Αντώνης Δραγανίγος
Η πολύπλευρη κρίση του καπιταλισμού, η φθορά της κυβέρνησης και η άνοδος των μαζικών αγώνων θέτουν νέα πολιτικά ερωτήματα. Το ΝΑΡ απαντά με την πολιτική πρόταση για ένα ανατρεπτικό μαζικό κίνημα, που θα εμπνέεται από σύγχρονους και αναγκαίους στόχους πάλης και ένα ισχυρό αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο. Κάλεσμα αγώνα, διαλόγου και συσπείρωσης, σε μια πρόταση που «συνομιλεί» με την εμπειρία του κινήματος και της πανδημίας.
Γιατί μια πολιτική πρόταση τώρα;
Είναι κοινή πεποίθηση ότι τους τελευταίους μήνες το κλίμα αλλάζει. Η όξυνση της επίθεσης, των κυβερνητικών αντιφάσεων και οι μαζικοί αγώνες το δείχνουν. Δυναμώνουν τα πολιτικά ερωτήματα, εμφανίζονται πολιτικές προτάσεις, και «διέξοδοι», όπως η πρόταση της «δημοκρατικής κυβέρνησης» που προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, η λογική «παλεύουμε σήμερα και βλέπουμε» στην αναπαραγωγή ενός κινηματισμού χωρίς πολιτική κατεύθυνση ή και η λογική «παλεύουμε για να κερδίσουμε ότι μπορούμε», χωρίς φιλοδοξία και στόχο ανατροπής.
Η απάντηση στο κεντρικό ερώτημα, τι «πρέπει να κάνει η αριστερά», ποια πολιτική μπορεί να δώσει διέξοδο στην κατεύθυνση της ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής, της ριζικής αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων σε όφελος της εργατικής τάξης και της αντικαπιταλιστικής προοπτικής μπαίνει πιο αποφασιστικά στην ημερήσια διάταξη.
Η «πολιτική πρόταση» που κατέθεσε το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση προ δεκαημέρου επιδιώκει να ανασυγκροτήσει και να επαναδιατυπώσει το πολιτικό πρόγραμμα στόχων πάλης ενάντια στην αστική πολιτική παίρνοντας υπόψη όλη την εμπειρία των τελευταίων χρόνων. Την κρίση, την πανδημία, την πείρα της «αριστερής κυβέρνησης».
Σε μια περίοδο πολύπλευρης δομικής κρίσης του καπιταλισμού, με τις αντιθέσεις του διαρκώς να παροξύνονται, με τη σύμπλεξη της οικονομικής, της πολιτικής, της υγειονομικής και της οικολογικής κρίσης και την απειλή του πολέμου να φουντώνει απαιτείται μια βαθιά αντικαπιταλιστική πολιτική απάντηση. Δεν είναι θέμα «επιλογής». Προκύπτει από κάθε ζήτημα της πολιτικής διαπάλης.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά στις νέες συνθήκες
Κάθε πρόταση ξεκινάει από τον κεντρικό πολιτικό στόχο της περιόδου. Τι πρέπει να παλέψουμε σήμερα; Που συγκεντρώνονται και συμπυκνώνονται πολιτικά οι αγώνες; Το ΝΑΡ προτείνει τη «συγκέντρωση δυνάμεων σε ένα αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο με το αντίστοιχο πρόγραμμα πάλης που θα συμβάλλει και θα ηγείται στο αναγκαίο μαζικό πολιτικό εργατικό και λαϊκό κίνημα. Με στόχους την αντίσταση, τον κλονισμό και την ανατροπή της κυβέρνησης της ΝΔ και της πολιτικής της και συνολικά της καπιταλιστικής επίθεσης. Τη σύγκρουση με τις πολιτικές της συναίνεσης, των αστικών εναλλακτικών λύσεων τύπου ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ και της λογικής της εθνικής ενότητας ‘’για να ξεπεράσουμε την κρίση’’».
Με τον πολιτικό αυτό στόχο πρώτο τίθεται σαν καθήκον η «αντίσταση, ο κλονισμός, και η ανατροπή» της κυρίαρχης πολιτικής. Δεν μένουμε στα πλαίσια του σημερινού συσχετισμού, στο «δεν θα περάσει». Οι αγώνες του τελευταίου διαστήματος έδειξαν ότι είναι ρεαλιστικό να δημιουργηθούν ρήγματα, να διευρυνθούν και να οδηγήσουν στην ανατροπή της κυβερνητικής πολιτικής και της καπιταλιστικής επίθεσης.
Δεύτερο ορίζεται ο αντίπαλος. «Η κυβέρνηση, η καπιταλιστική επίθεση και η συναίνεση, συνολικά οι αστικές εναλλακτικές λύσεις τύπου ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ». και αυτό είναι πολύ σημαντικό, σε μια περίοδο που άλλες δυνάμεις ουσιαστικά και τυπικά στριμώχνονται σε «αντιδεξιά λογική», πιστεύουν ότι θα κερδίσουν με μια «αποφασιστική μάχη αποκλειστικά ενάντια στην κυβέρνηση», χωρίς να αποκαλύπτουν και να αναδεικνύουν σαν αντίπαλο το σύνολο του πολιτικού συστήματος, χωρίς αποκάλυψη και μέτωπο στον ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ και τη «δημοκρατική διέξοδο» που προτείνει.
Και τέλος η πρόταση ορίζει με έναν συμπυκνωμένο τρόπο το «ποιος» θα είναι το υποκείμενο αυτού του πολιτικού αγώνα: Το μαζικό πολιτικό εργατικό και λαϊκό κίνημα, με τη συμβολή και την έμπνευση ενός αντικαπιταλιστικού πολιτικού μετώπου. Μιλάμε επομένως όχι για ένα οποιοδήποτε μέτωπο, αλλά για ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο και όχι ένα οποιοδήποτε κίνημα, αλλά για το ταξικά ανασυγκροτημένο μαζικό πολιτικό εργατικό και λαϊκό κίνημα.
Το άμεσο πολιτικό πρόγραμμα (το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης) ξεκινάει από τα ζητήματα που έχουν σήμερα αναδειχθεί σαν επίδικα της ταξικής πάλης και μέσα από τον αγώνα για αυτά μπορεί να αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων, να δυναμώσει η συγκρότηση της εργατικής τάξης και του κινήματος της, να συνειδητοποιηθούν τα όρια του συστήματος, να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις της επαναστατικής αλλαγής.
- Ο αγώνας για την υπεράσπιση και βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση και το βάθεμα της εκμετάλλευσης με στόχο την κατάργησή της.
- Η πάλη για να είναι αποκλειστικά δημόσια αγαθά η υγεία, η εκπαίδευση, η ενέργεια, η έρευνα και άλλοι ζωτικοί τομείς, με εθνικοποιήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων ενάντια στην κυριαρχία της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και των νόμων της αγοράς, για τον περιορισμό τους, με στόχο την κατάργησή τους.
- Η πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες της εποχής μας, για το δικαίωμα του λαού να αποφασίζει για το μέλλον του και να αγωνίζεται, σε ρήξη με το κράτος του «κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού» στην προοπτική του τσακίσματός του.
- Η συνολική αντιπαράθεση και ανατροπή του πλαισίου της διαρκούς μνημονιακής επιτροπείας, της ΕΕ και του χρέους, μονομερής διαγραφή του χρέους, και στη χώρα μας και παντού, συνολική αντιπαράθεση, αντικαπιταλιστική ρήξη/έξοδος από την ΕΕ.
- Η πάλη για την ειρήνη και τη φιλία των λαών στην περιοχή μας και στον κόσμο, ενάντια στους πολεμικούς εξοπλισμούς, στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και στον αντιδραστικό ανταγωνισμό ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης, στην επαναχάραξη συνόρων σε στεριά και θάλασσα. Έξω οι βάσεις, έξω για πάντα από το ΝΑΤΟ.
- Ο αγώνας για μια αρμονική σχέση ανθρώπου-φύσης ενάντια στην καταστροφική εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος από το κεφάλαιο.
- Η κοινή πάλη της πολυεθνικής εργατικής τάξης της αγροτικής παραγωγής και των φτωχών αγροτοκτηνοτρόφων-αλιέων ενάντια στηνπολιτική του κεφαλαίου, για την ανατροπή της αντιαγροτικής ΚΑΠ της ΕΕ, για υψηλού επιπέδου διατροφή έξω από τις καπιταλιστικές μεθόδους που γεννούν τις πανδημίες.
Οι πολιτικοί αυτοί στόχοι δεν είναι αυθαίρετα επιλεγμένοι. Είναι στόχοι που η αναγκαιότητά τους αναδείχθηκε με τεράστια δύναμη την προηγούμενη περίοδο και ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο μέσα στην πανδημία.
Ποιος δεν είδε, για παράδειγμα, τον καθοριστικό ρόλο των «δημόσιων αγαθών»; Τον ρόλο της δημόσιας υγείας, της εκπαίδευσης, αλλά και των τεράστιων προβλημάτων που δημιουργεί στην υγεία των ανθρώπων η ατομική ιδιοποίηση της φαρμακευτικής έρευνας από τις πολυεθνικές και η παραγωγή με στόχο το κέρδος; Όμως υπάρχουν τρόποι και τρόποι να παλεύει κανείς για την υπεράσπιση των «δημόσιων αγαθών».
Η συζήτηση για τα «δημόσια αγαθά» δεν μπορεί να οδηγεί στο «κράτος πρόνοιας» ή στο «δεν θα περάσει», αλλά στην πάλη για αποκλειστικά δημόσια αγαθά, για εθνικοποιήσεις σε ρήξη με την ιδιοκτησία
Ένας τρόπος είναι μια ξέψυχη επαναφορά της υπεράσπισης του «κράτους πρόνοιας». Αυτή η λογική σήμερα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η υπεράσπιση ενός ελάχιστου επιπέδου υποβαθμισμένων, ανταποδοτικών δημόσιων υπηρεσιών, μέσα σε μια θάλασσα ιδιωτικοποίησης και υποταγής των πάντων στην αγορά. Αυτός είναι ο σημερινός αστικός «κοινωνικός φιλελευθερισμός» του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜέΡΑ25. Ένας δεύτερος τρόπος είναι η υπεράσπισή τους χωρίς να μπαίνει ζήτημα διαρκούς διεύρυνσής τους (πχ μέσα από εθνικοποιήσεις), του περιορισμού της ιδιοκτησίας και της αγοράς, σε σύνδεση με την πάλη για την κατάργησή τους, παραπέμποντάς τα όλα στην λαϊκή εξουσία. Αυτός είναι ο οικονομισμός του ΚΚΕ. Και ένας τρίτος τρόπος είναι η πάλη για «αποκλειστικά δημόσια αγαθά» στους κρίσιμους τομείς της κοινωνίας, για εθνικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο των τομέων αυτών και συνολικά των μεγάλων επιχειρήσεων, για «περιορισμό της ιδιοκτησίας και των νόμων της αγοράς με στόχο την κατάργησή τους».
Υπάρχουν «μεταρρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις». Υπάρχουν εκείνα τα «μπαλώματα», που απλά «λαδώνουν» τον μηχανισμό της εκμετάλλευσης να δουλεύει καλύτερα. Και υπάρχουν και εκείνες που από το περιεχόμενό τους (στόχοι αντίθεσης με την στρατηγική του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων του), τον τρόπο πάλης γι αυτές (μαζικός εξωκοινοβουλευτικός αγώνας) και το ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο (σύνδεση με την επαναστατική προοπτική) εντάσσονται σαν «μέρος στο όλον» της επαναστατικής πάλης.
Κι αυτό το τελευταίο είναι ίσως το πιο κρίσιμο. Γιατί η πολιτική πρόταση για την αντικαπιταλιστική απάντηση και το αντίστοιχο πολιτικό μέτωπο δεν αφήνει αναπάντητο αυτό το ερώτημα. Ανοίγει μέτωπο με τον «κυβερνητισμό» και τους φορείς του. «Απαιτείται ένα μέτωπο», λέει η πρόταση του ΝΑΡ, «που ξεπερνώντας τις επιλογές ήττας των κοινοβουλευτικών λύσεων μέσα στα όρια του κεφαλαίου, του αστικού κράτους και των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών (ΕΕ/ΝΑΤΟ).. που ηγεμόνευσε στο μεγαλειώδες κίνημα του 2010-15, μέσω της ‘’αριστερής κυβέρνησης’’, οδηγώντας τελικά στην αφομοίωση, στην απογοήτευση και στην ήττα». Ιχνηλατεί τον επαναστατικό δρόμο στο σήμερα διατυπώνοντας την θέση ότι «η σημερινή μάχη για το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης δεν στοχεύει σε κάποια αριστερή κυβέρνηση, αλλά στην ανατροπή της καπιταλιστικής επίθεσης, στην αμφισβήτηση του καπιταλιστικού πλαισίου, στην απόσπαση κατακτήσεων και στην κλιμάκωση του πολιτικού αγώνα ως τον κλονισμό της αστικής κυριαρχίας, την ωρίμανση της επαναστατικής κατάστασης, με στόχο την επαναστατική κοινωνική αλλαγή.»
Κάλεσμα συνάντησης και δράσης
H πρόταση αυτή θα κριθεί κατ’ αρχήν μέσα στους αγώνες. Το πρόγραμμα αυτό δεν είναι για το «ράφι», αποτελεί «οδηγό δράσης». Είναι κάλεσμα συνάντησης σε αντικαπιταλιστικές κινήσεις-σχήματα-συσπειρώσεις στο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα σε πόλεις και περιφέρειες, πρωτοβουλίες παρέμβασης με ανατρεπτικό πολιτικό περιεχόμενο στα κρίσιμα πεδία αντιπαράθεσης. Είναι πρόκληση πολιτικού και προγραμματικού διαλόγου.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί για το ΝΑΡ το «πρώτο βήμα» στον μεγάλο δρόμο προς το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό μέτωπο. Έχει υιοθετήσει στις συνδιασκέψεις της την ανάγκη ενός ευρύτερου «πόλου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς», την ανάγκη για μια κοινωνική και προγραμματική ανασυγκρότησή και υπέρβασή της σε ανώτερο επίπεδο. Ήρθε η ώρα να πάρει πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση αυτή.
Το ΝΑΡ θα θέσει την ανάγκη αυτή στον κόσμο και τις διαδικασίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο ευρύτερο ρεύμα της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς, στους αγωνιστές των κινημάτων, στις οργανώσεις, σε κάθε αγωνιστή. Θα επιδιώξει την μέγιστη, πολύμορφη συσπείρωση δυνάμεων στήριξης αυτής της λογικής. Μαζί με την πάλη για την διαμόρφωση του κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος που απαιτεί η εποχή μας είναι η συνεισφορά του στην διαμόρφωση των πρωτοπόρων δυνάμεων για τις μάχες που έρχονται.
Μπροστά στις νέες ανάγκες, όχι πίσω απ’ αυτές
Το προηγούμενο διάστημα χιλιάδες αγωνιστές και δυνάμεις έδωσαν σκληρή μάχη με την κυβέρνηση, έσπασαν, παρά τις αρχικές ταλαντεύσεις δυνάμεων, τα όρια των απαγορεύσεων, συνέβαλαν στη σημερινή ανάπτυξη του μαζικού κινήματος. Οι πολιτικές προτάσεις πρέπει να ανταποκρίνονται στις νέες ανάγκες όχι να πηγαίνουν πίσω από αυτές.
Σε πρόσφατη πολιτική παρέμβαση το Κ-Σχέδιο αν και υιοθετεί ορισμένους ριζοσπαστικούς στόχους, σε «σκληρά» ερωτήματα της περιόδου, όπως το θέμα του ελληνοτουρκικού αστικού ανταγωνισμού καταδικάζουν μόνο την «επεκτατική πολιτική» του Ερντογάν. Υιοθετεί την λογική πως «το ερώτημα δεν είναι κυρίως ‘’ποιος θα κυβερνήσει’’ αλλά ‘’με τι πρόγραμμα’’» αφήνοντας ανοιχτό τον δρόμο σε νέες κυβερνητικές αυταπάτες και την λογική του «μικρότερου κακού». Οι αμφισημίες (τουλάχιστον) για το ΜέΡΑ25 για το οποίο αναφέρεται ότι «μια εφ’ όλης της ύλης πολιτική συμφωνία δεν είναι εφικτή, στις σημερινές συνθήκες, επιπρόσθετα εξαιτίας και των συσχετισμών» θολώνει ακόμα περισσότερο τα νερά.
Στην Εισήγηση για τον κοινό φορέα «Συνάντησης-Αναμέτρησης», η θετική εκτίμηση ότι η «εποχή της κρίσης είναι πάντα μια εποχή συνολικής αμφισβήτησης, μια εποχή που ανοίγει δρόμους ρήξης με το αστικό κράτος και το κεφάλαιο» χάνει τη δύναμή της όταν μένει στα ρηχά νερά της πάλης ενάντια «στο κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα», μιας πρότασης «ριζοσπαστικής, δημοκρατικής και συμπεριληπτικής αριστεράς», υιοθετεί αταξικές λογικές του τύπου παλεύουμε για «μια αναδιάρθρωση της οικονομίας και της παραγωγής», δεν υιοθετείται ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα και μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή με τον κυβερνητισμό.
Όμως ο διάλογος είναι μπροστά.