Καθημερινή 12.02.2009
της Μαριας Kατσουνακη
Όλα είναι γνώριμα στην αρχή: η μουσική (της Ελένης Καραΐνδρου), οι φράσεις («τίποτα ποτέ δεν τελειώνει»), η ατμόσφαιρα των προσώπων. Στη συνέχεια, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μας καλεί να τον επανανακαλύψουμε. Σε αυτήν την ταινία, δεν είναι ο απόλυτος κυρίαρχος και ενορχηστρωτής. Οι ήρωες λες και αυτενεργούν, ανεξαρτητοποιούνται για το δικό τους ταξίδι. Αυτό είναι και καλό και κακό. Ισως είναι η πρώτη ταινία, μετά το «Ταξίδι στα Κύθηρα», όπου το γενικευτικό: «ανθρώπινο τοπίο» μπορεί να αντικατασταθεί από το πιο συγκεκριμένο: «άνθρωπος». Οι πρωταγωνιστές είναι τέσσερις. Μια γυναίκα, δύο άντρες και ο νεαρός σκηνοθέτης – γιος. Ταινία μέσα στην ταινία, αισθήματα και αισθήσεις που διασχίζουν έναν αιώνα. Ενας έρωτας που διαρκεί όσο και η προδοσία.
Ανεκπλήρωτες αισθήσεις
Ο αναγνωρίσιμος Αγγελόπουλος είναι παρών: Η Ιστορία (με το Ι κεφαλαίο) κάνει τις διαδρομές της. Ο θάνατος του Στάλιν το 1953, το Γουότεργκεΐτ το 1974, οι τρομοκρατικές επιθέσεις στην αυγή του 21ου αιώνα, ζυγιάζονται, ως χρόνος ενιαίος, στις ζωές των ηρώων. Κι από κοντά, οι ίδιοι, επάλληλοι κύκλοι θεμάτων: η απώλεια, η μελαγχολία, το τέλος της ουτοπίας, η εξορία, η ανάπηρη ελευθερία.
Ο διαφορετικός Αγγελόπουλος κάνει τις πρώτες του πτήσεις: συγκρούσεις ανέφικτων σχέσεων, δράματα επαναλαμβανόμενα και συνηθισμένα, κινήσεις μικρές, ανεπαίσθητες που υπονοούν ή αναζητούν, ελπίζουν. Ομως, αυτόν τον κώδικα δεν μπορεί να τον σαρκώσει κινηματογραφικά. Η τελετουργία τού είναι πιο οικεία από την καθημερινότητα, η ρητορεία πιο προσφιλής από τις σκόρπιες, ασήμαντες ή κοινότοπα φορτισμένες φράσεις ενός χωρισμού. Μόνο ο Μπρούνο Γκανζ βρίσκει τον τρόπο να ισορροπήσει, να ακροβατήσει δεξιοτεχνικά πάνω στο τεντωμένο σχοινί του συναισθήματος, να απελευθερώσει ενέργεια, να λικνιστεί, να θυμηθεί, να συγκινηθεί, να θυσιάσει και να «θυσιαστεί». Να δώσει ένα τέλος, όχι γιατί πίστεψε σε μια αλλαγή που δεν συντελέστηκε αλλά γιατί πίστεψε στον έρωτα και δεν μπόρεσε να τον ζήσει.
Το ερώτημα αν ο Γιάκομπ (Μπρούνο Γκανζ), ο Σπύρος (Μισέλ Πικολί), η «μοιραία» Ελένη (Ιρέν Ζακόμπ) αλλά και ο πρωταγωνιστής σκηνοθέτης Α (Γουίλιεμ Νταφόε), όλα τα πρόσωπα της «Σκόνης του χρόνου» είναι υποκείμενα ή αντικείμενα της Ιστορίας, δεν μας απασχολεί. Κι αυτό γιατί ο χρόνος είναι ενιαίος στις στιγμές της εγκατάλειψης, του θρήνου, των συναντήσεων, του έρωτα, του θανάτου. Στα δωμάτια που ο Γιάκομπ, ο Σπύρος και η Ελένη, προσπαθούν να συνυπάρξουν χρόνια μετά. Τόσο γεμάτα από φαντάσματα, επιθυμίες, ανεκπλήρωτες αισθήσεις, αδικαίωτες προθέσεις. Είναι οι στιγμές που η ταινία απογειώνεται. Οταν όμως ο χρόνος γίνεται ρεαλιστικός καταγράφει σκηνές δράσης, μια συμπλοκή στο δρόμο ή την κατάληψη ενός κτιρίου ή την κρίση πανικού της μικρής εγγονής, η εικόνα φαίνεται πλαστή και άτεχνη.
Το υπερβατικό, ποιητικά στυλιστικό είναι το δικό του πεδίο. Ο αισθητικός συμβολισμός που χειρίζεται με απαράμιλλη τέχνη ο Θ. Αγγελόπουλος εδώ έχει μια μεγάλη λιτότητα και αυστηρότητα. Τα σύνολα (όπως στην αναγγελία του θανάτου του Στάλιν) κινούνται σαν σκιές ενός άλλου κόσμου. Σιωπηλές και ηττημένες.
Η σύνθεση του τέλους αφήνει το αίμα να κυλήσει στις φλέβες. Να αρδεύσει τα πλάνα, να στάξει σα νερό από τα δάχτυλα. Δακρύζει η χειρονομία, η μνήμη που εγκλωβίζεται (ή αποθηκεύεται) σε ένα νεύμα. Η Σκόνη του Χρόνου είναι το «άγγιγμα» του σκηνοθέτη που μένει ανολοκλήρωτο· καλύπτεται πίσω από την Ιστορία, ενώ εμπνέεται (και αναπνέει) από τις μικρές συναντήσεις ενός μεγάλου έρωτα. Τόσο απλό και τόσο μοναχικό.