Χρίστος Κρανάκης
Από τις αρχές του έτους έχουν πολλαπλασιαστεί τα «θερμά επεισόδια» στην αυτόνομη περιοχή του Ντονμπάς, καθώς υπάρχουν πολλοί άλυτοι λογαριασμοί και φαίνεται πως κάποιοι πιστεύουν πως έχει έρθει η ώρα να επιλυθούν.
Επτά χρόνια μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και παρά τις συμφωνίες εκεχειρίας –με πιο πρόσφατη αυτή του περασμένου Ιούλη– τα τύμπανα του πολέμου ηχούν ξανά στην Ανατολική Ουκρανία. Ο πιο πρόσφατος κύκλος βίας ξεκίνησε στις αρχές του ’21 και επικεντρώνεται στις αυτόνομες περιοχές του Ντονμπάς, όπου οι συνεχείς ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ του ουκρανικού στρατού και των αυτονομιστών έχουν προκαλέσει ήδη ανθρώπινες απώλειες —στρατιωτικών και αμάχων. Την ώρα, όμως, που ο φόβος περαιτέρω κλιμάκωσης είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός, Ρωσία και Ουκρανία επιδίδονται σε ένα διαρκές κυνήγι εντυπώσεων και ανταλλαγής ευθυνών.
Η Μόσχα, χρεώνοντας στον ουκρανικό στρατό την αύξηση των εντάσεων στην περιοχή, ανέπτυξε ισχυρές δυνάμεις σε τρία στρατηγικά σημεία στα σύνορα της με την Ουκρανία, ενώ προχώρησε και σε σειρά στρατιωτικών ασκήσεων. Από την άλλη, το Κίεβο πυκνώνει τις εναέριες επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη έναντι των αυτονομιστών και αναζητά νέες γεωστρατηγικές συμμαχίες που θα το προστατεύσουν από τη «ρωσική επιθετικότητα». Στον «χορό» έχουν μπει ήδη το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ, όπως και η Γερμανία με τη Γαλλία αλλά και νέοι περιφερειακοί παίχτες, όπως η Τουρκία. Έτσι, για ακόμα μία φορά στα πλαίσια του σύγχρονου καπιταλισμού, οι ισορροπίες κρέμονται από μια κλωστή.
Η επιστροφή των ΗΠΑ στην αντι-ρωσική ρητορική έχει αναζωπυρώσει σημαντικά την παραδοσιακή τους σύγκρουση, ενώ το ΝΑΤΟ πήρε ξεκάθαρη θέση καταδικάζοντας την ανάπτυξη ρωσικών δυνάμεων στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα και τάχθηκε υπέρ της Ουκρανίας — ανοίγοντας, παράλληλα, το κεφάλαιο ένταξής της σε αυτό, που αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για τη Μόσχα. Παρ’ όλα αυτά, το ρίσκο μιας καθολικής σύγκρουσης με τη Ρωσία αδυνατίζει σημαντικά τις πιθανότητες άμεσης αμερικανοκίνητης επέμβασης στην περιοχή, χωρίς την οποία η Ουκρανία δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει σε τυχόν σύγκρουση.
Ταυτόχρονα, ούτε η Τουρκία, παρότι καταδικάζει τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας και φαίνεται να «κλείνει το μάτι» ποικιλοτρόπως στην Ουκρανία (διαπραγματεύσεις για αγοραπωλησία πολεμικού εξοπλισμού και κοινή παραγωγή drones), δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως θα επιλέξει μια ατέρμονη σύγκρουση με τη Μόσχα. Τέλος, όσον αφορά την ΕΕ, φαίνεται πως η μειωμένη γεωστρατηγική της επιρροή την καθιστά για ακόμα μια φορά αδύναμη να καθορίσει έμπρακτα τις εξελίξεις και (τουλάχιστον προς το παρόν) υποβαθμίζεται σε ρόλο άχαρου παρακολουθητή.
Το σκηνικό γίνεται ακόμα πιο εύθραυστο όταν στην εξίσωση συνυπολογίσουμε την πρόσφατη εμπειρία του Ναγκόρνο Καραμπάχ και την υπόθεση του αγωγού Nord Stream 2. Αναλυτές εκτιμούν πως η σχετικά εύκολη επικράτηση του Αζερμπαϊτζάν –με τις πλάτες και τις εξοπλιστικές παροχές της Τουρκίας– έναντι της Αρμενίας στο Ναγκόρνο Καραμπάχ «γοήτευσε» την Ουκρανία, η οποία έσπευσε να εγκρίνει ένα εθνικό σχέδιο επανακατάκτησης της Κριμαίας και του Ντονμπάς. Ταυτόχρονα, η επικείμενη ολοκλήρωση του ρωσο-γερμανικού αγωγού Νord Stream 2, παρά τις αμερικανικές κυρώσεις, πιέζει γεωστρατηγικά την Ουκρανία, καθώς υποβαθμίζει τον ρόλο της στο εμπόριο της ευρύτερης περιοχής.
Η προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για τη Μόσχα
Πέρα από το εκρηκτικό γεωστρατηγικό τοπίο, οι αιτίες της σύγκρουσης πρέπει να αναζητηθούν και στο εσωτερικό των εμπλεκόμενων χωρών. Ο Πούτιν φαίνεται πως αναζητά τρόπους να απομακρύνει την πολιτική ατζέντα από τη σύγκρουση του με τον Ναβάλνι, ενώ η διεθνής αρθρογραφία αναφέρει πως σημαντική μερίδα της ρωσικής κοινής γνώμης αισθάνεται κουρασμένη από την περιπετειώδη εξωτερική πολιτική που ακολουθεί. Ταυτόχρονα, εσωτερικά προβλήματα αντιμετωπίζει και ο δυτικόφιλος Ζελένσκι, ο οποίος χρεώνεται τόσο την αποτυχημένη διαχείριση της υγειονομικής-οικονομικής κρίσης όσο και την αθέτηση της βασικής προεκλογικής του δέσμευσης για ομαλή επαναφορά της ειρήνης στο Ντονμπάς.
Οι παραπάνω κρίσιμες παράμετροι δημιουργούν ένα ιδιαίτερα θολό τοπίο για το τι μέλλει γενέσθαι στην ευρύτερη περιοχή. Παρότι είναι αρκετά δύσκολο για κάθε πλευρά να αποφασίσει την καθολική σύγκρουση, το σίγουρο είναι ότι η ευκολία με την οποία συνάπτονται και διαρρηγνύονται τακτικές συμμαχίες μεταξύ των σύγχρονων κρατών δημιουργεί ένα εύφλεκτο πεδίο που, είτε τώρα είτε στο άμεσο μέλλον, θα πυροδοτήσει ραγδαίες εξελίξεις. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αναλογιστεί και το πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας που τάσσεται σθεναρά υπέρ της δημιουργίας ΝΑΤΟικών βάσεων στη χώρα, οι οποίες ήδη αξιοποιούνται άμεσα στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς…