Γιώργος Παυλόπουλος
Η συνειδητά εμμονική αντιμετώπιση της Τουρκίας και του Ερντογάν ως των διαρκώς επιτιθέμενων που παραβιάζουν συστηματικά και προκλητικά το διεθνές δίκαιο αποτελεί «εθνική γραμμή» για την αστική τάξη της Ελλάδας η οποία, εκτός των άλλων, εμποδίζει την αξιολόγηση των γεγονότων στη γειτονική χώρα και τον ρόλο της με βάση τα πραγματικά δεδομένα.
Η Συνθήκη του Μοντρέ και η «Γαλάζια Πατρίδα»
Ο Τζεμ Γκιουρντενίζ, ένας από τους απόστρατους ναυάρχους που συνελήφθησαν τη Δευτέρα μετά τη δημοσιοποίηση ενός επικριτικού για την πολιτική του Ταγίπ Ερντογάν κειμένου, δεν είναι τυχαίο πρόσωπο. Αποτελεί έναν από τους θεμελιωτές του δόγματος της εξωτερικής πολιτικής που εφαρμόζει τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση της Τουρκίας και κυρίως της θεωρίας της «Γαλάζιας Πατρίδας». Είναι κάτι, άλλωστε, που ισχύει και για τον πρώην υπουργό Εξωτερικών και πρωθυπουργό, Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος έπεσε σε δυσμένεια το 2016, σχεδόν ταυτόχρονα με τη στροφή της Άγκυρας προς μια σαφώς πιο επιθετική και αναθεωρητικά στάση σε όλα τα μέτωπα – τη στιγμή, δηλαδή, που άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά η δική του πολιτική.
Ο Γκιουρντενίζ είναι από αυτούς που δεν είχαν ποτέ πρόβλημα να μιλήσουν στα ελληνικά ΜΜΕ, χωρίς περιστροφές. «Σε μια ένοπλη διαμάχη, καμία πλευρά δεν θα αποκόμιζε κάποιο κέρδος, καθώς οι πόλεμοι δημιουργούν τεράστια οικονομικά προβλήματα. Στο τέλος οι άνθρωποι είναι αυτοί που υποφέρουν, καθώς ο ιμπεριαλισμός αποκομίζει τα πλεονεκτήματα από μια τέτοια σύγκρουση», έλεγε σε συνέντευξή του σε κυριακάτικη εφημερίδα στις αρχές του 2020, για να προσθέσει: «Η Ελλάδα πρέπει να καταλάβει ότι η Τουρκία θέλει δίκαιη και ίση μοιρασιά του Αιγαίου, καθώς και της ανατολικής Μεσογείου».
Λίγους μήνες αργότερα, σημείωνε σε άλλη εφημερίδα: «Η Τουρκία αμφισβητεί τον ατλαντικό δρόμο που έχει ακολουθήσει επί 73 χρόνια. Το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκε για την ανάσχεση της πρώην ΕΣΣΔ. Αυτή δεν υπάρχει πια (…) Είναι λογικό η Τουρκία να είναι περισσότερο ευρωασιατική παρά ατλαντική στον 21ο αιώνα (…) Ο νέος γεωπολιτικός προσανατολισμός θα απαιτήσει πιο στενή συνεργασία με Ρωσία και Κίνα».
Ώρα για «ταμείο» μετά από 20 χρόνια διακυβέρνησης
Η «προκλητικότητα» και η «επιθετικότητα» της Τουρκίας αποτελούν το σύνηθες και απαράβατο μοτίβο όλων σχεδόν των ελληνικών ΜΜΕ, των σχολιαστών και αναλυτών, καθώς και των επίσημων πολιτικών δηλώσεων και ανακοινώσεων (δυστυχώς και του ΚΚΕ) που συνοδεύουν κάθε κίνηση από την απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Όσο για τους Ερντογάν, Τσαβούσογλου και τα άλλα κορυφαία στελέχη της τουρκικής κυβέρνησης είναι προφανώς «αδίστακτοι» και «επικίνδυνοι», ενώ παραβιάζουν συστηματικά το «διεθνές δίκαιο».
Έτσι, καθώς οι τίτλοι είναι έτοιμοι πριν καν γραφούν τα κείμενα, είναι φανερό πως η παραπάνω στάση αποτελεί την «εθνική γραμμή» της αστικής τάξης απέναντι στον μεγαλύτερο και πιο ισχυρό ανταγωνιστή της. Σταδιακά δε, θέλοντας και μη, συνειδητά ή ασυνείδητα, εμποτίζεται με αυτήν η κοινωνία, κάνοντας τη ζωή δύσκολη σε όσους διατηρούν επιφυλάξεις ή αμφισβητούν για την ορθότητά της. Έτσι, διασφαλίζεται η ισχυρή κυριαρχία του εθνικού έναντι του ταξικού – ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει μία ακόμη σημαντική συνέπεια: Περιορίζεται η ικανότητα μελέτης και ερμηνείας όσων συμβαίνουν στην Τουρκία υπό το πρίσμα των αντικειμενικών εξελίξεων σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο και με το κριτήριο της ταξικής πάλης και των διακρατικών σχέσεων την εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που γίνεται άγρια ανταγωνιστικός τις περιόδους μεγάλων κρίσεων.
Κάπως έτσι, λοιπόν, όλα ανάγονται στο – φαινομενικά απλοϊκό, μα θανατηφόρα επικίνδυνο – «Ή εμείς ή αυτοί, οι εχθροί μας». Ένα δίλημμα που καταλήγει στο να αποκρύβεται το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Τουρκία, μέσα στα είκοσι περίπου χρόνια διακυβέρνησής της από τον Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, έχει κυριολεκτικά αλλάξει πίστα στον διεθνή καταμερισμό και έχει γίνει μια σαφώς πιο υπολογίσιμη δύναμη: Έχει τετραπλασιάσει το ΑΕΠ της, έχει γίνει μέλος της ομάδας των G20, εξάγει το πλεονάζον κεφάλαιό της σε δεκάδες χώρες της περιοχής, διασφαλίζοντας ηγεμονική θέση την οποία στηρίζει και με τις στρατιωτικές της επεμβάσεις – οι οποίες, με τη σειρά τους, βασίζονται σε μια ολοένα πιο ισχυρή εγχώρια πολεμική βιομηχανία.
Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με τη σταθερά στρατηγική θέση της Τουρκίας στον χάρτη, δίνουν τη δυνατότητα στην αστική τάξη και την κυβέρνησή της να κάνουν κάτι στο οποίο μας έχουν συνηθίσει – όχι μόνο μετά την ίδρυση του σύγχρονου κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ το 1923, αλλά και επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Να παζαρεύουν με όλους και να μην εντάσσονται πλήρως σε κανένα στρατόπεδο, ελπίζοντας στα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη, ειδικά σε περιόδους μεγάλων ανακατατάξεων. Όπως αυτή που ζούμε σήμερα, όπως επιβεβαιώνεται στην περιοχή μας, όπου οι πόλεμοι μαίνονται, τα σύνορα αλλάζουν και οι «μεγάλες δυνάμεις» είναι όλες παρούσες, ενεργά.
Αυτό ακριβώς το στοιχείο αποτελεί και τη ρίζα του τουρκικού «αναθεωρητισμού» και όχι το αντίστροφο. Δεν είναι, με άλλα λόγια, ο Ερντογάν και το ΑΚΡ που προκαλούν εντάσεις και συγκρούσεις, είναι αυτοί που «διαβάζουν» τον ρου της ιστορίας και προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν υπέρ τους – ενίοτε επιταχύνοντάς τον βίαια.
Αυτό συμβαίνει στις σχέσεις με την Ελλάδα, καθώς η Άγκυρα θεωρεί πως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να επιβάλει αυτό που η ίδια χαρακτηρίζει ως «συνεκμετάλλευση». Το ίδιο ισχύει απέναντι στην Κύπρο, όπου προφανώς ο Ερντογάν δεν βλέπει τον λόγο να δεχθεί ένα σχέδιο που εκπονήθηκε το 2004, όταν οι συσχετισμοί ήταν δυσμενέστεροι για τη χώρα του, αντί να διεκδικήσει κάτι περισσότερο ή και να πάρει ντε φάκτο αυτό που θεωρεί ότι του ανήκει. Κάτι ανάλογο συμβαίνει στην περίπτωση των κοιτασμάτων της ΝΑ Μεσογείου και του Καστελόριζου – όπου, ειρήσθω εν παρόδω, τα επιχειρήματα της Άγκυρας (θέλουμε και εμείς μερίδιο, δεν μπορείτε να μας αποκλείσετε) φαντάζουν στη «διεθνή κοινότητα» πιο πειστικά σε σύγκριση με τα αντίστοιχα της Ελλάδας.
Η υπόθεση της Συνθήκης του Μοντρέ, που υπογράφηκε το 1936 και διέπει το καθεστώς των Στενών του Βοσπόρου, ενώ βρέθηκε στο προσκήνιο αυτή την εβδομάδα με αφορμή την «ανταρσία» των 104 εν αποστρατεία στελεχών του πολεμικού ναυτικού της Τουρκίας, υπακούει στην ίδια λογική. «Αποτελούσε ένα σημαντικό κέρδος για την Τουρκία για την εποχή εκείνη. Συνεχίζουμε να δεσμευόμαστε από τη Συνθήκη, τουλάχιστον μέχρις ότου υπάρξει μια πιο ευνοϊκή που θα την αντικαταστήσει», δήλωσε τη Δευτέρα ο ίδιος ο Ερντογάν.
Εδώ, μάλιστα, δεν φαίνεται να υποπίπτει καν σε κάποια «παράβαση», καθώς υπονοεί πως η συνθήκη δεν θα ισχύει μελλοντικά όχι για την υπάρχουσα φυσική δίοδο, αλλά για την μεγαλεπήβολη διώρυγα που σχεδιάζει να κατασκευάσει παράλληλα, ενώνοντας τη Μαύρη Θάλασσα με τον Μαρμαρά και τη Μεσόγειο. Ένα έργο, δηλαδή, το οποίο μπορεί να εξυπηρετεί τη «μεγάλη ιδέα» του, όμως στηρίζεται και σε «αντικειμενικές» εξελίξεις στο επίπεδο του καπιταλιστικού εμπορίου – τις ίδιες ουσιαστικά που προκάλεσαν το πρόσφατο ατύχημα στο Σουέζ. Για του λόγου το αληθές, από τα 4.500 πλοία που διέσχιζαν τον Βόσπορο την εποχή της διάσκεψης του Μοντρέ, σήμερα ο αριθμός τους έχει δεκαπλασιαστεί, ενώ είναι και σαφώς πιο μεγάλα.
Αν, όμως, ισχύουν όλα αυτά, τότε έχει κάποιο λόγο να αισθάνεται ο Ερντογάν πως απειλείται; Μήπως είναι εντελώς παράλογοι όσοι τον αμφισβητούν, ακόμη και οι αντίπαλοί του;
Οι απαντήσεις κρύβονται στην οικονομία – όχι όμως από τη σκοπιά των δεικτών, αρκετοί από τους οποίους απέχουν πολύ από το να βρεθούν στα όρια του συναγερμού, αλλά από εκείνη της πραγματικά δύσκολης, αν όχι τραγικής κατάστασης την οποία βιώνουν δεκάδες εκατομμύρια Τούρκοι και Κούρδοι που ζουν στη χώρα. Διότι εάν την περίοδο των παχιών αγελάδων για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, όταν αμέτρητα δισ. δολάρια και ευρώ αναζητούσαν επενδυτικούς παραδείσους, η αλματωδώς αναπτυσσόμενη Τουρκία αποτελούσε μια εξαιρετική επιλογή. Διασφαλίζοντας, παράλληλα, κέρδη στην εγχώρια αστική τάξη, ανθεκτικές κοινωνικές συμμαχίες για το ΑΚΡ και κάτι παραπάνω από λίγα ξεροκόμματα για τους εργαζόμενους.
Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις, η κατάρρευση της λίρας και η έκρηξη της φτώχειας βαθαίνουν τις ρωγμές στην κοινωνία και την αστική τάξη
Σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Η πρωτόγνωρη κρίση της πανδημίας και η ανάγκη των ανεπτυγμένων κρατών να σώσουν πρωτίστως το δικό τους κεφάλαιο και τις δικές τους κοινωνίες έχουν περιορίσει τη διαθέσιμη ρευστότητα, καθώς και τις πηγές κερδοφορίας για το τουρκικό κεφάλαιο εκτός συνόρων. Έτσι, το χτισμένο πάνω στον δανεισμό «θαύμα» του Ερντογάν έχει αρχίσει να ξεθωριάζει, ενώ ο ίδιος γνωρίζει πως εάν υιοθετήσει την «κλασική» μέθοδο της αύξησης των επιτοκίων για να προσελκύσει ξένα κεφάλαια και να συγκρατήσει την κατάρρευση της λίρας, θα οδηγήσει σε χρεοκοπία χιλιάδες επιχειρήσεις και εκατομμύρια νοικοκυριά, που πλέον δεν θα μπορούν να πληρώνουν ούτε τις δόσεις τους – οδηγώντας, με τον τρόπο αυτό, και το τραπεζικό σύστημα στο χείλος του γκρεμού.
Ο Ερντογάν και η ηγετική ομάδα της Τουρκίας, λοιπόν, έχουν φτάσει σε ένα σημείο καμπής. Είτε θα καταφέρουν να «εξαργυρώσουν» και να κατοχυρώσουν τις επιτυχίες της περασμένης εικοσαετίας είτε πολλά από τα «κεκτημένα» τους θα αμφισβητηθούν.
«Δημοκρατικό μέτωπο» με τους κεμαλιστές;
Ανοιχτή πρόσκληση για συνεργασία, με στόχο να ηττηθούν ο Ερντογάν και οι ακροδεξιοί εθνικιστές του Μπαχτσελί που τον στηρίζουν, απηύθυνε προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης ο εκ των φυλακισμένων ηγετών του κουρδικού HDP, Σελαχατίν Ντεμιρτάς. «Όλα τα κόμματα που θέλουν να αγωνιστούν δίπλα-δίπλα για τη δημοκρατία πρέπει να συνεργαστούν», είπε σε συνέντευξή του από τη φυλακή – παραπέμποντας ουσιαστικά στο μοντέλο που δοκιμάστηκε στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του 2019.
Προφανώς, η «εκτροπή» και οι διαρκείς παραβιάσεις στοιχειωδών αρχών της αστικής δημοκρατίας δυτικού τύπου (η οποία, πάντως, ποτέ δεν εφαρμόστηκε αυτούσια στην Τουρκία) δεν χωρούν αμφιβολία. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, οφείλει κανείς να θέσει δύο ερωτήματα: Πρώτον, εάν η ο Ερντογάν και το ΑΚΡ μπορούν επί της ουσίας να χαρακτηριστούν ως «χούντα», ειδικά σε μια χώρα που έχει γνωρίσει τρία πραξικοπήματα την εικοσαετία 1960-’80. Και δεύτερον, εάν αυτή η πολιτική πρόταση και το περιεχόμενό της μπορούν, στις σημερινές συνθήκες, να εκφράσουν τα συμφέροντα της λαϊκής πλειοψηφίας.
Πριν από οποιαδήποτε απάντηση, αξίζει να δούμε ποιοι είναι οι βασικοί αποδέκτες της πρότασης σε κοινοβουλευτικό επίπεδο: Αφενός, οι κεμαλιστές του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, οι οποίοι εκφράζουν την αντίπαλη και πιο παραδοσιακή μερίδα της τουρκικής αστικής τάξης, ενώ το «μητρώο» τους όσον αφορά στους εργαζόμενους, την Αριστερά και ειδικά τους κομμουνιστές, τα δημοκρατικά δικαιώματα και την καταπίεση των Κούρδων είναι ιδιαιτέρως βεβαρυμμένο. Και αφετέρου, το Καλό Κόμμα της Μεράλ Ακσενέρ, η οποία επίσης προέρχεται από τις τάξεις του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης του Μπαχτσελί.
Μπορεί, άραγε, να είναι αυτοί οι εταίροι στο «δημοκρατικό μέτωπο» και τους αγώνες που έχει ανάγκη σήμερα ο τουρκικός λαός;