τη «μάχη» της 15ης Ιουνίου. Οι συνελεύσεις στο Σύνταγμα παρέμεναν ακμαίες, ζωντανές. Τώρα, υπήρχε μπροστά ένας νέος κόμβος: Το διήμερο 28-29 Ιουνίου εισαγόταν προς ψήφιση το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής, με μέτρα «φωτιά» ως προς τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα αλλά και τις ιδιωτικοποιήσεις. Υπό την «καυτή ανάσα» των κινημάτων, ο γραφειοκρατικοποιημένος συνδικαλισμός των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ είχε προκηρύξει 48ωρη απεργία. Η συνέλευση του Συντάγματος αποφασίζει να περικυκλώσει τη Βουλή. Λεωφορεία με διαδηλωτές φτάνουν στην Αθήνα από κάθε άκρη της χώρας. Σε όλους υπάρχει η αίσθηση ότι πρόκειται για τη «μητέρα των μαχών». «Θυμάμαι, πριν βγούμε στον δρόμο είχαμε τότε μια σοβαρότητα που δεν είχα ξαναβιώσει», λέει ο Δημήτρης. «Νιώθαμε ότι δεν ήταν μια απλή πορεία, ότι πηγαίναμε για κάτι μεγάλο. Ότι παίζονταν πολλά». «Όταν πλησίαζε 28-29 Ιουνίου, νιώθαμε ότι μας φοβούνται», θυμάται η Ήρα, που εντοπίζει σε αυτή την αισιοδοξία την αρχή της κάμψης του κινήματος, την επομένη της ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου: «Ίσως επειδή πολλοί είχαν επενδύσει τα πάντα σε αυτή τη μάχη, γι’ αυτό και απογοητεύτηκαν τόσο μετά την ήττα και εξαφανίστηκαν».
Το αφιέρωμα στα Δέκα χρόνια από την έκρηξη των πλατειών και του κινήματος θα συνεχιστεί στα επόμενα φύλλα του Πριν.
Εμπόλεμη ζώνη όλο το κέντρο, πολιτικά τα όρια των «πλατειών»
Οι σκηνές που καταγράφηκαν εκείνες τις δύο ημέρες στο Σύνταγμα είναι ίσως ό,τι πιο κοντά σε εμπόλεμη ζώνη έχει καταγραφεί στην Αθήνα από τον Δεκέμβρη του 1944.. «Ήταν πολεμικό σκηνικό. Θυμάμαι πολλές σκηνές φρίκης αλλά και αλληλεγγύης», λέει η Ήρα. Κρυβόμασταν όπου μπορούσαμε για να γλιτώσουμε τις επιθέσεις των ΜΑΤ αλλά μετά ξαναβγαίναμε στον δρόμο. Η αστυνομία δεν προσπαθούσε απλώς να μας διώξει, προσπαθούσε να μας τσακίσει. Όμως ο κόσμος επέστρεφε στην πλατεία, ξανά και ξανά». «Εκείνο το διήμερο η χρήση βίας χτύπησε κόκκινο», λέει ο Δημήτρης. «Κυνηγούσαν παντού, όποιον πέρναγε από το κέντρο. Ήταν η μέρα που είχαν ρίξει χημικά στο μετρό. Ήταν σαν να ‘μασταν δύο στρατόπεδα: Από τη μία η αστυνομία, από την άλλη ο λαός».
Οι «πλατείες» δεν ηττήθηκαν από το Μεσοπρόθεσμο αλλά δέχτηκαν ένα συντριπτικό πλήγμα. Καθώς προχωρούσε το καλοκαίρι, οι συνελεύσεις απομαζικοποιήθηκαν. Δέχτηκαν νέα πνοή τον Σεπτέμβρη, με το φοιτητικό κίνημα ενάντια στον νόμο Διαμαντοπούλου και τις απεργιακές κινητοποιήσεις το διήμερο 19-20 Οκτώβρη. Μετασχηματίστηκαν σε Λαϊκές Συνελεύσεις και διαχύθηκαν στις γειτονιές. Ο απόηχός τους, στις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου, οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου. Όμως τα μεγάλα σχέδια για τις αλυσιδωτές ανατροπές που θα ξεκινούσαν από τα μνημόνια και θα οδηγούσαν σε μια θολή όσο και πολλά υποσχόμενη «άμεση δημοκρατία», ουδέποτε υλοποιήθηκαν. «Το κακό είναι ότι οι αγανακτισμένοι έγιναν μετά οι απογοητευμένοι», λέει ο Δημήτρης. «Έπεσε το κίνημα, ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ που έριξε μια τεράστια ταφόπλακα κυρίως με το δημοψήφισμα και τη μετατροπή του “όχι” σε “ναι”. Ο κόσμος θεώρησε ότι δεν μπορεί να βρει το δίκιο του πουθενά και ο καθένας ακολούθησε τον δρόμο του, προσπαθώντας να σώσει ό,τι του απόμεινε. Τότε είχες μια ελπίδα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Αλλά έληξε άδοξα».
«Βλέποντας τις “πλατείες” από την απόσταση μιας δεκαετίας, μου αφήνουν μια γλυκόπικρη αίσθηση», λέει η Ήρα. «Θυμάμαι πολύ ωραίες στιγμές, τις συζητήσεις, την αίσθηση της δύναμης ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Αλλά και την απογοήτευση όταν όλο αυτό ξεφούσκωσε. Άφησαν όμως “σπόρους”: Τις λαϊκές συνελεύσεις, μια πιο πολιτική σκέψη, και κάποιον κόσμο που βγήκε στον δρόμο και δεν επέστρεψε ποτέ σπίτι του. Μέχρι σήμερα».